Book press Νοέμβριος 2013
Της Τόνιας Μάκρα
Με μια ομαδική έκθεση εικαστικών έργων τέχνης, που στήθηκε εξαιρετικά ώστε να αναδεικνύεται η υψηλή τους καλλιτεχνική αξία, η Γκαλερί ΜΕΔΟΥΣΑ της Μαρίας Δημητριάδη γιορτάζει τα 35 χρόνια λειτουργίας της. Μια επέτειος που σημαίνει πολλά για την ίδια την ιστορία των ελληνικών γκαλερί. Αφού η ΜΕΔΟΥΣΑ κινήθηκε πάντα βάσει σταθερών αρχών, είναι ένας χώρος όπου έχει εκθέσει το enfant gâtée της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και επί της ουσίας ανήκει στις ελάχιστες αίθουσες τέχνης που διατήρησε ακλόνητη πορεία χωρίς ποτέ να φλερτάρει με εμπορικές και χλιδάτες χονδροκοπιές.
Αντίθετα, κράτησε ιδιαίτερα ψηλά τον πήχη της ποιότητας και της υψηλής αισθητικής. Η Μαρία Δημητριάδη, η «ψυχή» της Γκαλερί δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις στην επιλογή των συνεργατών και επί δεκαετίες διαλέγει με το σταγονόμετρο αποκλειστικά και μόνον καλλιτέχνες με όραμα και με έργο που εμπεριέχει τη μοναδικότητα και πρωτοποριακά στοιχεία. Κρατώντας έτσι «σταθερή πορεία μέσα στην κινούμενη άμμο του αθηναϊκού κέντρου» σύμφωνα με την Επιμελήτρια της έκθεσης, τεχνοκριτικό Έφη Ανδρεάδη. Μπορεί όλα αυτά μαζί να μοιάζουν ιδανικά. Είναι όμως η αλήθεια και την γνωρίζουν όλοι όσοι συμπορευτήκανε όπως εγώ τις δύο τελευταίες δεκαετίες με το εικαστικό μας γίγνεσθαι. Άλλωστε αυτές οι εξαιρέσεις που ευτυχώς υπάρχουν ισορροπούν τις τάσεις της ευκολίας στο χώρο της τέχνης -τον μιμητισμό, την τυποποίηση, την εμπορευματοποίηση- και προάγουν τον πολιτισμό.
Η Μαρία Δημητριάδη γνώριζε από πολύ μικρή τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Η ίδια αποδίδει την κλίση της στην τέχνη στο φιλότεχνο και καλλιτεχνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε (αναπόσπαστο μέρος του οποίου υπήρξε η θεία της, ζωγράφος Μαρία Σπέντζα). Πριν ακόμα τα είκοσί της χρόνια άνοιξε λοιπόν την πρώτη της γκαλερί “το Μεδουσάκι”, όπως η ίδια την αποκαλεί, στο Παγκράτι και λίγο αργότερα την μετέφερε στο Κολωνάκι. Από τις πρώτες της εκθέσεις ήτανε το έργο του Αλέξη Ακριθάκη. Όχι μόνον λοιπόν ήξερε τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει αλλά γνώριζε και με ποιους καλλιτέχνες άξιζε να συνεργαστεί. Ακολούθησε η συνεργασία της με τον γλύπτη Τάκις και στη συνέχεια οι άπειρες εκθέσεις ανάμεσα στις οποίες ήτανε και σημαντικών καλλιτεχνών της διασποράς όπως ο Κ. Κουλεντιανός, ο Μάριος Πράσινος κ.ά., καθώς και δημιουργών της νέας γενιάς με ανοιχτούς ορίζοντες σε άλλους προβληματισμούς, υλικά και τεχνικές. Ποτέ δεν συνέδεσε τον χώρο της με συγκεκριμένη τεχνοτροπία ή ρεύματα. Αντίθετα, προωθούσε καλλιτέχνες ανεξάρτητους που πασχίζανε να υλοποιήσουν τα οράματά τους έχοντας σαν πυξίδα την αυθεντικότητα, την εσωτερικότητα και την αναζήτηση προσωπικού ύφους. Η Γκαλερί από το τέλος της δεκαετίας του ’70 παραμένει στον ίδιο χώρο της οδού Ξενοκράτους, που εν πολλοίς έχει διατηρήσει τον ήσυχο αστικό χαρακτήρα της. Βέβαια, η διαμόρφωση του χώρου άλλαξε κάποιες φορές και σήμερα χάρη στην διακριτή αισθητική του, αποτελεί έναν καλλιτεχνικό τόπο που χαίρεται κανείς να μπαίνει.
Εδώ πραγματοποιείται λοιπόν το δεύτερο μέρος της Αναδρομής στην ιστορία της Γκαλερί με έργα καλλιτεχνών όπως είναι οι: Γ. Ζογγολόπουλος, Τόνια Νικολαϊδη, Takis, Μάριος Πράσινος, Γιώργος Γυπαράκης, Αλέξης Ακριθάκης, Μαρία Γρηγοριάδη (βλ. κεντρική εικονογράφηση), Θανάσης Τσίγκος, Πάνος Ραϋμόνδος, Γιώργος Λαζόγκας, Κώστας Ιωαννίδης, Γιάννης Δημητριάκης, Μαριάννα Στραπατσάκη, Παναγιώτης Λιναρδάκης, Νάκης Ταστσιόγλου, Αννίτα Αργυροηλιοπούλου, Γιάννης Τζερμιάς, Ειρήνη Απέργη, Harold Stevenson, Βασιλική Τσεκούρα, Αιμιλία Παπαφιλίππου, Λίνα Μπέμπη, Μαρία Σπέντζα, Μαρία Δάρα, Anton,Ιουλία Βεντίκου, Τάσος Μαντζαβίνος, Κώστας Κουλεντιανός, Μίλτος Μιχαηλίδης, Βούλα Μασούρα,.
Έργα δοκιμασμένα στο χρόνο
Το μεγάλο ενδιαφέρον της έκθεσης είναι ότι όλοι οι καλλιτέχνες είναι καταξιωμένοι – ορισμένοι μάλιστα ανήκουν στους ογκόλιθους της ελληνικής τέχνης. Και το κυριότερο τα έργα που εκτίθενται έχουν δοκιμαστεί στο χρόνο – κι έχουν αποδειχθεί άφθαρτα. Μου άρεσαν όλα και με δυσκολία μπορώ να ξεχωρίσω αυτά που θαύμασα περισσότερο. Αρκετά σίγουρα μου θύμισαν την πρώτη γνωριμία μου με το έργο των καλλιτεχνών. Ο πίνακας που λάτρεψα ήτανε του Μάριου Πράσινου που έκανε όλη του την καριέρα στην Γαλλία∙ πρόκειται για εξαιρετικό έργο. Μου αρέσανε πολύ οι συνθέσεις από πέτρες του Κώστα Ιωαννίδη, δουλειά που δεν ήξερα, καθώς και τα σχέδια με μελάνι του Γιάννη Δημητράκη που η Γκαλερί μου τον γνώρισε και συνεχίζω να τον αγαπώ σαν καλλιτέχνη. Η ΜΕΔΟΥΣΑ μου γνώρισε επίσης, σε μια εντυπωσιακή έκθεση τα ξύλινα γλυπτά του Πάνου Ραϋμόνδου, όπως και την Αιμιλία Παπαφιλίππου. Θυμάμαι πάντως σαν να ήτανε τώρα, μια από τις πρώτες της εικαστικές εγκαταστάσεις στον μεταμορφωμένο χώρο της Γκαλερί που συνέβαλε καθοριστικά στην καταξίωσή της στην συνείδηση των φιλότεχνων. Αναβιώνω επίσης το θαυμασμό μου για τους πίνακες του Τάσου Μαντζαβίνου στην ωραία ατομική έκθεση που είχε παρουσιάσει εδώ. Ο Anton που ζει στο Παρίσι υπήρξε στην πρώτη του παρουσίαση στην Γκαλερί επίσης μια έκπληξη για μένα ενώ το έργο που σήμερα εκτίθεται ανήκει στις ωραιότερες δημιουργίες του. Το αέρινο γλυπτό του Νάκη Ταστσιόγλου με παραπέμπει επίσης σε έκθεσή του με εντυπωσιακές εγκαταστάσεις από πλεξιγκλάς, σίδερο και φως καθώς και σε μια εξαιρετικής αισθητικής σκάλα στο εσωτερικό χώρο γραφείου που είχαμε φωτογραφήσει για περιοδικό ποικίλης ύλης. Έτσι βήμα το βήμα, έργο το έργο κάνω κι εγώ την προσωπική μου αναδρομή στην μακροχρόνια σχέση μου με την γκαλερί, τις εκθέσεις που φιλοξένησε και τους εικαστικούς που μας γνώρισε με τελευταίο παράδειγμα τον Μίλτο Μιχαηλίδη – γιο του επίσης σημαντικού ζωγράφου, Γιάννη Μιχαηλίδη, συνεργάτη της ιστορικής γκαλερί, Νέες Μορφές.
Προσωπική συλλογή
Τα έργα (επιτοίχια, πίνακες, γλυπτά) συγκαταλέγονται σε αυτά που η Μαρία Δημητριάδη διάλεγε και κρατούσε στην προσωπική της συλλογή όλα αυτά τα χρόνια. Πρόκειται για καλλιτέχνες «με διαφορετική ιδιοσυγκρασία, άλλες ιδέες, εσωτερικές παρορμήσεις, ανησυχίες και ανασφάλειες», σύμφωνα με την Έφη Ανδρεάδη. Κάποιοι δεν βρίσκονται στη ζωή (όπως ο γλυκύτατος Γιώργος Ζογγολόπουλος), άλλοι δεν συνεργάζονται πλέον με την Γκαλερί και σίγουρα για όλους είναι αδύνατον να βρούμε μια κοινή συνισταμένη στο ύφος τους ή τις αναζητήσεις τους. Αυτό που φαίνεται να τους συνδέει είναι ότι πρόκειται για καλλιτέχνες καταξιωμένους για τη δουλειά τους και όχι για τον θόρυβο γύρω από το όνομά τους, οι οποίοι διαθέτουν μια μοναδικότητα – ένδειξη εσωτερικότητας και ενδοσκόπησης, δεν μιμήθηκαν μόδες αλλά όρισαν δική τους πορεία και εξελίχθηκαν χωρίς συμβιβασμούς στην ποιότητα του έργου τους.
Η Έφη Ανδρεάδη όμως τα εξηγεί πολύ καλύτερα:
«Έξω από τις διαφορές τους οι καλλιτέχνες, ο καθένας με τον δικό του τρόπο προσπαθούν η ενέργεια που θα εξασφαλίσει την επιθυμητή δημιουργική ένταση στο έργο τους, να μην εκμεταλλευθεί τις μεγάλες ανατροπές, να μην ενδώσει στον ακραίο ερεθισμό της έκπληξης ή του εντυπωσιασμού. Αν ορισμένες φορές χρησιμοποιούν την παντοδύναμη έλξη του παραλόγου, αυτό γίνεται μ’ έναν εμβαθυντικό τρόπο και μια όσο το δυνατόν απλούστευση των εικαστικών μέσων. Φυσικά υπάρχει σε όλους η αιώνια ανάγκη να κάνουν έργο μοναδικό, αλλά η στάση τους χαρακτηρίζεται από μιαν συνεχή περίσκεψη πάνω στις ουσιαστικές δυνατότητες των μέσων και των τρόπων που διάλεξαν να εκφραστούν (…), η αίσθηση που κυριαρχεί σε αυτό το σύνολο των έργων που μας περιβάλλει είναι η ξεκάθαρη κι αρμονική σχέση ή σύμπτωση ανάμεσα στα οράματα των καλλιτεχνών και το γύρω τους κόσμο».