ΝΕΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Μάρτιος 2010
Μαίρη Μιχαηλίδου
Απρόσμενα εικαστικά σήματα από την Βαρβάρα Μαυρακάκη
Την τελευταία της δουλειά εκθέτει η Βαρβάρα Μαυρακάκη στη γκαλερί Μέδουσα. Η ιστορικός της τέχνης, Μαίρη Μιχαηλίδου γράφει για αυτή:
«Στο όμορφο εργαστήριο που οργάνωσε με αγάπη και γνώση, συνάντησα τη Βαρβάρα Μαυρακάκη να δουλεύει, όπως πάντα ήρεμα και αθόρυβα.
Σ΄ αυτόν τον απέριττο και λειτουργικό χώρο μπορεί κανείς να απολαύσει τη ζεστασιά της φιλοξενίας της και να χαρεί τις εικαστικές δημιουργίες της στο φυσικό τους περιβάλλον.
Γιατί η Βαρβάρα Μαυρακάκη κατορθώνει με ιδιάζουσα τεχνική δεξιότητα να μεταμορφώνει τα ταπεινά της υλικά σε υψηλής ποιότητας πλαστικές φόρμες όπου η εξαύλωση του αντικειμένου εξαφανίζει το θέμα και μετουσιώνεται σταδιακά σε εικόνα μυστηριακών και πανάρχαιων συμβόλων.
Άλλωστε η δημιουργός γνωρίζει πολύ καλά πως να διατηρεί από τη φόρμα το ουσιαστικό, να απλοποιεί τα σχήματα για να μεταδώσει με ελάχιστα πλαστικά μέσα και αυστηρά σχήματα την ουσιαστική της ανάγκη να διατυπώνει με καθαρή εικαστική γραφή τη βαθειά εσωτερικής της συγκίνηση.
Με τη συνειδητή χρήση αφηρημένων σχημάτων, η Μαυρακάκη μεταπλάθει στα υλικά της, με οργιάζουσα φαντασία, τις σπείρες, τους ρόδακες, τους έλικες, τις οριζόντιες και κάθετες συνθέσεις σε απρόσμενα εικαστικά σήματα.
Έργα ευαίσθητα, διάφανα και εύθραυστα,, σημάδια και ίχνη ενός απόμακρου κόσμου, μας αποκαλύπτουν με τρυφερότητα και ποίηση την αέναη περιπλάνηση της δημιουργού στα προσωπικά καλλιτεχνικά της βιώματα, στη δική της προσωπική αλήθεια».
ΕΣΤΙΑ
15 Μαρτίου 2010
Κρίστα Κωνσταντινίδη
Μυστήριο και εξωστρέφεια στις εκθέσεις Μαυρακάκη και Κανά
Ανατρέχοντας σε παλαιότερες ενότητες δουλειάς της και ξεκινώντας κυρίως, από τις αρχές του ’90, διαπιστώνουμε πως η Βαρβάρα Μα;υρακάκη είναι μία κατ’ εξοχήν ζωγράφος και μάλιστα με άπειρες δυνατότητες. Έργα μεγάλων διαστάσεων με έντονη χειρονομία, ευαίσθητες χρωματιστές ποιότητες, συγκροτημένη φόρμα και κυρίως, μια διαφάνεια ανάμεσα στα επάλληλα στρώματα γραφών, που επιτρέπει να φανεί αυτό που υπάρχει πίσω από το πρώτο πλάνο,, προκαλώντας μια ενδοσκοπική αναζήτηση των μυστικών της σύνθεσης. Αποκορύφωμα η ενότητα «Συγκατοικούντες Χρόνοι» (1995) με έργα εξαιρετικής δυναμικής, τα οποία – μάλιστα – η ίδια η ζωγράφος αντιμετώπιζε σαν «σχέδια επί σχεδίων αναιρεθέντων δια χρώματος».
Έκτοτε, φαινομενικά τουλάχιστον, η Μαυρακάκη εγκαταλείπει τελάρο και πινέλα περνώντας σταδιακά στο χώρο, με τρισδιάστατες εγκαταστάσεις από διαφανή υφασμάτινα πανώ, δουλεμένα τμηματικά με collages από χαρτί ή κάμποτ και «επιζωγραφισμένα’ με υλικά όπως πίσσες ή στόκους, έτσι ώστε «το απτό να εναλλάσσεται με τα άυλο».
Στη σημερινή δέκατη – αν δεν απατώμαι – ατομική έκθεσή της, η Μαυρακάκη αντικαθιστά την διαφάνεια των υφασμάτων με αυτήν της μεταλλικής σίτας, επάνω στην οποία εναποθέτει ρυθμικά συντονισμένα ίχνη από γύψο, αποτέλεσμα μιας απολύτως ελεγχόμενες χειρονομίας. Αρκετά εντυπωσιακή εγκατάσταση. Η έκπληξη όμως στην έκθεση έρχεται, κατά τη γνώμη μου, από τις δύο επιτοίχιες μικτές τεχνικές. Αμιγώς ζωγραφικά έργα (ακρυλικά σε καμβά), τα οποία καλύπτονται μερικώς από γύψινο κυματοειδές «πλέγμα». Εδώ η καλλιτέχνης επαναφέρει το αίτημα για την βαθύτερη ανάγνωση της ζωγραφικής, στην οποία ελπίζουμε να αφοσιωθεί και πάλι ολοκληρωτικά.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
Μαρία Μαραγκού
Ο χώρος και η σκιά του
Η Βαρβάρα Μαυρακάκη ανήκει στη χορεία των ευγενών ήσυχων καλλιτεχνών, που εργάζονται μεθοδικά και αφοσιωμένα. Λίγες εκθέσεις με απόσταση χρόνων, πάντα στην γκαλερί της Μαρίας Δημητριάδη ή σε κάποια φουάρ. Η πρόσφατη δουλειά της, παραμένοντας απαύγασμα όσων έχει παρουσιάσει έως σήμερα, κάνει τομή, με την άποψη ότι εντάσσει τη ζωγραφική στον αρχιτεκτονικό χώρο, αν δει κάποιος τις στήλες και τα κάθετα οριζόντια στοιχεία ως αποσπάσματα ενός δομημένου μνημείου σε εξέλιξη.
Χρησιμοποιώντας για το «χτίσιμο» των έργων υλικά όπως ο γύψος και η ανοξείδωτη σήτα οργανώνει τον χώρο και παρεμβαίνει με τη ζωγραφική στα μέλη, άλλοτε πυκνά και άλλοτε με ίχνη.
Η ζωγραφική, αν και αφαιρετική και χειρονομιακή, αναπαριστά το μη υλικό χώρο, ενώ η σκιά των γύψων και της σήτας τονίζει την όλη παρουσία του άυλου. Η μεγάλη εγκατάσταση οδηγεί τον θεατή στην εικόνα της θάλασσας με τη λιτή παρουσία ενός μικρού πήλινου γλυπτού-βάρκας, που προσπαθεί να μη βουλιάξει στη ροή των κυμάτων της ζωγραφικής.
Πρόκειται για μια δουλειά συμβολική και εννοιολογική, χρωματισμένη στο άσπρο και το γκρίζο, με πολλές ευαισθησίες στο κομμάτι μιας ανάγνωσης απολύτως εσωτερικής, τόσο για την καλλιτέχνιδα όσο και για τον θεατή της δουλειάς της.
Ουσιαστικά, συμπίπτει ως είδος δουλειάς με το ενδιαφέρον διεθνώς για το ανανεωμένο ζήτημα του χειροποίητου.
Στην έκθεση, κυρίως στα μικρότερου μεγέθους έργα, γίνεται φανερή η επανάληψη γραφών και μοτίβων, τα οποία επανέρχονται αυθόρμητα με το χέρι να δουλεύει συνεχώς. Η αναφορά, από την άλλη, σε ένα είδος ιαπωνικής παράδοσης, που γίνεται φανερή και με τη λεπτότητα του σχεδίου και με τη χρήση της σκιάς ως οργανικού στοιχείου το έργου, δημιουργεί μια θρησκευτικότητα.