ΑΥΓΗ
26 Ιανουαρίου 1986
Παρασκευή Κατημερτζή
Τρεις καλλιτέχνες σε «τροχιές παράλληλες»
Κοσμική και με παγκόσμια ακτινοβολία είναι η καλλιτεχνική δημιουργία του γλύπτη Τάκη. Του ζωγράφου Μίνου Αργυράκη εγκόσμια, με άξονες τον ερωτισμό και το σκώμμα. Του γλύπτη Ραϋμόνδου απόκοσμη, αφού τον οδήγησε έξω απ’ την πόλη, κοντά στο χώμα, όπου συνηθίζει να θάβει τους αγγέλους του.
Τρεις διαφορετικές εκφάνσεις ζωής και σταδιοδρομίας, αντίληψης, τριών αυτοδίδακτων καλλιτεχνών, φιλοδοξεί να μας παρουσιάσει ένα τέταρτο πρόσωπο, η τεχνοκριτικός Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν στην έκθεση που διανύει ήδη την δεύτερη εβδομάδα λειτουργίας της, με τον τίτλο «Σε τροχιές παράλληλες¨. Πώς ήταν όμως οι τρεις φίλοι στην αφετηρία και πριν την εκτόξευση; Τους είδαμε τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την εποχή της ουσιαστικής συνάντησής του στην αίθουσα τέχνης ¨Μέδουσα», τις τελευταίες ώρες της προετοιμασίας των εγκαινίων της έκθεσης.
Ο Τάκης «κοσμικός» στυλάτος και απολογητικός συνάμα, να συζητά για τα συναρπαστικά, καλλιτεχνικά του σχέδια. Ο Μίνως να πηγαινοέρχεται κάνοντας τις συστάσεις αλλά φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην απομακρυνθεί πολύ από το δίσκο με τα ποτά. Κι ο Ραϋμόνδος, να αναζητά ευκαιρία να ξεφύγει, γιατί τα χέρια του τον καλούσαν εκεί που κάποιο καλώδιο ήθελε τράβηγμα, κάποιο έργο του Τάκη χρειαζόταν να μετακινηθεί για να επέμβει ο ηλεκτρολόγος. Σκόπιμα ζητήσαμε α’ τον καθένα χωριστά, να μας πει τη γνώμη του για τη σχέση της φιλίας στην τέχνη. «Η φιλία δεν έχει καμιά σημασία» απαντά ο Τάκης. «Σημασία έχει όταν οι σχέσεις βασίζονται στα ίδια πιστεύω. Με τον Μίνω και τον Ραϋμόνδο, η τύχη τάφερε νάχουμε τα ίδια πιστεύω κι αυτή η τύχη αποκαλύπτεται τριάντα πέντε χρόνια μετά, όταν τα πιστεύω είναι πια σταθερά δοκιμασμένα».
«Μας ένωσε η ανάγκη» είναι η άποψη του Μίνου Αργυράκη πάνω στο ίδιο ερώτημα. Εγώ ήμουνα κατατρεγμένος, καταπιεσμένος, είχα πέσει σ’ απογοήτευση, όταν γνώρισα τον Τάκη. Αφορμή στάθηκε ένα σχέδιο που τούδειξα και μου το είχε απορρίψει τότε ο Μελάς που έβγαζε την Εστία.
«Ήταν ένα μουστακαλής εργατικός τύπος λίγο άγριος» δανειζόμαστε την περιγραφή του Τάκη εδώ «που μοιάζει με τον Ραϋμόνδο όπως είναι τώρα. Επειδή είπα του Αργυράκη ότι το σχέδιο είναι καταπληκτικό και ότι μου θυμίζει τον λαό, τους εργάτες, αυτός ενθουσιάστηκε και κάναμε φιλία. «Πρώτα η φιλία» είναι η άποψη του Ραϋμόνδου. Στο επάγγελμα, αυτό σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε την τέχνη μαζί, ότι ο ένας βοηθάει τον άλλο. Φιλία και τέχνη πάνε μαζί, είναι δίδυμες. Ο ένας χαίρεται με τον άλλο, που κάνει ένα ωραίο πράγμα. Δεν υπήρχαν αντιζηλίες, δεν υπήρχε εγωισμός.
«Με τον Ραϋμόνδο, είχαμε μια παιδική φιλία» συνεχίζει ο Τάκης. Όταν ο Μίνως μου είπε ότι τον έχουν πετάξει έξω, έλα του είπα, έχω ένα υπόγειο να εργαστούμε μαζί. Τυπικά χωρίσαμε τους χώρους. Το υπόγειο βρισκόταν είκοσι σκαλιά κάτω από τη γη. «Ο Αργυράκης είχε απορριφθεί στην ΑΣΚΤ εγώ δεν πίστευα στις σχολές, ο Ραϋμόνδος ήταν χτίστης και μπετατζής. (μιλάει ο Τάκης).
Το αποτέλεσμα ήταν ότι και οι τρεις μας πιστεύαμε στα ίδια πράγματα. Ο Ραϋμόνδος βλέπει τα ουράνια σώματα σαν να ενεργούν μ’ ένα τρόπο Ομηρικό, Ησιόδειο. Τα σώματα γεννιούνται και πεθαίνουν ζωντανά. Τα βλέπει σαν ανθρώπινα όντα. Ο Αργυράκης μπαίνει με την Ιωνία. Από μια μεριά είναι πιο ελαφρύς αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο έχει το σαράκι του Αριστοφάνη. Εγώ πάλι είχα μια φανατική στάση. Πίστευα ότι υπάρχουν άγραφοι νόμοι και κάπου πρέπει να τους σεβόμαστε. Αυτούς του νόμους τους έμαθα στη φυλακή».
Ποιοi είναι αυτοί οι νόμοι;
«Ότι δεν παίζουμε με τη ζωή. Ότι πρέπει να την ελευθερώσουμε. Υπήρχε όμως μέσα μου και μια αυστηρότητα. Σκότωσαν τον προπάππο μου γιατί δεν μοίρασε τα λάφυρα στην απελευθέρωση της Τρίπολης. Αισθανόμουν επαναστάτης. Δεν καταδέχομαι να υποκύψω».
Κι ο Ραϋμόνδος: «Έφτιαχνα πάντα τη δικιά μου ιδέα: Αγγέλους και σώματα με την πίστη ότι ο άνθρωπος πρέπει να φεύγει προς τα πάνω. Βλέπαμε ότι άρχιζε μια άλλη εποχή, ότι πρέπει ν’ αλλάξει η μιζέρια, το σύστημα.Ο κόσμος προχωρούσε. Η σκέψη μου ήταν προς το διάστημα».
Γιατί προτιμήσατε τους αγγέλους;
«Επειδή ο άγγελος έχει τα φτερά και μπορεί να πετάξει όπως η ποίηση, όπως ένα αεροπλάνο.
Όταν έφυγε ο Τάκης για το Παρίσι, συνεχίζει ο Ραϋμόνδος, έπρεπε να αδειάσει το εργαστήρι. Άρπαξα και εγώ ένα φορτηγό, πήγα στα λατομεία, σ’ ένα δάσος κοντά στον Κοκιναρά. Εκεί άδειασα τα μεγάλα έργα μέσα στο δάσος, Μετά στην κορφή έθαψα τα άλλα. Τα αφιέρωσα εκεί. Τώρα είναι στρατιωτική περιοχή. Ας μένουν στην αιωνιότητα.
Τα ερωτικά συμπλέγματα κύριε Αργυράκη που παρουσιάζονται εδώ, πώς έγιναν;
«Το 1969, στο Καρμπονέρας, στην Ισπανία, υπό την επίδραση του Τάκη, Ήθελα να εκφράσω κάτι ουσιαστικό. Τώρα δεν τα συνεχίζω. Ήταν σαν ένα ηφαιστειακό ξέσπασμα μιας εποχής». Εκφράζουν τη διάθεση να ξεφύγει ο άνθρωπος από κάθε τι το γήινο. Υπάρχει και κάποια αγωνία για τους πυρηνικούς πολέμους, όπως και η έντονη διάθεση να πάμε σ’ άλλους πλανήτες. Επειδή είμαι ρομαντικός, μπαίνοντας σ’ ένα άλλο κόσμο, σε μια άλλη χώρα βλέποντας ότι δεν μ’ έλεγχε κανείς, μπόρεσα να εκφραστώ έτσι».
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
20 Φεβρουαρίου 1986
Σοφία Καζάζη
Σε ομαδική έκθεση στην Αθήνα
Τάκης, Ραυμόνδος, Μίνως Αργυράκης
Προσκλητήριο σε διαπλανητικό ταξίδι από ένα γλυπτικό και ζωγραφικό περιβάλλον.
Ένα γλυπτικό και ζωγραφικό περιβάλλον με μουσική δράση πάλλει στην καρδιά της Αθήνας. Αυτή τη στιγμή και θα συνεχιστεί ως το τέλος του Φλεβάρη. Συμβαίνει στην γκαλερί «Μέδουσα» που έχει μετατραπεί – με την αρχιτεκτονική διευθέτηση του εσωτερικού της χώρου – σ’ ένα πραγματικό ιερό της τέχνης.
Τρεις πολύ γνωστοί καλλιτέχνες συμμετέχουν και συμπράττουν σ’ ένα απροσδόκητο εικαστικό γεγονός. Πρόκειται για τους γλύπτες Τάκη και Ραυμόνδο και το ζωγράφο Μίνω Αργυράκη. Αν και ο καθένας προέρχεται από διαφορετική τροχιά, ωστόσο εδώ σμίγουν ευφάνταστα και ομαλά. Ενώ τα κόκκινα σινιάλα του Τάκη, ανοιγοκλείνοντας το μάτι, καταφάσκουν συνωμοτικά.
Το σημείωμα αυτό θέλει να διατηρήσει την πρώτη ζωηρή έκπληξη, στην ήσυχη εκείνη ώρα του πρωινού, καθώς τα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’ ένα μισοσκότεινο «σπήλαιο» που καθήλωνε το βλέμμα προς το βάθος, όχι για να παρακολουθήσει τις σκιές των ειδώλων του Πλάτωνα, αλλά τα φωτεινά σήματα του Τάκη στο αέναο παιχνίδι τους.
Στη παγίδα του μισοσκόταδου ο χρόνος υποχωρεί, καταλύεται για να εισβάλει η εσωτερική εκείνη ροή, που αποκαθιστά την επαφή με τη γνήσια τέχνη. Έτσι θα αποκαλυφθεί σιγά – σιγά και η σημασία του υπόλοιπου περιβάλλοντος χώρου με τα σημαινόμενά του. Οι κρεμασμένοι λ.χ. ξυλόγλυπτοι άγγελοι του Ραυμόνδου μας πηγαίνουν κατευθείαν σε κείνους τους τυφλούς χαμηλούς τόπους της πρωτοχριστιανικής λατρείας, όπου η φλόγα της νέας ανατρεπτικής πίστης περνούσε με πάθος και ευλάβεια στην πέτρα και στο σκαλισμένο ξύλο. Αν και οι πρωτόγονοι άγγελοι του Ραυμόνδου δεν δηλώνουν παρωχημένη ιδεολογία, ωστόσο υποβάλλουν με την αρχαϊκή τους φόρμα μια διαρκή ελπίδα για συλλογικό λυτρωτικό πέταγμα. Ακόμη και εκείνοι, οι πυκνοσχεδιασμένοι άγγελοι – πάνω στις κολλημένες στον τοίχο εφημερίδες – εντείνουν και αντιπαραθέτουν με έμαση τη διαχρονική, θεματική επιβίωσή τους, στην εφήμερη αισθησιακή σύμπραξη των ερωτικών συμπλεγμάτων του Αργυράκη.
Μετά θα ΄ ρθει το φως με την ενέργειά του μέσα σε άλλη αίθουσα. Ολόγυρα οι λιτές γλυπτικές συνθέσεις του Τάκη: τα εκκρεμή με τις μαγνητικές βελόνες να πάλλουν και να δονούν την ατμόσφαιρα, εκκλήσεις που μεταγγίζουν δέος από άλλο πλανήτη. Ενώ η πυκνή στοίχιση των πυξίδων με τις κινούμενες ακίδες και τα αλληλοδιάδοχα φωτεινά σήματα, συμβάλλουν και προτρέπουν με τα μηνύματά τους προς τα διαπλανητικό ταξίδι. Σ΄ ένα ταξίδι, όπου εσύ η ανθρώπινη μονάδα, έχεις χάσει τη γήινη υπόστασή σου, καθώς σε παρασύρει το έργο του Τάκη, μέσα στη διαλεκτική του συμπαντικού χώρου. Η απογείωση αυτή σε φορτίζει με την πολύτιμη αίσθηση, ότι γίνεσαι το μόριο που πάει να συναντηθεί και ενωθεί με το «εν ενεργεία» όλο. Ο χαμένος παράδεισος ξανακερδίζεται, η εξωγήινη επικοινωνία με την ηδονική της απόλαυση αποκαθιστάται, για πόσο όμως χρόνο; Για τόσο όσο το ζωογόνο πνεύμα, που σ’ έχει μεταγγίσει, ο μεγάλος γλύπτης, συνεχίζει να σε εξουσιάζει. Ενώ οι άγγελοι του Ραυμόνδου, κάτω στο πάτωμα, προσπαθούν με πείσμα ν’ απαλλαγούν από το βάρος της ύλης τους, για ν’ αποκτήσουν φτερά και να πετάξουν,.
«Έτσι συνδέθηκε η ζωή μας μέχρι σήμερα» (και ο κύκλος κλείνει με τον Τάκη. Δεν υπάρχει ανώτερος ή κατώτερος. Τότε σκουπίζαμε το δωμάτιο ο καθένας με τη σειρά. Ο Αργυράκης έδινε τη χαρά και το χιούμορ που έλειπε από το δικό μου κλίμα. Βέβαια, καταλαβαίνετε ότι ο τόπος δεν σήκωνε, το πνεύμα, τον σαρκασμό, το χιούμορ. Διωχθήκαμε βίαια.
Αργότερα, σκεφθήκαμε να συναντηθούμε. Πρώτα στο Λονδίνο με τον Μίνω, συνεχίσαμε τις ιδέες μας. Έπειτα ήρθε στο Παρίσι ο Ραϋμόνδος. Συνεχίσαμε να πολεμάμε. Εγώ προσπαθώντας να κάνω τον πρώτο άνθρωπο στο διάστημα, ο Ραϋμόνδος με τους αγγέλους – αχθοφόρους τους.
Δεν είναι άστοχο, σκεφτόμουνα, μετά κάποια δοκιμασία, όπως η Ελ Ντάμπα να βάζεις τα πράγματα ανοιχτά. Η ομορφιά της ζωής πρέπει να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει να νικήσει τις συνθήκες ου δημιούργησε ο ίδιος, πρέπει να ξεπεράσει το σημείο της καταπίεσης. Αντί να βάζει ατομικές βόμβες, αντί να θάβει το χρήμα στη γη, πρέπει να δώσει μια ποίηση και μια χαρά στον άνθρωπο. Αυτό το ένα πράγμα, έσωσε τη φιλία μας όλα αυτά τα χρόνια.
Σε τροχιές παράλληλες
Οπωσδήποτε τούτη η έκθεση κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Δεν πρόκειται για μια «σκηνοθετημένη» - εκ των ενόντων – ομαδική παρουσίαση τριών καλλιτεχνών. Κοντολογής, για μια εκδήλωση στημένη έτσι ώστε να εξυπηρετήσει μέσ’ από τα ονόματα που αντιπροσωπεύονται εδώ, μια σκοπιμότητα. Πρόκειται αποκλειστικά για μιαν έκθεση – ντοκουμέντο μιας ιδιόμορφης και γι’ αυτό σπάνιας εξαιτίας της πολύχρονης και ενεργού φιλίας που αποκαλύπτει σύμπραξης – συνωμοσίας, θα λέγαμε, ανάμεσα σε τρείς καλλιτέχνες. Το έργο τους μόνο σε μιαν επιπόλαιη θεώρηση δείχνει ότι δεν έχουν τίποτα το κοινό. Όμως, το κοινό στοιχείο ανάμεσα στον Αργυράκη, τον Ραϋμόνδο και τον Τάκη υπάρχει, και μάλιστα βαθειά ριζωμένο.
Εκφράζεται απλώς με έναν τρόπο διαφορετικό ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Αυτή, ακριβώς, η διαφορά αντί να απομακρύνει τη μια προσωπικότητα από την άλλη αποτελεί, απεναντίας, μιαν εγγύηση για την ουσιαστική διασύνδεσή τους. Μια διασύνδεση εμπεδωμένη πολυεδρικά χάρη στα αλληλοσυμπληρούμενα πρίσματα – δηλαδή, τα έργα – που υλοποιούνται από τον καθέναν από τους τρείς καλλιτέχνες. Κατ’ εξοχήν ακλόνητος συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους είναι μια φιλία «δοκιμασμένη» που διατηρείται αψεγάδιαστη κι αμόλευτη εδώ και κάπου 34 χρόνια. Μια φιλία χάρη στην οποία πάντοτε ο ένας συμπαραστέκεται ηλικά, πνευματικά, υλικά στον άλλον στις δύσκολες στιγμές, ακόμη κι όταν γεωγραφικά δεν βρίσκονται μαζί.
Αυτήν την φιλία ερχόμαστε να γνωρίσουμε ή τουλάχιστον να υποψιαστούμε μεσ’ από αυτήν την έκθεση που δεν αποτελεί μια επίδειξη δύναμης, μια σφυγμομέτρηση της αξίας του ενός σε σύγκριση με τον άλλον, αλλά απλώς και μόνον ένα χαιρετισμό σε κάτι όντως σπάνιο στις μέρες μας και μάλιστα στους καλλιτεχνικούς κύκλους ή καλύτερα «κυκλώματα». Είναι μια φιλία που γονιμοποιήθηκε, κάρπισε και διατηρήθηκε ακλόνητη πάνω σε μια κοινή και από τους τρείς αντίληψη, θέση και αίσθηση της ζωής. Μιαν αίσθηση ανδρωμένη μεσ’ από τις δυσκολίες και κατακτημένη μεσ’ από το ξεπέρασμά τους και μια διαρκώς ανανεωμένη στο διάβα και τρων τριών πνοή. Τρείς ξεχωριστές τροχιές με παράλληλη, όμως φορά. Τρεις μοίρες ανεξάρτητες, αλλά ανάλογες. Τρείς ζωές διαφορετικές σε ρυθμό και σε γεγονότα που, όμως, τεκμηριώνουν έναν κάποιο απόκρυφο μυστικό κώδικα συνεννόησης και συνεύρεσης. Έναν κώδικα που καθώς δεν είναι συνθεμένος με προκατασκευασμένες επιταγές εκφράζει αυτόν τον ίδιον τον παλμό της ζωής. Τη γεύση της ζωής με ότι αυτή περιέχει σε : ανθρωπιά, κατανόηση, ανοχή, καρτερία, συμπαράσταση, κατάθλιψη, κόπωση, υπερένταση ή αντίθετα ευφορία και σθένος. Δέκτες και πομποί αυτού του κώδικα αποκλειστικά οι τρείς καλλιτέχνες που ζουν καθημερινά, εξακολουθώντας να τροφοδοτούν τη φιλία τους μέσ’ από αυτόν.
Ανδρωμένοι στα σκοτεινά, πολυβασανισμένα χρόνια της Κατοχής με όλων των ειδών τις στερήσεις, τους κινδύνους και τους αποπροσανατολισμούς, καταδιωγμένοι από ένα σωρό παράγοντες και περιστάσεις – αρχίζοντας από τις αντιθετικές παρατάξεις στις «νεολαίες» -, σφυροκοπημένοι ανάμεσά τους προτού πάνε στο στρατό (Ραϋμόνδος, Τάκης) και στο αντάρτικό (Αργυράκης), φορτισμένοι με οικογενειακά και προσωπικά προβλήματα, πολιορκημένοι από την οικονομική ανέχεια, αλλά με οξύτατο μέσα τους το αίσθημα της επιβίωσης και διψασμένοι για δράση-δημιουργία, κατόρθωσαν επειδή διέθεταν και οι τρεις τους ένα έρμα κι ένα γνήσιο καλλιτεχνικό κύτταρο να: σημάνουν ή μάλλον να διαπράξουν την επανάστασή τους και, το κυριότερο, να παραμείνουν στο ύψος της σε όλη την τροχιά της σταδιοδρομίας τους δίχως να λιγοψυχήσουν, δίχως να φανούν απέναντί της υποτονικοί.
Εναντιώθηκαν αρχικά, προκαλώντας είτε με κατά μέτωπο επιθέσεις είτε με το να κατασκοπεύουν – ώστε να το πολεμήσουν πιο αποτελεσματικά – στο κατεστημένο της Αθηναϊκής κοινωνίας. Ένα εξαιρετικά ασφυκτικό, ανιαρό κατεστημένο όπου όλα «βαίνουν καλώς» κάτω από μιαν ομίχλη υποκρισίας και συμφερόντων. Το κατεστημένο των καλλιτεχνών που κι αυτοί με τη σειρά τους είχαν μολυνθεί από τα παράγωγα της Αθηναϊκής κοινωνίας. Εκείνο το παντοδύναμο, γενικά, κατεστημένο που σαν τη Λερναία Ύδρα άπλωνε τα πλοκάμια του παντού, κόβοντας τα φτερά σε όποιον ήθελε και μπορούσε να πετάξει, ευνουχίζοντας, δηλαδή, τις αξίες. Ζούσαν τις μέρες εκείνες, τις κατοχικές και τις αμέσως μετακατοχικές, όπως μπορούσαν κι οι τρείς τους δημιουργώντας και παράλληλα, εξασφαλίζοντας τον επιούσιο μέσα από διάφορες δουλειές.
Ο Αργυράκης προσπαθώντας μάταια – ευτυχώς γι’ αυτόν – να αυγατίσει σαν οικονομολογικό μυαλό σε μιαν ασφαλιστική εταιρία, εμπειρία που τον οδήγησε στον εμπρησμό – από μέρους του – ενός συρταριού με έγγραφα και στην χαριστική βολή που ήταν η συνέπειά του. Ο Ραϋμόνδος κάνοντας τον γκαραζιέρη, τον χτίστη, τον μπετατζή. Ο Τάκης δημιουργώντας για διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους και … λιποθυμώντας ολοένα στους δρόμους. Μοιράστηκαν τους ίδιους χώρους για να ζήσουν, π.χ. το υπόγειο στη Νέα Χαλκηδόνα, που το χώρισαν στα τρία για τη χρήση του καθενός. Σε αυτήν, ακριβώς, την κοινή συμβίωση εκδηλώθηκε η διαφορά ανάμεσα στις ιδιοσυγκρασίες τους, αλλά και συνάμα η αλληλοσυμπλήρωσή τους. Η ακαταστασία – ανεμελιά του Αργυράκη με χορευτικά και τραγουδιστικά ξεσπάσματα. Η φαινομενικά απόλυτα ισορροπημένη, συμμαζεμένη φύση του Ραϋμόνδου που ποτέ δεν ζητούσε για τον εαυτό του τίποτα, αντίθετα μάλιστα προσέφερε κάτι συνεχώς στους άλλους δύο νοικοκυρεύοντας το στέκι του, ορμηνεύοντας και εμψυχώνοντάς τους για δουλειά,, ενώ ο ίδιος κάθε τόσο, Κυριακές ή γιορτές, ανέβαινε στο βουνό για να θάψει με επιμέλεια την προσωπική του σοδειά από δουλειά, χαράζοντας σε κάθε του έργο το πολιτικό γεγονός ή άλλο συμβάν της ημέρας.
Η αυστηρότητα της συμπεριφοράς του Τάκη σε ότι είχε σχέση με τη δουλειά του και συνάμα οι αγχώδεις προβληματισμοί του και οι καταστάσεις που τον οδηγούσαν συχνά σε κρίσεις καταστροφής των έργων του. Σε όλο αυτό το διάστημα που μοιραζόντουσαν την παραμονή, τους φίλους και γιατί όχι τις φιλενάδες, ενισχύθηκε και το άλλο κοινό και στους τρείς τους ιδίωμα. Η επιθυμία να ξεφύγουν τον κλοιό και να δημιουργήσουν αλλού, να αναζητήσουν αλλού τον χώρο τους. Ήδη το σπέρμα για κάτι τέτοιο υπήρχε μέσα τους, και μάλιστα και με το παραπάνω.
Το γνήσιο καλλιτεχνικό τους κύτταρο δεν είχε αλλοτριωθεί σε κανέναν από αυτούς τους τρείς αυτοδίδαχτους καλλιτέχνες από μια μαθητεία στην ΑΣΚΤ. Ούτε και είχε υποταγεί στις απαιτήσεις και τις συναλλαγές που εξυπακούει μια υποτροφία, μια επίσημη κρατική αντιπροσώπευση και άλλες ανάλογες δεσμεύσεις. Κι αυτά για να αναφέρουμε μερικά ακόμη κοινά τους σημεία που αποτελούν απρόσβλητες εγγυήσεις για τη ζωντανή διασύνδεση των τριών παράλληλων τροχιών τους. Έφυγαν ή μάλλον ξέφυγαν κι οι τρείς τους. Κι αυτό όχι για να σκορπίσουν και να διαλυθούν αναμεταξύ τους καθώς και στην δημιουργική τους υπόσταση σε χώρους με δοκιμασμένη από αιώνες καλλιτεχνική μαγεία. Έφυγαν για να σωθούν, ειδεμή, παραμένοντας εδώ, θα έπρεπε να ενταχθούν, να προσαρμοσθούν, δηλαδή να χαθούν…
Έφυγαν όχι για να αντιγράψουν τα «ξένα» ή για να μεταφέρουν στην αλλοδαπή τοπικές επιταγές και συνταγές ανεπίδεκτες επικοινωνίας με άλλους χώρους. Αλλά για να εκφράσουν το Ελληνικό πνεύμα στην πιο γνήσια υπόστασή του: εκείνη που είχε κατακτημένη από καταβολής και που εξανεμίστηκε με τον κακώς εννοημένο τοπικισμό.
Αυτό ακριβώς, το προσόν θα τους αναγνωρίσουν αμέσως οι ξένοι κριτικοί. Για τον Αργυράκη έγραψαν ανάμεσα σε άλλα ότι είναι ο μεγαλύτερος – διεθνώς – γελοιογράφος μετά τον Στάινμπεργκ ή ακόμη ότι αντιπροσωπεύει στη Γαλλία το δυναστικό – κυρίαρχο – πνεύμα στο χώρο της γελοιογραφίας. Για τον Ραϋμόνδο ότι είναι ένας σαγηνευτικός δημιουργός και οι άγγελοί του δε μοιάζουν με κανενός άλλου. Για τον Τάκη ότι: Ποτέ γλύπτης από τον Brancusi κι έπειτα δεν εισχώρησε τόσο φανερά στο ουσιώδες… ή ότι είναν ένας από τους μεγαλύτερους πρωτεργάτες του μελλοντικού κόσμου, του κόσμου στον οποίο θα είχε συλληφθεί κάθε μορφή ενέργειας… (Jouffroy). Τέλος, πάλι για τον Τάκη ο Widening έγραψε τότε στης αρχές ότι: Πολλοί σοβαροί εραστές των τεχνών τοποθετούν τον Τάκη ανάμεσα στους πρωτεργάτες τις γλυπτικής του 20ου αιώνα μαζί με τους Gabo, Brancusi, Giacometti, Gonzales. Κι ότι θεωρούν τον Τάκη και μερικούς ακόμη από τους συγχρόνους του - τους Καμάργκο, Μεντάλλα, Chilida κ.α. , σαν καλλιτέχνες που επεξέτειναν τη γλώσσα της σύγχρονης γλυπτικής απελευθερώνοντας τα φόρμα.
Αυτή, ακριβώς, η πρώιμη αναγνώριση και για τους τρείς στην αλλοδαπή αποτελεί το τεκμήριο ότι μπόρεσαν με το έργο τους να επικοινωνήσουν σε διεθνές και όχι σε τοπικό κλίμα: τρανή απόδειξη της γνησιότητας ενός κυττάρου που δεν έχει αλλοτριωθεί από συνταγές. Πρώτος έφυγε ο Τάκης (1954) με την οικονομική ενίσχυση της φιλοτέχνου Αμερικανίδας Καρρές Κρόσμπυ, της οποίας τον Αναγεννησιακό πύργο στην Ιταλία θα διακοσμήσει αργότερα ο Ραϋμόνδος. Ο Τάκης, μετά από την επιτυχία που σημείωσε η πρώτη του έκθεση στο Λονδίνο, φώναξε πρώτα κοντά του τον Αργυράκη που ήδη είχε γίνει γνωστός στην Ελλάδα, αλλά που βρήκε το κατάλληλο λίπασμα για την έμπνευσή του στο εξωτερικό. Κι αυτό μέσ’ από τις παρατηρήσεις που θα κάνει πάνω στην κοινωνία, τους τρόπους ζωής, παρατηρήσεις που θα τις υλοποιήσει εικονογραφικά μεσ’ από την οξυδέρκεια και την οξυμένη του ευαισθησία σε συνεργασίες με διάφορα ξένα και ελληνικά περιοδικά. Τελευταίος θα έρθει ο Ραϋμόνδος (1959) να βρει τον Τάκη στο Παρίσι και να μείνει σχεδόν μαζί του από τότε μέχρι το 1979, βοηθώντας τον και δημιουργώντας ο ίδιος με μια συγκινητική συνέπεια τους αγγέλους του, δίχως ποτέ να τους προδώσει.
Στα ξένα ο ρυθμός της ζωής και των τριών θα αλλάξει. Αλλαγή που δεν σημαίνει εδώ μια αλλοτρίωση, αντίθετα μια ενίσχυση των ήδη εξακριβωμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του καθενός. Ο Μίνως, πολύπλευρο ταλέντο πέρα από το χώρο της σάτιρας – ηθοποιός, συνθέτης – σαν την πεταλούδα και τη μέλισσα που παίρνει με το κεντρί της τη γύρη πετώντας από λουλούδι σε λουλούδι, ανανεώνει την έμπνευσή του, τους στόχους του και τα ερεθίσματά του βιώνοντας τις δημιουργίες του μέσα από τη ζωή και τους έρωτές του, σπαταλώντας και ανασυγκροτώντας τις δυνάμεις του μέσα από αυτούς. Γευόμενος πλέρια τις ηδονές της ζωής και … φυσικά τις κεραμίδες, μέχρις ότου φθάνοντας στο αδιέξοδο των αδιεξόδων…. να τον βγάλει πάντα κάποιος από εκεί. Αυτός ο κάποιος ήταν τις περισσότερες φορές ο Ραϋμόνδος ή ο Τάκης, που τον υποχρέωσε σε άλλα σε μια κούρα ζωγραφικής και αδυνατίσματος στο Καρμπονέρος της Ισπανίας το 1969. Από κάτι τέτοια αδιέξοδα ο Μίνως επανέρχονταν, κάθε φορά δριμύτερος.
Καθώς ήδη φαίνεται, στην «τριάδα» αυτή των καλλιτεχνών ο Μίνως, με τη φαντασία, την ανεμελιά και την «αίσθηση του ξεδόσματος» που διαθέτει περισσή, αντιπροσώπευε τα φρούτα, τους καρπούς του δέντρου. Ο Τάκης, με την παθολογική του αγάπη για δουλειά και την απαιτητική του ιδιοσυγκρασία, τον κορμό. Κι ο Ραϋμόνδος, με το φιλήσυχο χαρακτήρα του και την έφεσή του να υπηρετεί και να προστατεύει τους άλλους δύο, τη γη.
Ακαταπόνητος εργάτης της τέχνης του, ο Τάκης είναι αυστηρός στο έπακρον με τη δουλειά του – αυστηρότητα που εκφράζεται μέσα από τη λιτότητα που χαρακτηρίζει τη δουλειά του από τα πρώτα έργα σε γύψο, σε μπρούντζο, σε σίδερο, τις κινητικές του δημιουργίες, τα σινιάλα, τα λουλούδια, τις μαγνητικές του συνθέσεις με τις οποίες καθιερώθηκε εφευρέτης της μαγνητικής γλυπτικής, τις τηλεμαγνητικές συνθέσεις του. Ο Τάκης για τον οποίο ο Μίνως έγραψε ότι παρέμεινε πάντα πιστός στην επανάστασή του, μεγαλούργησε στο διεθνή χώρο – με αποκορύφωμα τη φετινή εκδήλωση στο Μπομπούρ – δίχως ποτέ να αλλάξει συμπεριφορά απέναντι στους δύο στενούς του φίλους. Έμεινε και μένει πάντοτε ο ίδιος για αυτούς που μοιράζονταν το ίδιο υπόγειο, τη φυγή στην Ευρώπη, τα «happenings» που οργάνωσε μαζί τους εδώ, μέχρι την τωρινή έκθεση ντοκουμέντο της φιλίας τους.
Συνετός πρότυπο εξωτερικής, τουλάχιστον, ηρεμίας ο Ραϋμόνδος είναι αφοσιωμένος στους άλλους δύο και, ιδιαίτερα, στον Τάκη. Ο Ραϋμόνδος για τον οποίο ο Αργυράκης έγραψε ότι ο χαρακτήρας του έχει δύο κύρια συστατικά: το γήινο που αποκαλύπτει την επαφή του με τη γη, το χώμα, και το ρομαντικό που εκφράζει τον έρωτα για το πνεύμα. Αυτό το διπλό στοιχείο έχει υλοποιηθεί και στα έργα του στα οποία εξάντλησε με μια μοναδική επιμονή το θέμα των αγγέλων - αποκλειστικό σε αυτόν θέμα - εμφυσώντας μέσα από την ύλη και το πλάσιμό της την πάλη που κάνουν για να απελευθερωθούν από τα γήινα. Ο Ραϋμόνδος, που δεν πρόβαλλε ποτέ τον εαυτό του, έφερνε την αναγκαία ισορροπία στην τριάδα χάρη στην πρακτική σχέση που είχε με τα πράγματα και το περιβάλλον και τους ένοιωθε - και γι’ αυτό δεν τους παρεξηγούσε - επειδή ο ίδιος διέθετε στο έπακρον καλλιτεχνική ευαισθησία. Αυτή είναι που του εξασφάλιζε τη γνησιότητα της δουλειάς του. Μια γνησιότητα που αντικατοπτρίζει εκείνη του χαρακτήρα του στέρεου σαν το βράχο.
Αυτά γενικά για τη ζωή και τον τρόπο που δημιουργούσαν τα έργα τους και οι τρείς τους. Ένα έργο διαφορετικό , βέβαια- στην κάθε περίπτωση – σε υλικό, σε έκφραση, σε δυναμικό, που, όμως παρά τις διαφορές τεκμηριώνει για όποιον το δει από κοντά την ύπαρξη μιας αλυσιδωτής σχέσης. Κι αυτό όχι μονάχα στην περίπτωση των «happenings» που δημιούργησαν στο Παρίσι το 1960-61 εκεί , δηλαδή όπου φύσει και πράξει συναντήθηκαν οι τροχιές και των τριών σε ότι αφορά τους προβληματισμούς τους γύρω από τα υπέρ γήινα, αλλά και γενικότερα επειδή εκφράζονταν μέσα από τις δημιουργίες τους το βασικό τους αίτημα για την απελευθέρωση από τα δεσμά και τη λύτρωση.
Ας δούμε όμως τα «happenings».O Τάκης το 1960 με τη βοήθεια του Μίνου και του Ραϋμόνδου πέταξε τον πρώτο άνθρωπο στο διάστημα , τον ποιητή Sinclair Beiles, 6 μήνες πριν από τον Γκαγκάριν. Ο Αργυράκης λίγους μήνες μετά- στα εγκαίνια μιας έκθεσής του στη Librairie Anglaise στη Rue de Seine- οργάνωσε την κηδεία του ξαπλωμένος μέσα σε ένα φέρετρο στην προθήκη. Ο Ραϋμόνδος που ανέκαθεν τον απασχολούσαν τα όσα συνέβαιναν στο σύμπαν – ιδίως από τότε που έχασε το μοναδικό έρωτα της ζωής του, τη γυναίκα που έστησε την προτομή της παντού- πλάθοντας τους αγγέλους του σε μια διαρκή ένταση ανάμεσα στα γήινα και στα υπερ -γήινα.
Με αφετηρία το υπόγειο της Νέας Χαλκηδόνας όπου οι τρείς τους πρωτοσυζητούσαν τους προβληματισμούς τους και τις ιδέες τους, ο Τάκης εξαιτίας της εντρύφησης του στα ραντάρ, τους μαγνήτες και τα διάφορα παράγωγα της τεχνολογίας- εντρύφηση που καταξιώθηκε φέτος στο Μπωμπούρ - υλοποίησε πιο άμεσα από τους άλλους δύο τους κοινούς στόχους σχετικά με την απελευθέρωση, τη λύτρωση , την αναρχία, ιδέες που είναι εκφρασμένες με άλλον τρόπο στη ζωή και τα έργα των άλλων δύο. Ο Μίνως π.χ. αντιμετώπιζε την ανέχεια και τις στερήσεις με μια καταδικιά του χάρη και άνεση. Το Ραϋμόνδο τον διέκρινε από παιδί μια εντονότατη περιφρόνηση για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής. Ο Τάκης τέλος, έβρισκε την λύτρωση μεσ’ από τις εξαιρετικές απαιτήσεις που είχε και έχει από τον εαυτό του. Πολύπλευρα και πολυδυναμικά εκφράζεται η λύτρωση και στα έργα του καθενός τους. Στον Τάκη μέσ’ από τους μαγνητικούς παλμούς, τα κύματα και τη μουσική με μιαν υφή από το υπερπέραν. Στον Μίνω μέσα από την οξυδέρκεια με την οποία έβγαλε στη φόρα τα ψεγάδια της κοινωνίας, χλεύασε τα ταμπού της, επεσήμανε τα ελαττώματά της ανελέητα, με μια εξαιρετική ικανότητα σφυγμομέτρησης. Εκείνη χάρη στην οποία ενορχήστρωσε τόσες καταστάσεις στη Οδό των Ονείρων, στο Γύρο του Κόσμου, στην Αυτοεικονογραφία, στην Πολιτεία έπλεε στη Μελανόλευκο, στα Βουκολικά,στα Ερωτικά-Διαστημικά-Επαναστατικά του. Στον Ραϋμόνδο, τέλος μέσα από τους αγγέλους που έπλαθε ακαταπόνητα ακριβώς πάνω στη στιγμή της λύτρωσής τους από τα γήινα, καθώς και μέσ’ από τις χιλιάδες τα σχέδια- σε ρυθμό αναπνοής- πάνω στις εφημερίδες.
Αυτή πάντοτε η δίψα για λύτρωση εκδηλωνόταν και μεσ’ από την ιδιοσυγκρασία του καθενός σα μια μορφή επιθετικότητας. Οξεία και άμεση στον Τάκη ασπίδα για τη μεγάλη του ευαισθησία και το άγχος για την τελειότητα. Επιθετικότητα που στον Μίνω φαινομενικά στρέφεται στους δύο άλλους, ενώ κατά βάσιν έχει στόχο τον εαυτό του ορίζοντάς τον μεσ’ από φάσεις μελαγχολίας- ευφορίας, πανηδονισμού και κατάπτωσης. Επιθετικότητα, τέλος, που στον Ραϋμόνδο καλύπτεται κάτω από μια επιφανειακή ηρεμία και εκδηλώνεται μέσα από ορισμένες αυστηρότατες αρχές ζωής που δεν παραβιάζονται με τίποτα. Λύτρωση τέλος, που ενορχηστρώνει μέσα τους το άγχος από το οποίο υποφέρουν και οι τρείς και ο καθένας το εκδηλώνει με τον τρόπο του. Ο Τάκης βασανίζοντας ψυχολογικά τον εαυτό του σε σημείο που οι άλλοι δύο να σπεύδουν να τον κατευνάζουν. Ο Μίνως «βιάζοντας» τον εαυτό του - όταν είναι σε καλή φάση –να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερα έργα, να προλάβει όλες τις καταστάσεις και τα γεγονότα, να γευτεί τα πάντα ή σχεδόν. Ο Ραϋμόνδος μετουσιώνοντας το άγχος του για επιβίωση σε στοργή και σε συμβουλές στους άλλους δύο. Όμως το άγχος και στους τρείς αντιπροσωπεύει μια δικλείδα ασφαλείας. Αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από αυτό οι ιδιοσυγκρασίες και οι προσωπικότητές τους, για να αποδειχθεί για μιαν ακόμα φορά πόσο απαραίτητος είναι ο ένας για τον άλλον.
Ο Μίνως με τη χαρά της ζωής – όταν είναι στις καλές του – σώζει τον Τάκη όταν αυτός είναι στις κακές του. Όταν πάλι ο Μίνως, έχει χάσει τον ειρμό και έχει ξεπεραστεί από καταστάσεις και γεγονότα, ο Τάκης και ο Ραϋμόνδος είναι που θα τρέξουν να τον σώσουν και να τον επαναφέρουν στην τάξη. Ο Ραϋμόνδος πάλι, συνεφέρνοντας τους άλλους δύο βρίσκει έτσι τη διέξοδο στα δικά του ανομολόγητα προβλήματα με τα οποία δεν τους απασχόλησε ποτέ. Αυτά, ακριβώς, τα ακλόνητα ανάμεσά τους κοινά στοιχεία είναι εκείνα που εμπέδωσαν τη φιλία τους, πολυδοκιμασμένη και μεσ’ από αναρίθμητες αντιξοότητες, σκοπέλους και προσωπικές δυσκολίες. Μια φιλία θεμελιωμένη στην αλληλοβοήθεια, στην κατανόηση, στην ανθρωπιά, στην απουσία κάθε βεντετισμού ανάμεσά τους, κάθε έννοιας ανταγωνισμού: ιδιώματα που σπανίζουν βέβαια , ανάμεσα στους καλλιτέχνες που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελούν το υπέρτατο τεκμήριο της λύτρωσης και των τριών.
Αυτή η λύτρωση είναι εκείνη που μνημονεύεται μεσ’ από την τωρινή έκθεση δικαιώνοντας παράλληλα μιαν ολόκληρη στάση ζωής. Μιας ζωής σφυρηλατημένης μεσ’ από σωρεία προσωπικών προβλημάτων και δυσκολιών, μεσ’ από ένα σωρό αδιέξοδα: τη μόνη «δυνατή» και δικαιωμένη ζωή που οι περισσότεροι από εμάς φοβούνται να ζήσουν ή που καμώνονται ότι ζουν. Υπάρχει η ποίηση της ζωής στο πιο αυθεντικό κύτταρό της, που εκδηλώνεται μέσ’ από τα έργα και των τριών που βλέπουμε εδώ - με διαφορετικό, βέβαια, τρόπο στην περίπτωση του καθενός-, μια ποίηση που εγγυάται και την γνησιότητα του καλλιτέχνη. Πάνω σε αυτήν την ποίηση διαγράφονται και οι τροχιές τους, τροχιές που δίχως να διασταυρώνονται συνεχίζουν με μιαν αφοπλιστική εμμονή να είναι παράλληλες στην φορά τους…
Αθήνα, 1980 Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΕ ΦΙΛΙΚΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ
Τάκης Μίνως Ραϋμόνδος Ντο Κατερίνα Ντόρα
Ντόρα: Με τι πνεύμα σκεφθήκατε αυτήν την έκθεση με έργα και των τριών σας;
Τάκης: Η έκθεση αυτή δεν γίνεται για να δείξουμε από 10 έργα ο καθένας. Να τα στήσουμε το ένα δίπλα στο άλλο. Είμαστε φίλοι και οι τρεις μας εδώ και 34 χρόνια. Εγώ με τον Ραϋμόνδο από ακόμη παλαιότερα. Δεν είναι τυχαίο που μείναμε τόσα χρόνια φίλοι. Μας συνδέουν κοινές αναμνήσεις και βιώματα και πάνω απ’ όλα μια κοινή «στάση» απέναντι στη ζωή. Μια στάση που εκδηλώνεται από τον καθένα μας διαφορετικά, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, ο πυρήνας, ο συνδετικός ανάμεσά μας κρίκος υπάρχει. Συνθέσαμε και οι τρεις μαζί ένα «κοινόβιο», μια κυψέλη ιδεών και αντιδράσεων.
Ντόρα: Πιστεύετε ότι όλα αυτά θα φανούν και θα περάσουν και στο κοινό μέσα από αυτή την έκθεση; Τάκης: Αυτό εξαρτάται από σένα. Εμείς ξέρουμε τι μας συνδέει. Όπως το ξέρουν και όσοι επί χρόνια έχουν ασχοληθεί και με τους τρεις μας. Όσοι έχουν ενδιαφερθεί για την πορεία του καθενός από μας. Αν οι άλλοι δεν το καταλάβουν, τότε βέβαια η συγκεκριμένη προσπάθεια θα έχει αποτύχει, αλλά εμείς υπάρχουμε. Δημιουργήσαμε και δημιουργούμε, ζήσαμε και ζούμε στενά πάντοτε συνδεδεμένοι.. Μίνως: Ναι, μην κοιτάς εμάς… Τάκη. Η Ντόρα που δεν έζησε από τότε μαζί μας και δεν πήρε μέρος στα «κοινά» μας, είναι δύσκολο να αναμεταδώσει και στους άλλους αυτό που υπάρχει ανάμεσά μας.
Τάκης: Είμαστε και οι τρεις μας κυνηγημένοι, αναρχικοί, ανένταχτοι και ακομμάτιστοι. Δεν πιστεύουμε σε κανενός είδους δόγμα. Είμαστε ενάντιοι τόσο στον καπιταλισμό όσο και στον κομμουνισμό. Επαναστατήσαμε και οι τρεις στο κατεστημένο της Αθηναϊκής κοινωνίας ή μάλλον της υποκρισίας. Αρνηθήκαμε επισημότητες και ανάλογες διακρίσεις, την εμπορικότητα της Αθηναϊκής καλλιτεχνικής αγοράς. Δεν βγήκαμε από τα γρανάζι της ΑΣΚΤ. Είμαστε αυτοδίδαχτοι. Χρωστάμε την έμπνευσή μας και τον τρόπο έκφρασής της αποκλειστικά στο κύτταρό μας. Δεν δεχθήκαμε υποτροφίες. Ξεφύγαμε και οι τρεις μας από τα όρια αυτού του τόπου για να δημιουργήσουμε σύμφωνα με ένα παγκόσμιο πνεύμα, το μόνο – από την αρχαιότητα – αυθεντικά Ελληνικό.
Ντόρα: Ούτε και είναι τυχαίο που και οι τρεις σας προβληματισθήκαμε με «κοσμικές» ιδέες, τις σχέσεις του ανθρώπου με το σύμπαν, το θάνατο. Εσύ Τάκη πέταξες τον πρώτο άνθρωπο στο «διάστημα», τον ποιητή Σίνκλαιρ Μπέιλες στην γκαλερί της Ίριδος Κλερ (Παρίσι, Νοέμβρης 1960). Ο Μίνως οργάνωσε το θάνατο και την κηδεία του λίγο μετά στην προθήκη της Librairie Anglaise στη Ρυ ντε Σεν. Ο Ραϋμόνδος είχε μιαν ιδιαίτερη έφεση να ασχολείται θεωρητικά με τα υπερ-γήινα, να πλάθει αγγέλους σε ολάκαιρη τη σταδιοδρομία του, τέλος να θάβει – προτού έρθει να εγκατασταθεί στο Παρίσι – τα έργα του κάθε Κυριακή ή γιορτή, ώστε να τα βρουν μετά από 100 χρόνια.
Ραϋμόνδος: Ναι, τα πήγαινα στο βουνό.
Ντο: Έθαψε και τα έργα του Τάκη, προτού τον φωνάξει ο Τάκης στο Παρίσι. Δεν είχε μείνει σχεδόν κανένα από τα έργα του Τάκη εκείνης της πρώτης εποχής.
Κατερίνα: Στο βουνό τα πήγες;
Ραϋμόνδος: Ναι, τα ανέβασα στο βουνό. Ντόρα: Γιατί τα πήγες εκεί;
Κατερίνα: Καλά, δεν μπορείτε να τα ξεθάψετε τώρα;
Ραϋμόνδος: Ξέρω που είναι σήμερα. Βρίσκονται μέσα από τα συρματοπλέγματα…
Κατερίνα: Σε ποιο βουνό, τέλος πάντων;
Μίνως: Αφήστε τον να μιλήσει…
Ραϋμόνδος: Στην Πεντέλη, κάτω από τα ραντάρ.
Ντόρα: Τάκη τι είπες όταν έμαθες ότι έθαψε τα έργα σου;
Τάκης: Τίποτα.
Μίνως: Μην λες τίποτα…
Τάκης: Τι να πω;
Ραϋμόνδος: Τα πήγα στον κορυφή… όχι… λίγο παρακάτω. Τα κουβάλησα στην πλάτη μου.
Τάκης: Αφού πήρες καμιόνι..
Ραϋμόνδος: Το καμιόνι το άφησα κάτω.
Κατερίνα: Να πάρετε άδεια από το στρατό για να τα ξεθάψετε..
Ντόρα: Ήταν φαίνεται μοιραίο νάχουν τα κατοπινά σου έργα Τάκη μια σχέση με τα ραντάρ..
Τάκης: Τα έθαψε για να τα βρουν μετά από 100 χρόνια.
Ραϋμόνδος: Όχι, έφευγα για το Παρίσι να βρω τον Τάκη. Κατερίνα: Και τι μ’ αυτό; Ραϋμόνδος: Έθαψα όσα από αυτά ήταν μικρά. Τα μεγαλύτερα που δεν μπορούσα να τα κουβαλήσω μέχρι την κορυφή τα άφησα εκτεθειμένα παρακάτω.. στο δάσος ανάμεσα στα δέντρα,,
Κατερίνα: Καλέ, τρελός είναι..
Ραϋμόνδος: Ξαναπήγα από τότε αλλά δεν βρήκα τα άταφα…
Μίνως: Είχε τη μανία να θάβει συστηματικά τα δικά του έργα: κάθε λίγο και λιγάκι. Χάραζε επάνω τους το σημαντικό γεγονός της ημέρας και τάχωνε στο χώμα.
Τάκης: Περασμένα ξεχασμένα…
Ντρννννν ( το τηλέφωνο) Τάκης: Ποιος είναι;
Κατερίνα: O γιος μου και η κόρη μου…
Τάκης: Πριν ήταν η κόρη του Αργυράκη που τον έχασε, τώρα αυτά τα σκασμένα που ποιος ξέρει τι θέλουνε…. δεν αντέχω άλλες διακοπές… εδώ μαζευτήκαμε για να εργαστούμε… να μη δίνετε τα τηλέφωνα στα παιδιά σας.. όταν έρχεστε για δουλειά…
Ντόρα: Πώς ήταν οι σχέσεις σας με τις γυναίκες; Επηρέασαν τη φιλία σας πουθενά;
Μίνως: O Τάκης κάθε μέρα άλλαζε γκόμενα. Εμένα με ζήλευε επειδή εγώ άλλαζα κάθε έξι μήνες.
Ραϋμόνδος: Κάθε φορά που κάναμε έρωτα, τραβούσαμε κι από ένα σταυρό σε ένα χαρτί κολλημένο στον τοίχο του υπογείου που μοιραζόμαστε και οι τρεις στην Νέα Χαλκηδόνα. Υπήρχαν μέρες που χαράζαμε και οι τρεις μας σταυρούς.
Μίνως: Νομίζετε ότι όλα αυτά ενδιαφέρουν τον άλλο κόσμο;
Τάκης: Αυτοί θα χάσουν…
Μίνως: Στο τρελοκομείο που με έκλεισαν, με ερωτεύθηκε μια νυμφομανής. Της άρεσε να κάνει έρωτα στο νεκροταφείο. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην Ελευσίνα οικογενειακώς. Βλέπεις στο Δαφνί ήμασταν, που αλλού να πάμε.. Πηγαίναμε στην Ελευσίνα, που λες, με παπούδες και γιαγιάδες.. Ήθελαν να μας παντρέψουν. Όμως εμένα στο εν των μεταξύ έπαψε να με ενδιαφέρει. Όταν θεραπεύθηκα και γύρισα σπίτι μου, ερχόταν και με κυνηγούσε μέχρι την κουζίνα. Την πήγαν για λοβοτομή… Πάχυνε.. την έχασα.
Τάκης: Γνωριστήκαμε με το Μίνω χάρη στον κροκόδειλο.. Μου έδειχνε σχέδιά του…
Ντόρα : Κροκόδειλο είχατε βγάλει την νυμφομανή…
Ραϋμόνδος: Όχι αυτή ήταν μια άλλη… μια κοπέλα από την Πάτρα… γιατί άραγε τη βγάλαμε κροκόδειλο
. Μίνως: Λάθος κάνεις Τάκη. Είδες για πρώτη φορά σχέδιά μου στου Λουμίδη τη μέρα που ήμουν στενοχωρημένος γιατί μου τα είχε απορρίψει ο Μελάς…
Κατερίνα: Ποιος κροκόδειλος, λοιπόν… τι απέγινε…
Ραϋμόνδος: Ο κροκόδειλος μας συμμάζευε και τους τρεις. Μας φρόντιζε. Σκοτωνότανε για μας. Αλλά εμείς δεν της κάναμε ποτέ τίποτα.. ούτε που την αγγίξαμε ποτέ…
Ντόρα : Ψάξατε ποτέ να την ξαναδείτε από τότε…
Ραϋμόνδος: Όχι… αμαρτία.
Τάκης: Ο Μίνως όποτε ερωτευόταν….. εξαφανιζόταν..
Ραϋμόνδος: Τον χάναμε…
Τάκης: Μας είχε επανειλημμένα προδώσει..
Μίνως: Χίλιες φορές να σας προδώσω μπροστά στον έρωτα… ακόμα και τη μάνα μου θα απαρνιόμουν.
Ραϋμόνδος: Η Πωλέτ πάλευε να τον βάλει στον καλό δρόμο.. ( Ο Μίνως το διαψεύδει).
Τάκης: Την πουτάνα.. τούλεγε μην ξαναπάς με αυτούς τους αλήτες.. είχε φαγωθεί να τον κάνει να ξεκόψει με εμάς. Ήταν όμως ωραία και καλή ποιήτρια. Τον έπεισε να φύγει από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα και να προβιβασθεί στη δεξιά.
Μίνως: Βρε ποια αριστερή και δεξιά μου τσαμπουνάς;
Τάκης: Έκανε ένα επίσημο δείπνο με χαβιάρι και σαμπάνια για τον διευθυντή του OEUIL και εμάς δεν μας κάλεσε..
Μίνως: Δεν τον έκανα εγώ αλλά η Πωλέτ..
Ραϋμόνδος: Εγώ ήμουνα στην Ιταλία.
Τάκης: Εσύ ο Σμυρνιός το’χες στο αίμα σου να περνάς από τον ένα κόσμο στον άλλο,
Μίνως: Εγώ κατασκόπευα.. Δεν συμμετείχα…. απλώς σας αναμετέδιδα τις εντυπώσεις μου… σας μόρφωνα.
Τάκης: Θα φάμε τίποτα τώρα…
Μίνως: Ντο, τι έχεις φτιάξει…
Ντριννν (το τηλέφωνο πάλι) Τάκης: (Στην Ντόρα): Tώρα είναι η σειρά της δικής σου κόρης…
Ντόρα: Είναι πάλι για την Κατερίνα….
Τάκης: Να πάρει ο διάβολος τα τηλέφωνα… θα τα κόψω… θα τα ξεριζώσω, ανάθεμα στις Ελληνικές οικογένειες…
Ντόρα: Είχατε ποτέ τσακωθεί γερά μεταξύ σας;
Τάκης: Ποτέ δεν τσακωθήκαμε για μικροπράγματα.. τον έκλεψα.. με έκλεψε.. σούπα, μούπες… κουτσομπολιά. Γιατί άλλο να τσακωθούμε; Για τις γκόμενες; Για ιδέες; Για αντιλήψεις; Συμφωνούσαμε στα βασικά γι’ αυτό και μείναμε τόσα χρόνια μαζί.
Μίνως: Μπορεί λόγω συνθηκών να μη βλεπόμαστε για δυο χρόνια κι ύστερα μόλις συναντιόμασταν ξανά νάταν σα να μην είχαμε χωρίσει ποτέ..
Τάκης: Γιατί να τσακωθούμε…. δεν υπήρχε λόγος να τσακωθούμε για τα υπερ-γήινα… γι’ αυτά που μας απασχολούσαν… τα κουσκούσια δεν μας ενδιέφεραν…
Μίνως: Ποιος είπε ότι έβριζε;
Τάκης: Δεν είπα ότι έβριζε κανείς.. Όλα αυτά τα ξεπερνάγαμε.
Μίνως: Στο τέλος συμφωνούσαμε..
Ραϋμόνδος: Υπήρχαν και φορές, πολλές φορές που ήμασταν σύμφωνοι από την αρχή.
Ντόρα: Η τρέλα που έχετε και οι τρεις σαν ιδιοσυγκρασίες, συμπληρώνει η μια την άλλη;
Tάκης: Πάντως δεν είμαστε περισσότερο τρελοί από σένα… Εσύ είσαι και μαζοχίστρια από πάνω…
Ντόρα: Οπωσδήποτε, για να προσπαθώ τόσην ώρα να βγάλω μιαν άκρη…
Τάκης: Καλό σου κάνει να βασανίζεσαι …Σου αρέσει …Πρέπει να πάρεις από τον καθένα μας τη συγκίνηση που σου πρέπει και έτσι μόνο θα αρχίσεις να μας καταλαβαίνεις…
Ντόρα :Είπες Τάκη πριν από λίγο ότι και οι τρείς σας είσαστε ενάντιοι στις διακρίσεις και στις τιμές. Τότε πως εξηγείς το Μπωμπούρ όπου έδρασες εφέτος;
Mίνως :Ναι, ας πούμε, θα βρεί η Ντόρα ένα κοινό σημείο ανάμεσα στο δικό μου Παγκράτι και το δικό σου Μπωμπούρ…
Τάκης: Είπαμε πριν ότι και οι τρείς μας ξεφύγαμε από τα ελληνικά σύνορα για να ανταποκριθούμε με τις δημιουργίες μας στο παγκόσμιο πνεύμα και να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο μέσα από αυτό. Το Μπωμπούρ δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της διεθνοποίησης μου, το αναμενόμενο αποκορύφωμα. Εγώ πήγα εκεί επειδή και από τεχνικής πλευράς η δουλειά μου προσφέρονταν για κάτι τέτοιο, ενώ Μίνω εσένα τεχνικά (δεν εννοώ καλλιτεχνικά) δεν προσφέρονταν… Ήταν τέτοια η φύση της δουλειάς μου που μπόρεσα…
Μίνως :Κι όμως θάναι λίγο δύσκολο να βρεθούν αναλογίες ανάμεσα στην πλατεία Πλαστήρα και στο Κέντρο Πομπιντού.
Τάκης: Μα τέλος πάντων …πρέπει να απολογηθώ που έδειξα τη δουλειά μου στο Μπωμπούρ….
Μίνως : όχι καθόλου…
Ντόρα :Όταν όμως λες πώς είσαι αναρχικός….
Τάκης :Χρυσό μου, είμαι αναρχικός γιατί ακόμη και στο Μπωμπούρ βρέθηκε στα δικά μου εγκαίνια να δημιουργηθεί πανικός με τη βόμβα και να τρομάξουν οι κυρίες με τις γούνες και τα Σαιν Λωράν…
Ντο: Το τραπέζι που έσπασε στο σπίτι του Ιόλα…
Κατερίνα :Ποιο τραπέζι…
Τάκης :Το τραπέζι σε ένα επίσημο δείπνο, στολισμένο με τα καλλίτερα σερβίτσια… κόπηκε ξαφνικά στα δύο και έπεσε στο γόνατο κάποιου καλεσμένου. Παραλίγο να του το διαμελίσει…
Κατερίνα :Βόμβες… Τραπέζια που σπάνε… πως και συμβαίνουν όλα αυτά…
Ραυμόνδος :Και νάταν αυτά μόνο… Είναι μάγος ο Τάκης…
Τάκης :Δεν είσαστε οι μόνοι που έχετε παιδιά. Όλος ο κόσμος έχει παιδιά. Κι εγώ ακόμη παιδιά έχω…(σηκώνεται από τη θέση του με σαματά, κόβει τα καλώδια του τηλεφώνου και πετάει χάμω τη συσκευή).
Ντό :Τάκη σε παρακαλώ, συγκρατήσου….
Ραυμόνδος :Τάκη το παρατραβάς…
Κατερίνα: Έχει δίκιο ο Τάκης.
Μίνως :Μα τι συμβαίνει…
Τάκης :Τόσην ώρα που βρίσκεσαι… Αυτό που συμβαίνει είναι πως όλοι τους μεταφέρανε το σπίτι τους στο σπίτι μου…
Μίνως :Εγώ έτρωγα κάτι απίθανα μακαρόνια…
Τάκης :Δεν σέβονται το σπίτι του άλλου…
Μίνως :Τάκη τόχεις παραξηλώσει… Δεν μπορείς να βρίζεις όλο τον κόσμο. Τελευταία έχεις γίνει αγνώριστος…
Τάκης: Βρίζω όταν έχω δίκιο… Εγώ όταν πάω στο σπίτι αλλουνού δεν κουβαλάω κα τα προβλήματά μου μαζί… Τα αφήνω στο σπίτι μου… Μαζευτήκαμε να μιλήσουμε για δουλειά… για την έκθεση, και συνέχεια μας τηλεφωνούν για να μας πουν ότι ολοένα και κάτι συμβαίνει…
Μίνως :Εγώ πάντως σκέπτομαι πιο πολύ απ’ όλους μας τη Ντόρα… πώς δεν τη βοηθάμε καθόλου για να περάσει την ιστορία μας στο κοινό δίχως να του προκαλέσει πλήξη… δεν τη βοηθάμε να μηνύσει κάτι και στους άλλους μέσα από όλα αυτά…
Τάκης :Κατάλαβε ότι ήταν να καταλάβει. Αν δεν κατάλαβε μέχρι τώρα, το λάθος είναι δικό της… Της δώσαμε να καταλάβει πως χτυπήσαμε το τοπικό ιδίωμα, πως ξεφύγαμε τα τοπικά μαγειρέματα, πως προκαλέσαμε, πως αγαπήσαμε, πως ζήσαμε ελεύθερα…. Με όλες τις δυσκολίες που αυτό προϋποθέτει, την τρέλα μας.
Συζήτηση γραμμένη από την Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν