Τα Νέα, 22/11/2000, σ. 30
Άυλος χειρουργία
Του Χάρη Καμπουρίδη
Επιδεικτική χρήση παλιών τεχνικών, καφέ χρωματική ατμόσφαιρα, θεματολόγιο που θρηνεί για τον χαμένο μικροαστικό κόσμο και υμνεί τη μελαγχολική ματιά. Φιγούρες ανθρώπων και πραγμάτων καλοσχεδιάζονται και συμπληρώνονται από σκόπιμα σταξίματα ελεύθερου χρώματος ή αραιώματα που δήθεν αναιρούν την καλοϋπολογισμένη μορφοπλασία. Προβληματισμοί δεν τίθενται, διαδικασία αναζήτησης λύσεων δεν καταγράφεται, η μοίρα της τέχνης ή του κόσμου αγνοούνται. Από την έκθεση ωστόσο του Γιώργου Ρόρρη (γεν. 1963) περιμέναμε μια δυναμική απάντηση σ΄αυτό το τέλμα της ζωγραφικής ομάδας όπου ανήκει και όχι μόνο μια λαμπρή ζωγραφική μηχανή, χωρίς ανησυχίες για δικό της δρόμο, δίχως νέα άποψη. Ισως ζητάμε πολλά απ΄ αυτόν τον ταλαντούχο νέο ζωγράφο, όμως η εκ γενετής ρυτιδωμένη ζωγραφική μας ελαιογραφία χρειάζεται επειγόντως ανακαίνιση.
Αυτά γράφαμε για τον ζωγράφο πριν πολλά χρόνια, σε μια εποχή που η πάλη μεταξύ <ζωγραφικής με μουσαμά και πινέλα> και <ζωγραφικής από αυτούσια υλικά> βρισκόταν στην ακμή της. Τότε, η δεύτερη ομάδα φαινόταν πιο σύγχρονη και καρποφόρα, ενώ η πρώτη ως συντηρητική και άσχετη με τις εξελίξεις. Εκτοτε, πολλά άλλαξαν, και στην τέχνη και στο βλέμμα μας. Ο ρεαλισμός των αυτούσιων υλικών έχασε την αίγλη του, γιατί καταλάβαμε ότι τα υλικά αντικείμενα είναι κι αυτά προϊόν μιας προγραμματισμένης παραγωγής, άρα διανοητικού σχεδιασμού, και συνεπώς εξίσου <ένοχα> για την απατηλή αναπαραστατικότητα. Ταυτόχρονα, η δυσδιάστατη ζωγραφική βρήκε σύμμαχο την οθόνη των υπολογιστών, που καθαγιάζει την επιφάνεια δύο διαστάσεων ως πεδίο καταγραφής των πάντων.
Η νέα έκθεση λοιπόν του Ρόρρη στη <Μέδουσα> έρχεται σε μια εποχή που οι ζωγράφοι των παραδοσιακών μέσων κέρδισαν το συλλεκτικό κοινό και την αγορά, διατηρούν την απόλυτη υποστήριξη και προώθηση εκ μέρους της κ. Μ. Λαμπράκη – Πλάκα, αλλά όχι και την κατάφαση των άλλων τεχνοκριτικών, με εξαίρεση το δικό μας ερμηνευτικό ενδιαφέρον. Ο ζωγράφος αυτός μαζί με λίγους άλλους (Χρ. Μποκόπουλος, Ε. Σακαγιάν, Ειρ. Ηλιοπούλου, Τ. Μισούρας κ.ά.) καλείται να δώσει το ευρύτερο κύρος που χρειάζεται αυτό το <κίνημα> για να θεωρηθεί ως επικρατούσα ελληνική τέχνη της νέας γενιάς των καθιερωμένων, και όχι απλώς μια <ομάδα κρούσης της ΑΣΚΤ>. Το κατορθώνει άραγε;
Ας το πούμε προκαταβολικά: Είναι μια σπουδαία έκθεση, ανεβάζει τον πήχυ των επιδόσεων πολύ ψηλά, θα τη θυμόμαστε για καιρό. Οχι βέβαια επειδή παρουσιάζει πορτρέτα ανθρώπων μέσα στο εργαστήρι του καλλιτέχνη και συνεπώς, κατά την κ. Λαμπράκη, είναι <ανθρωποκεντρική> – μα δεν είναι το ίδιο κάθε ανθρώπινο δημιούργημα; – ούτε προπαντός επειδή <ο Ρόρρης επιλέγει και παγιδεύει τα θύματά του στον κλειστό, οικείο χώρο του εργαστηρίου> και τα χρησιμοποιεί ως αφορμή για επίδειξη των ζωγραφικών τεχνικών. Το μεγαλείο αυτών των πινάκων είναι στο ότι για πρώτη φορά τα θέματα και οι λεπτεπίλεπτες εικαστικές πιρουέτες καθαιρούν τον ίδιο τον εαυτό τους, χάνουν την υλικότητά τους, μετατρέπονται σε πολύχρωμη ενέργεια.
Το βλέμμα μας ξεχνά ότι βλέπει πίνακες φτιαγμένους από ανθρώπινο χέρι, καταργεί τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του χώρου και των περιγραμμάτων, γίνεται διαβιβαστικό εργαλείο για εσωτερικότερες διαδικασίες, οι οποίες μας οδηγούν σε θέαση με τα μάτια της ψυχής, σαν οι πίνακες να είναι φιλοτεχνημένοι <αύλω χειρουργία>, όπως οι αγιογραφίες.
Ο Ρόρρης έχει βαθύ πνευματικό περιεχόμενο, μου θυμίζει τον Νικ. Γύζη στα τελευταία χρόνια του. Βλέπει πλατωνικά, την ιδέα, πριν την κάνει δυσδιάστατη πραγματικότητα, φόρμες αντικειμένων ή ανθρώπων. Εγκόσμια τα θέματά του, αλλά πρώτα ερευνά την αρχική θεϊκή πνοή και κατόπιν τα απεικονίζει. Είναι μια ιδεαλιστική ζωγραφική υψηλών μέτρων, πέρα από τα συνήθη όρια ποιότητας. Δεν προσφέρεται τόσο για κριτική, όσο για κατάνυξη ή επιφωνήματα θαυμασμού.
Καθημερινή, 22/11/2000, σ. 14
Ρόρρης ο αισθαντικός
του ΝΙΚΟΥ Γ. ΞΥΔΑΚΗ
Επτά χρόνια είχε να εμφανιστεί στην Αθήνα με ατομική έκθεση ο Γιώργος Ρόρρης. Χρόνος εξωφρενικά μακρύς για τα σημερινά ήθη της υπερέκθεσης και της υπερπαραγωγής. Ομως ο Ρόρρης είναι ζωγράφος και η ζωγραφική συνήθως είναι αργή υπόθεση. Ούτε παράγεται, ούτε αφομοιώνεται στα γρήγορα. Αυτή η επιβράδυνση, στην περίπτωση του 37χρονου Ρόρρη, του τόσο δημοφιλούς, δεν είναι μόνο σκανδαλώδης εμπορικά, αλλά κυρίως δείχνει ότι ο Ρόρρης κάτι αναζητούσε. Νομίζω ότι το βρήκε. Οχι βεβαίως τη Λύση, όσο το κουράγιο να συνεχίσει την αναζήτηση. Εξηγούμαι:
Ο Ρόρρης ξεκίνησε σαν παιδί – θαύμα. Ζωγράφος προσφιλής στους ζωγράφους, απαράμιλλος τονίστας, αισθαντικός εικονοπλάστης, με ποιότητες ρεαλιστή και μεταϊμπρεσιονιστή. Σταδιακά εγκατέλειψε την ανθρώπινη μορφή και δοκίμασε τις δυνάμεις του στην τοπιογραφία, σε μια ακαδημαϊκή προσέγγιση του φωτός και της λεπτομέρειας, πρώτα σε αγροτικά θέματα, κατόπιν σε αστικά. Η αισθαντική, ενστικτώδης φύση του όμως δεν νομίζω ότι άνθησε σε αυτή τη θεματική περιοχή και σ’ αυτή την προσέγγιση. Τώρα, επιστρέφει στην ανθρώπινη μορφή.
Αδρός ρεαλιστής
Με την επιστροφή πηγαίνει και σε άλλο τρόπο: γίνεται αδρός ρεαλιστής, δραματικός, βυθίζεται στην τονικότητα, στα παστώματα, τις διαστρωματώσεις και τις ανήσυχες λαζούρες, το χέρι του ακολουθεί λαχανιασμένο ένα ανήσυχο μάτι.
Μερικά πορτρέτα του είναι έξοχα, ιδίως τα μικρότερα, όπου δεν αντιμετωπίζει προβλήματα σύνθεσης, λανθάνοντα σε ορισμένα μεγάλα ταμπλό. Στη «Σπουδή προσωπογραφίας της Θεοδώρας Ρ.», λ.χ., ή στο «Γυναίκα με ροζ φόντο», όλο το έργο είναι το φόντο, τα πασαλείμματα και τα τονικά περάσματα, το ψυχρό σώμα πάνω στο εφαπτόμενο ψυχρό φόντο που θερμαίνει προς την περιφέρεια, μένει μετέωρος ανάμεσα στο ροζ και το βεραμάν, στο θερμό και το ψυχρό, το φως και το σκοτάδι. Η έξοδος από την ταλάντευση είναι η διάχυση μες στην τονικότητα, το πέρασμα και η αλληλοδιείσδυση. Αλλού, έχει ένα φωτάκι σε μια γάμπα, σε μια μπετούγια, ένα κοκκινάδι στα χείλη, μια αιμάτινη κηλίδα σε στρατηγική, «άσχετη» μεριά – και οργανώνεται και πυκνώνει όλο του το αφήγημα.
Αμφιβολία και βάσανος
Ολη η ζωγραφική του είναι η αμφιβολία του και η βάσανος. Αυτό που ψάχνει, όχι αυτό που έχει προαποφασίσει. Η δύναμή του είναι το λάσπωμα της μπογιάς, η φαινομενικά απείθαρχη χειρονομία, η φευγαλέα, σχεδόν ντροπαλή, εικόνιση του γυναικείου αισθησιασμού (στο υγρό, ερωτικό «Αύγουστος – Σεπτέμβρης» λ.χ.). Η δύναμη του Ρόρρη δεν είναι η ευρηματικότητα ή η πρωτοτυπία, είναι η ανασκαφή της παράδοσης – του Ρέμπρπαντ, του Βελάσκεθ, της «γρήγορης» πινελιάς και της ηδονής του περάσματος από ύλη σε ύλη. Σε εποχή ρηχής εικονολατρίας ή εύκολης εικονομαχίας, η αμφιβάλλουσα, κατορθωμένη ζωγραφική του Ρόρρη τον ανεβάζει πιο πολύ στα μάτια μας (Μέδουσα).
ΟΙ ΜΕΣΙΤΕΣ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν τον γνώριζα. Πήγα στη «Μέδουσα» τη μέρα που ξέστηνε. Η πρώτη του ατομική. Πρόλαβα να δω γυναίκες σε ακροβατικές, αινιγματικές, αφροδισιακές στάσεις' γυναίκες βυθισμένες στο χοντροκόκκινο της Πομπηίας. Τα έργα περνούσαν από μπροστά μου σαν μισοαμπαλαρισμένα έπιπλα - ένα σπίτι υπό μετακόμιση, ένα σπίτι που πολύ θα ήθελα να κλειδωθώ μέσα, να καταπιώ το κλειδί και να με βγάλουν, όταν θα με βγάλουν, στους ώμους.
Λύσσαξα από το κακό μου. Τότε σημείωνα αυτιστικά στο ημερολόγιο μου: «Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο». Δεν του μίλησα. Γύρισα στο κονάκι μου. Ήπια κονιάκ, μέθυσα, έκανα εμετό, έκλαψα, τσακώθηκα με τον εαυτό μου. Πέρασαν χρόνια. Η μονάκριβη γυναίκα με την ο¬ποία ζούσα εκείνα τα χρόνια μας σύστησε. Στο μεταξύ τύπωνα αυτό το χτικιό που μου έτρωγε τα σωθικά. Ίσως η καλύτερη φιλοφρόνηση που μου έκαναν για το μυθιστόρημα μου βγήκε από το στόμα του: «Όλο το καλοκαίρι το διάβαζα στη γιαγιά μου».
Έκτοτε συναντιόμασταν τυχαία. Ο Γιώργος αγκαλιάζει και φιλάει σαν Ρώσος. Σε σφίγγει πάνω του σαν να πρόκειται να μη σε ξαναδεί ποτέ. Το εργαστήρι του βρίσκεται απέναντι από ένα μηχανουργείο και διαγωνίως απέναντι από ένα μπουρδέλο -στο παράθυρο του μια γαβάθα με ντομάτες λιάζονταν. Με το που μπήκα στο δωμάτιο που ζωγραφίζει, γύρισε μπρούμυτα τους πίνακες - σαν τιμωρημένα παιδιά. Μου έβγαλε πορτοκαλάδα σε δίσκο. Μου εξήγησε ότι του έχει μείνει χούι από την εποχή που δούλευε στην ταβέρνα-καφενείο του πατέρα του. Βελάσκεθ, Πικάσο, Τσαρούχης, Λουσιάν Φρόιντ. Γνωστά έργα τους κομμένα από περιοδικά. Μια ζωγραφιά της αδερφής του. Ο Γιώργος με τεράστιο κεφάλι και πόδι πρησμένο, τούμπανο. Μια συγκινητική φωτογραφία του Ρενουάρ.
Αυτές οι λιγοστές εικόνες ανακουφίζουν τη μοναξιά των τοίχων, συντροφεύουν το ζωγράφο. «Στο μαγαζί του πατέρα μου θυμάμαι μόνο τρεις λιθογραφίες πουλιών σκισμένες από κυνηγετικά αμερικάνικα περιοδικά. Γι' αυτό μάλλον το πρώτο έργο που έκανα ήταν ένας πάνθηρας». Ένας πάνθηρας στην ορεινή Αρκαδία του '60, σκε¬φτόμουν, τη στιγμή που άρχισε να γυρνάει ανάσκελα τα έργα του. Βαθμηδόν. Μικρά κεφάλια, μπούστα, μεγάλες συνθέσεις. Αλβανή καθαρίστρια, βιοτέχνης υαλικών, διάφο¬ροι φίλοι και, φυσικά, η αδερφή του. Αυτά είναι τα μοντέλα στην τελευταία του έκθεση. Σπανίως ζωγραφίζει γυναίκες που έχει πλαγιάσει μαζί τους.
«Ποιος έχει την υπομονή να σταθεί σαράντα, σαράντα πέντε μέρες στήλη άλατος;» βάζει στο σκαμνί σχετική ερώτηση μου. Σ' ένα μπλοκάκι ξεπατίκωσα απ' τα χείλη του: «Απεχθάνομαι τον θεατρικό φωτισμό». «Δεν επεμβαίνω ποτέ στα ρούχα των μοντέλων, ούτε στο πώς στήνονται». «Δεν μ' ενδιαφέρει ο χώρος που δουλεύω, αν μέσα δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία». «Τα αντικείμενα είναι σιωπηλές υπάρξεις». Του εξηγήθηκα από την αρχή. Θα γράψω από τη σκοπιά εκείνου που βγάζει την ψυχή του στο χαρτί. Εν προκειμένω η αναλογία είναι η εξής: Μπορεί κάποιος να γράφει ιστορίες επί ιστοριών στο γραφείο του διαδραματιζόμενες απαρέγκλιτα μέσα στο γραφείο του; Κι ακόμα περισσότερο. Να στήνει απέναντι του φίλους (και περαστικούς;), να τους κεντρίζει να περιγράψουν τις πτυχώσεις της κουρτίνας, τα νερά του ξύλου της βιβλιοθήκης, το βούλιαγμα της πολυθρόνας, τις σκιές των μολυβιών στο τζάμι του τραπεζιού, την υφή των τοίχων του απομονωτηρίου του. Αυτή να είναι η ποιητική του. Από ποιες μανίες διακατέχεται αυτός ο συγγραφέας; Είναι τυφλός και δεν το γνωρίζει; Αυτοϊκανοποιείται ακούγοντας τους επισκέπτες να του περιγράφουν εξονυχιστικώς το μέρος όπου περνάει τον περισσότερο χρόνο της μέρας του; Αντιμετωπίζει τους αφηγητές της πιο μύχιας κάμαρας της ζωής του σαν χαρακτήρες ενός ηθελημένα ατελείωτου βιβλίου; Κάθε τέχνη έχει τα μυστικά της. Και η ζωγραφική έχει μακρά παράδοση στην αναπαράσταση εργαστηρίων. Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι ζωγράφοι που βασανίζουν τον Ρόρρη (Βελάσκεθ, Ρέμπραντ, Μπέικον, Μπουζιάνης, Τσαρούχης) έχουν αφήσει πλείστα ίχνη αυτής της επίδοσης.
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι τι φέρει «αφηγη¬ματικά» και εικονογραφικά ο ζωγράφος από την έξω ζωή, εδώ στο εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό της Τρο-φωνίου. Ο Ρόρρης, είτε το γνωρίζει είτε το ψυχανεμίζεται, σημασία έχει πως το αποδεικνύει στον καμβά ότι η υ¬πέρβαση ενός μέτρου έρχεται όχι με την άρνηση του -η βασιλική οδός- αλλά με τη διαστροφική, την υπνοβατική, την εκτός εαυτού κατάφαση του.
Και το μέτρο του Ρόρρη είναι η πίστη του σε αυτό που βλέπει, στο ορατό, είναι αιχμάλωτος του ορατού. Μέσα από τη σκοπιά, ωστόσο, μιας ύλης που είτε κλείνεται πεισματικά στον εαυτό της, είτε εξαϋλώνεται, είτε ζητάει την επανασύσταση της σε μια άλλη κατάσταση. Τελικώς «η φωτογραφία ενός ανθρώπου που σκάβει δεν δείχνει έναν άνθρωπο που σκάβει» (Βαν Γκογκ); Ή, ακόμα πιο εύγλωττα, «βλέπουμε αυτό που παθαίνουμε κι όχι αυτό που βλέπουμε» (Πεσόα); Ο Ρόρρης συναινεί και επαυξάνει. Κι αυτά που παθαίνει ζωγρα¬φίζοντας με αφορούν και με συγκινούν.
Ποια είναι αυτά; Το μοντέλο για τον Ρόρρη είναι μεσίτης του αόρατου - μεσάζων σε αυτό που αποκαλούσε ο Σεζάν «μυρωδιά των αντικειμένων». Ναι, μπορείς να είσαι από-λυτα υλικός, ταμένος των αισθήσεων, και ταυτόχρονα να ευαγγελίζεσαι αυτό που παραμονεύει η ψυχή σου. Ο χώρος, ο εικαστικός (αφού για τον Ρόρρη δεν νοείται χώρος εκτός τελάρου), υπάρχει μόνο ως κάτι προς υπερνίκηση. Αυτό το κάτι σίγουρα δεν είναι κε¬νό. Τουναντίον. Είναι κάτι εξαιρετικά πυκνό. Μια διά¬φανη ουσία, που δεν τη συναντάς ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα' μια μελανή διάφανη ουσία, που βυθίζεις τα δά¬χτυλα σου σαν να είναι ζυμάρι, που περνάς ανάμεσα της σαν να είναι βράχος σε όνειρο.
Ο Ρόρρης ζωγραφίζει το ατελιέ του με χρώματα, καλύτερα με αναμνήσεις χρωμάτων, που φέρνει από το χωριό του όπου απομονώνεται για μήνες. Η παλέτα του είναι ο Κοσμάς Κυνουρίας. Γι' αυτό τα πατώ¬ματα στα έργα του είναι φτιαγμένα από λάσπη, οι τοί¬χοι, οι καρέκλες και τα τραπέζια στο ατελιέ του είναι κατάστικτα από κοπριά, τα πρόσωπα που στήνει απέ¬ναντι του, τα πρόσωπα που τον αρπάζουν από το πρό¬σωπο, τον κοιτάνε λες και υποφέρουν από έναν ήπιο ζωομορφισμό. Η ραχοκοκαλιά ξύλινη. Το κορμί γίνεται με παρ¬δαλά ρούχα μεταναστών παραγεμισμένα πριονίδι. Χέ¬ρια, πόδια, μούτρα ζωγραφισμένα χαρτόνια. Τα τριά¬ντα αργύρια καπάκια από γκαζόζες και σπασμένα γυαλιά σ' ένα σακούλι. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση στέριωναν το σκιάχτρο του πιο επιστήθιου εχθρού του Ιησού σ' ένα γαϊδουράκι, κι αφού τον περιέφεραν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, τον κρεμούσαν από τον πλά¬τανο, τον άναβαν μ' ένα στουπί και, εν μέσω χαρούμε¬νης χλεύης, τον έβλεπαν να λαμπαδιάζει.
Σήμερα μαύρος ουρανός / σήμερα μαύρη μέρα. Ο Γιώργος μέχρι προσφάτως έφτιαχνε Ιούδες στο γενέθλιο τόπο του. Κάποια βράδια, ο καμένος και ξανακαμένος Ιούδας σκύβει στο προσκέφαλο του αποκαμένου, του αποκαρδιωμένου, του μισοκοιμισμένου ζωγράφου μια σορός τέφρα στυλώνεται στα πόδια της, φιλάει δωρεάν στο στόμα το αγόρι με τη χιονισμένη τούφα στα κορακίσια μαλλιά και του σφυρίζει ταλμουδικά: «Γιώρ-γο, ό,τι είναι να καεί είναι σαν να έχει ήδη καεί».
ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ