ΒΗΜΑ DONA Σεπτέμβριος 2009
ΒΗΜΑ DONA
Σεπτέμβριος 2009
Συνέντευξη: Τόνια Μάκρα
Μαρία Δημητριάδη
MADAME MEDUSA
Από τους πολλούς συμβολισμούς που συνδέονται με τη μυθική μορφή της Μέδουσας η γνωστή γκαλερίστα κρατά τη δύναμη και τη γυναικεία φρόνηση. Το αποδεικνύει η 30χρονη συμπόρευσή της με τα «θηρία» της τέχνης, αλλά και η προσωπική της ιστορία ζωής.
Σε ηλικία μόλις 19 χρονών, πριν από 30 χρόνια, η Μαρία Δημητριάδη άνοιξε την Αίθουσα Τέχνης «Μέδουσα», η οποία παραμένει μία από τις σημαντικότερες της Αθήνας. Το ξεκίνημά της στήριξαν μυθικά ονόματα της ελληνικής τέχνης, όπως ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Τάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Αλέξης Ακριθάκης. Σήμερα η «Μέδουσα» εκπροσωπεί τόσο παλαιότερους καλλιτέχνες (τον ζωγράφο Μάριο Πράσινο, τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό) όσο και σύγχρονους (τους Γιώργο Ρόρρη, Νάκη Ταστσιόγλου, Μαριγώ Κάση, Μαρία Βλαντή, Μίλτο Μιχαηλίδη κ.α.)
Γέννημα θρέμμα του Κολωνακίου, ζει και εργάζεται στους ίδιους ακριβώς δρόμους όπου μεγάλωσε, δηλαδή ανάμεσα στο Μαράσλειο και στην Ξενοκράτους. Η σημαδιακή επέτειος των 30 χρόνων τη βρίσκει σε μια «καλή φάση ζωής». Με την ίδια να μοιράζει την εβδομάδα ανάμεσα στην Αθήνα και στην Πάρο, όπου έχει το εξοχικό της. Με το καίκι της ταξιδεύει συχνά στις Μικρές Κυκλάδες, συντροφιά με τη σκυλίτσα της Καρίνα και τον γάτο της τον Μούτσο. Αυτός ο συνδυασμός πόλης και εξοχής της προσφέρει μεγάλη ισορροπία και τη βοηθά να προχωρεί στη ζωή με αυτοπεποίθηση. Παραμένοντας η ωραία γυναίκα με το αγέρωχο ύφος που υπήρξε πάντα.
Πώς εμπλακήκατε με την Τέχνη;
Είχα επηρεαστεί από την αδελφή της μητέρας μου, τη ζωγράφο Μαρία Σπέντζα, στο σπίτι της οποίας κατέληγα μετά το σχολείο. Διάβαζα βιβλία για τέχνη, γνώριζα τους φίλους της, τους ζωγράφους Γιάννη Μόραλη, Γιώργο Μαυροϊδη, Νίκο Νικολάου κ.α. Μαθήτρια ακόμη, ονειρευόμουν την γκαλερί που θα έφτιαχνα… Όταν λοιπόν έφτασα 19 χρονών αποφάσισα να κάνω αμέσως πράξη το όραμά μου ώστε να προλάβω να το χαρώ. Γιατί τότε πίστευα ότι δεν θα ζούσα αρκετά. Αντίθετα, σήμερα πιστεύω ότι θα ζήσω επτά χιλιάδες χρόνια!
Πότε δόθηκε το έναυσμα για τη δυναμική πορεία της γκαλερί αλλά και την δική σας εξέλιξη;
Η συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ιόλα έφερε την επαφή με ξένους συλλέκτες, που σήμερα αποτελούν το 50% των πελατών μου. Η σχέση μου με τον Τάκι μου άλλαξε τη ζωή, όπως και με τον Αλέξη Ακριθάκη. Χάρη σε αυτά τα «θηρία» που είχα απέναντί μου ξεπέρασα τον εαυτό μου, έδιωξα φοβίες, απέκτησα ακλόνητη εμπιστοσύνη, έμαθα να ζω μακριά από συμβιβασμούς και να προχωράω σύμφωνα με τις δικές μου επιλογές.
Πόσο εύκολα μια επαγγελματική δοσοληψία εξελίσσεται σε κάτι πιο προσωπικό;
Όλοι οι συνεργάτες αποτελούν το βασικό κομμάτι της ζωής μου, είναι οι φιλίες μου και οι προσωπικές μου σχέσεις. Με τους περισσότερους έχουμε ξεκινήσει μαζί από την πρώτη τους ατομική και μου είναι απαραίτητοι. Το ίδιο συμβαίνει και με τους συλλέκτες με τους οποίους κατά κανόνα, μετά την αγορά του δεύτερου ή τρίτου έργου, αναπτύσσεται προσωπική επαφή. Έπειτα από 30 χρόνια, ξέρω για ποια πράγματα αξίζει να παλέψω και τι πρέπει να εγκαταλείψω. Γιατί δεν αξίζει να επενδύεις σε φθαρμένες σχέσεις, ακόμη και αν το τίμημα της απώλειας είναι συχνά μεγάλο.
Αυτή η διαπίστωση αφορά επίσης τις προσωπικές σχέσεις, ακόμη και τους μεγάλους έρωτες;
Ναι, όταν κλείσει ο κύκλος, τότε η σχέση τελειώνει… Έχω ζήσει μεγάλους έρωτες αλλά δεν έφτασα ποτέ στο σημείο να πάρω απόφαση να μείνω δια βίου με κάποιον. Συνήθως επέλεγα ανθρώπους αρκετά μεγαλύτερους από μένα, ίσως επειδή μαζί τους μάθαινα πράγματα.
Αν ερωτευόσασταν πάλι, νομίζετε ότι οι επιλογές σας ως προς την ηλικία θα ήταν παρόμοιες;
Δεν ξέρω. Προς τα παρόν περιμένω πότε κάποιος θα μου προσελκύσει το ενδιαφέρον. Από χαρακτήρα δεν υπήρξα ποτέ εγώ ο κυνηγός, μάλλον το αντίθετο, κρυβόμουν δηλαδή. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο έρωτας δεν υπήρξε η μοναδική προτεραιότητά μου και ούτε υποφέρω σε εποχές μοναχικότητας. Η δουλειά μου κάλυπτε το κενό μιας τρυφερής αγκαλιάς. Ετσι λοιπόν δεν ζορίζω τα πράγματα και απολαμβάνω όσα έχω κατακτήσει στη ζωή μου.
Κατακτήσεις που αφορούν τη ζωή ή την τέχνη;
Κυρίως προσωπικές κατακτήσεις, όπως είναι το σπίτι μου στην Πάρο, στις ορεινές Λεύκες, όπου ζω τις μισές ημέρες της εβδομάδας ολόκληρο το χρόνο. Ακόμη και αν περάσω όλη τη ημέρα στον υπολογιστή ή στο τηλέφωνο για δουλειές της γκαλερί, βρίσκομαι μέσα στη φύση. Πλέον η Αθήνα με διώχνει. Όταν έχω μια ώρα ελεύθερο χρόνο τρελαίνομαι. Αντίθετα στην Πάρο δεν βαριέμαι ποτέ, περιποιούμαι τον κήπο και έχω ένα παλιό τρεχαντήρι με το οποίο ταξιδεύω στα κοντινά νησιά όπου ξαναβρίσκω την ανθρώπινη επαφή.
Η Πάρος σας μύησε, δηλαδή, σε πράγματα πρωτόγνωρα για έναν κάτοικο της μεγαλούπολης;
Πράγματι, εκεί ζω καλά την ημέρα, βγαίνω ελάχιστα, ενώ έμαθα σιγά σιγά να μαγειρεύω ξεκινώντας από τα προϊόντα του κήπου μου – φτιάχνω πλέον μαρμελάδες, λικέρ, ψωμί. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, είμαι σίγουρη ότι θα τρεφόμουν αποκλειστικά με ντελίβερι. Και όλα αυτά ξεκίνησαν γιατί έχω δική μου γη. Αυτοί οι διαφορετικοί ρυθμοί με έχουν βοηθήσει να ξαναβρεθώ με τον εαυτό μου. Επιπλέον άνοιξαν νέες διέξοδοι και για την γκαλερί., αφού στην Πάρο υπάρχει παροικία ξένων συλλεκτών, φιλότεχνων και διανοούμενων, οι οποίοι αγοράζουν έργα ή κάνουν παραγγελίες ειδικά για το εξοχικό τους.
Ωραία όλα αυτά τα αγαθά «προϊόντα» της ωριμότητας. Ο χρόνος όμως που περνά δεν σας προβληματίζει:
Ευτυχώς δεν βασιζόμουν ποτέ στην όποια ομορφιά μου. Ποτέ δεν πήγα συστηματικά κομμωτήριο και δεν κάνω παρά τα απαραίτητα. Προσπαθώ όμως να τρέφομαι σωστά, δεν τρωω κρέας, προτιμώ τις σαλάτες και τα όσπρια. Επίσης κολυμπάω και περπατάω αρκετά. Το μόνο κακό είναι ότι καπνίζω. Βέβαια σε κανέναν δεν αρέσει να μεγαλώνει, αλλά προτιμώ τη Μαρία όπως είναι σήμερα. Γιατί ζω πιο έντονα και ασχολούμαι μόνο με ουσιαστικά πράγματα. Ειλικρινά, πιστεύω ότι με δικαίωσε το γεγονός ότι σεβάστηκα τις ανάγκες μου.