ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
26 Μαΐου 1983
Ματιές στις εκθέσεις
Ντόρα Ηλιοπούλου
Κατ’ εξοχήν ενδιαφέρουσα είναι η έκθεση του Χιλιανού – εγκατεστημένου στην Ευρώπη καλλιτέχνη Ρ.Σ.Ε.Μάττα στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα. Μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της β’ γενιάς των σουρεαλιστών ο Μάττα που γεννήθηκε το 1911 στο Σαντιάγκο της Χιλής για να εκφρασθεί στις αρχές της σταδιοδρομίας του σαν διακοσμητής και σαν αρχιτέκτων (πήρε το δίπλωμά του στην αρχιτεκτονική το 1931) αντιπροσωπεύει στην τωρινή έκθεση με υψηλής ποιότητας έργα: Πρόκειται για 11 λάδια και για ένα γλυπτό που έχουν φιλοτεχνηθεί τα τελευταία 10 χρόνια. Τα έργα προέρχονται από τη συλλογή του Α. Ιόλα. Ο Μάττα που ποτέ δεν επεδίωξε να «γίνει» καλλιτέχνης πιστεύει κατ’ αρχήν ότι δικαιώνεται ο ίδιος σαν άτομο μόνον εφόσον όλη του η ύπαρξη αποδειχθεί μια συνεχής και απρόσμενη δημιουργία. Και όντως, με αυτό το πνεύμα εκφράστηκε ζωγραφικά ο ίδιος δομημένος από έναν συνεχή και πολυδιάστατα εννοημένο παλμό. Έναν παλμό ου διοχέτευσε και συνεχίζει να διοχετεύει στο ακέραιο στα έργα του συμπαρασύροντάς μας και εμάς στη συνεχώς επιτελούμενη κοσμογονία.
Χαρακτηριστικά είχε δηλώσει για τον Μάττα ο Μπρετόν ότι: «μας καλεί συνεχώς σε ένα καινούργιο χώρο σε συνεχή διάσταση με τον παλαιό.. υλοποιώντας μιά επικοινωνία ανάμεσα σε εκείνο που εμπνέει και στον πειραματικό.. μια επικοινωνία που θεμελιώνεται ανάμεσα σε άλλα – στις απεριόριστες ικανότητας για εφεύρεση για κατανόηση και για γοητεία που ασκεί ο καλλιτέχνης αυτός επάνω μας».
Εξάλλου αποκαλυπτικά για τον ζωγράφο στέκουν τα λόγια του ιδίου: «Ο καλλιτέχνης είναι ένας ταπεινωμένος άνθρωπος, το ίδιο όπως κι ο εργάτης. Δουλεύει για να επανακτήσει την αξιοπρέπειά του. Κι αυτό το έργο είναι που εγώ αποκαλώ έργο τέχνης… Αλλάξτε το παιχνίδι της τέχνης ώστε να μην είναι πια ένα μυστηριώδες αντικείμενο, ένα μυθολογικό αντικείμενο, ένα είδος πολυτέλειας αλλά μια άσκηση συνείδησης». Μια συνεχής άσκηση συνείδησης αλλά και ευαισθησίας – μιας ευαισθησίας που λειτουργεί μέσα από τις εκπληκτικά δεκτικές κεραίες του Μάττα είναι τα έργα του σε όλες τις φάσεις της μέχρι τώρα σταδιοδρομίας του: Από τις «Ψυχολογικές μορφολογίες» του (1938-39) εικαστικά ανάλογα των ψυχικών του – εσωτερικών – καταστάσεων που ο Α. Μπρετόν θεώρησε ότι εκφράζουν με έναν υποδειγματικό τρόπο τον «απόλυτο αυτοματισμό» (1937) των σουρεαλιστικών τον «κοσμικό» – «κοσμογονικό» χαρακτήρα των έργων του στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – όταν ζούσε στις ΗΠΑ – (Ίλιγγος του Έρωτα, 1944), τις ανθρωποειδείς φιγούρες – στην ίδια πάντοτε περίοδο – που τις εμπνεύστηκε ίσως κι από τον Μ. Ντυσάν, την ένταση και της αλληλοσυγκρουόμενες – με τη θετική έννοια – καταστάσεις που υποβάλλουν τα αμέσως μεταπολεμικά του έργα (Π.χ. «Να ζεις με μια φοβερή κρίση της κοινωνίας», 1945-1946) και την ενότητα των μεγάλων σε διαστάσεις πινάκων με πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα. («Η εκτέλεσις των Ρόζεμπεργκ», «Τα βασανιστήρια στον πόλεμο της Αλγερίας» κ.α.)
Γενικά στα έργα του Μάττα κάτι που αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο αναμεταξύ τους και που προβάλλει με μια ιδιαίτερη ένταση στην τωρινή έκθεση – κατ’ εξοχήν στοιχείο και παράγοντας μιας ανείπωτης γοητείας στέκει: Η ενστικτώδης αίσθηση του καλλιτέχνη για το χρώμα. Μέσα από το εκτυφλωτικό – ανεξάρτητα αν ενορχηστρώνεται μέσα από έντονες ή όχι αντιθέσεις – φως – χρώμα που κυριαρχεί στα έργα του συντελείται και δομείται η σύνθεση, ενοποιείται στο έπακρον προσφέροντας ή μάλλον υλοποιώντας έναν κατ’ αναλογίας με το σύμπαν και διαρκώς ανανεωμένο σε πνοή εικαστικό μικρόκοσμο. «Βιομορφικές φιγούρες» ανθρωποειδείς σχηματισμοί, πλασματικές μορφές, κατασκευές με μια υπερ-γήινη διαβολική υφή, νύξεις και αναφορές σε έναν «κόσμο» ούτε τελείως γνωστό ούτε και ολότελα άγνωστο συμπλέκονται οργανικά στις συνθέσεις του Μάττα, αναπνέουν, κινούνται, ελίσσονται μετασχηματίζονται και μετουσιώνονται σύμφωνα με έναν κατάδικό τους «ενδογενή ρυθμό- παλμό» προικίζοντας με ένα ιδιόμορφο βάθος, με μια χαρακτηριστική διαφάνεια και συνάμα με μια δυναμική προβολή στο χώρο την κάθε σύνθεση. Μας απορροφάει το καθένα από τα έργα του καλλιτέχνη – κι αυτό, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις – δίχως περιστροφές – άμεσα – στο δικό του κόσμο: Ένα κόσμο όπου το χρώμα – ως μέσα από διάφορα πρίσματα, σπείρες, διαφανείς κατασκευές, στροβίλους κ.α. γεννάει και υποβάλλει ένα διαρκώς ανανεωμένο σε πνοή ποιητικό συναίσθημα. Μέσα από τα έντονα – κοσμογονικά σε υφή – κίτρινα, τις αποχρώσεις του μπλε – άλλοτε σχεδόν τελείως διαφανείς κι άλλοτε μεστές σε πηκτικότητα – τις αποχρώσεις του κόκκινου – κόκκινο της φωτιάς και του δειλινού, κόκκινο της αυγής και του ουράνιου τόξου – οι συνθέσεις του Μάττα υποβάλλουν το θαλασσινό και το ουράνιο στοιχείο, κοντολογής το σύμπαν – κι αυτό με έναν απόλυτα προσωπικό στον καλλιτέχνη τρόπο. Και το κυριότερο:
Συντελούνται κάθε στιγμή στα έργα αυτά – και με το ρυθμό αναπνοής – νέα διαδικασίες, λειτουργίες, ενισχύονται και παράγονται νέοι μηχανισμοί, υποβάλλονται μύριες όσες αλληλεξαρτήσεις, πολλαπλασιάζονται τα (δρώμενα» ανανεώνονται σε πνοή τα απεικονιζόμενα δίχως ποτέ να καθορίζεται απόλυτα η ταυτότητά τους. Η «κίνηση» μέσα από το χρώμα, η πνοή της κοσμογονίας μέσα από το χρώμα, οι συναισθηματικές και οι βιολογικές εκρήξεις μέσα από το χρώμα αποτελούν εδώ ένα εικαστικό έπος αφιερωμένο πάνω απ’ όλα στη δύναμη της φαντασίας της υποβολής: Γνωρίσματα που αφορούν στον έπακρον το κατ’ εξοχή σημαντικό καλλιτεχνικό παρόν του Μάττα, καθώς ανάμεσα σ’ αυτόν και στα έργα του ο ομφάλιος λώρος δεν έχει ποτέ κοπεί.
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ
12 Μαΐου 1983
Κίτσα Μπόντζου
Προβληματισμοί απ’ το κοσμικό σύμπαν στο έργο του Χιλιανού ζωγράφου Μάττα.
Από τα πιο σημαντικά εικαστικά γεγονότα της φετινής σεζόν είναι η έκθεση του Χιλιανού Μάττα που εγκαινιάζεται την Τετάρτη 18 Μαίου στη «Μέδουσα» και σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Ιόλα και με την οποία θα κλείσουν οι εκδηλώσεις της Γκαλερί.
Η έκθεση θα περιλαμβάνει τέσσερις πίνακες μεγάλων διαστάσεων 5Χ3,50 μ. από την τελευταία παραγωγή του καλλιτέχνη. Πίνακες από την ίδια ενότητα εκτέθηκαν μόλις τον περασμένο χειμώνα στη Νέα Υόρκη. Επίσης θα εκτεθεί ένα γλυπτό από μπρούντζο. Υπάρχει περίπτωση κατά τη διάρκεια της έκθεσης που θα διαρκέσει έως τις 11 Ιουνίου, να έρθει στην Αθήνα ο Μάττα ο οποίος ζει μόνιμα και εργάζεται στη Ρώμη. «Υπάρχει πάντα η τέχνη της αναπαράστασης του συνειδητού. Είναι καιρός να καλωσορίσουμε την τέχνη που αναπαριστά το ασυνείδητο». Αυτό είναι το πιστεύω του Μάττα, του καλλιτέχνη που τέσσερις περίπου δεκαετίες βιώνει στην εποχή της τεχνολογίας, που προβληματίζεται από το κοσμικό σύμπαν αποδίδοντάς το με έντονους χρωματικούς συνειρμούς. Που καταξιώθηκε σαν ένας από τους πιο σημαντικούς του 20ου αιώνα. Οι εκθέσεις του Μάττα σήμερα στο Παρίσι, τη Ρώμη ή τη Νέα Υόρκη είναι μεγάλο =γεγονός και οι τιμές των έργων του που αρχίζουν από 3 εκατομμύρια δρχ. ξεπερνούν πολύ συχνά τα δέκα εκατομμύρια δρχ.
Η 11.11. 1911 είναι μια ημερομηνία που έχει σημαδευτή με τη γέννηση ενός από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους του αιώνα μας.
Στο Σαντιάγκο της Χιλής είδε το φως ο Ρομπέρτο Σεμπάστιαν Αντόνιο Μάττα. Εχώραν που σήμερα είναι γνωστός σ’ όλο τον κόσμο ως Μάττα.
Θα γινόταν αρχιτέκτων και άρχισε τις σπουδές του στην Αρχιτεκτονική Σχολή στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο.
Από το 1933 ως το 34 περιπλανήθηκε με ταξίδια στην Ευρώπη και το 1934 στο Παρίσι άρχισε να εργάζεται στο σχεδιαστήριο του Λε Κορμπυζιέ. Το 1936 – 1937 εργάστηκε κοντά στον Γκρόπιους την εποχή εκείνη συναντήθηκε με τον Χένρυ Μουρ Την ίδια περίπου εποχή μέσω τους φίλου του Γκαρθία Λόρκα γνωρίζει τον Νταλί, τον Πικάσο και τον Αντρέ Μπρετόν που τον εισάγει στην ομάδα του σουρεαλιστών.
Ως το 1939 θα έχει κάνει μια ακόμα σημαντική γνωριμία, με τον Ντεσάν για ν’ αρχίσει την σταδιοδρομία του το 1942 με την πρώτη του έκθεση στην Νέα Υόρκη.
Θα μπορούσε να πει σήμερα κανείς ότι ο Μάττα μεταφέρει στη δουλειά του όλη την κουλτούρα της μακρινής πατρίδας του και τις γνώσεις από την πολυκύμαντη ζωή του στην Ευρώπη και Αμερική, αν ο ίδιος δεν έσπευδε να δηλώσει ότι δεν θέλει με κανένα τρόπο να σκέπτεται το παρελθόν ή να κοιτάζει με οποιοδήποτε τρόπο πίσω στη ζωή «Θα ήθελα να ήμουν σκύλος, λέει, γιατί οι σκύλοι δεν έχουν μνήμη. Μ’ αρέσει να ζω μόνο στο παρόν χωρίς τίποτα να θυμάμαι».
Τα έργα του είναι σαν μια εφημερίδα που σημειώνει διαρκώς την εξέλιξη της σκέψης του. Ο Μάττα ξεκινά ζωγραφίζοντας από μια τυχαία κηλίδα γρήγορα και με σιγουριά σαν αυτόματο, έτσι δημιουργεί εικόνες και σήματα μέσα από το υποσυνείδητο.
Το εργαστήριό του στη Ρώμη θυμίζει εργαστήριο αλχημιστή που αναζητεί μάγια για την ευτυχία. Εκείνο όμως που τον στηρίζει είναι η ποίηση. Ποίηση που δεν ζητεί μόνο στις απεικονίσεις των δικών του έργων αλλά τη γεύεται διαβάζοντας. Είναι μέρες ή εβδομάδες που είναι αφιερωμένες στον Τζόυς ή στον Στέβενσον ή στον Τόμας Μαν.
«Η αληθινή ποίηση είναι βαθιά ανθρώπινη, λέει. Κι ο αληθινός ποιητής αρνείται πεισματικά να ξεχάσει ότι ο «άνθρωπος» βρίσκεται στο κέντρο του παντός, ότι κάθε λοξοδρόμισμα προς μια αντιανθρώπινη δράση θα’ πρεπε να καταγγέλλεται, για να ξαναζωντανέψει εκείνο το είδος ανθρώπου που ανέκαθεν ήταν ο ποιητής. Να θυμόμαστε ότι ο Μπάυρον πέθανε για την ελευθερία των Ελλήνων.
Μιλάει για την τέχνη. «Η τέχνη, λέει χρησιμεύει στο να διεγείρει τη δυνατότητά μας να διαισθανόμαστε τη συγκίνηση που βρίσκεται κρυμμένη σε οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας, καθώς και να αναδεικνύει τη συγκινησιακή αρχιτεκτονική την οποία χρειάζονται οι άνθρωποι για να υπάρχουν και να ζούνε μαζί.
Μια σημαντική συγκίνηση αποτελεί απειλή γι’ αυτούς που ζουν για το προσωπικό εγωιστικό τους συμφέρον. Έτσι εφεύραν το φιλανθρωπικό ψεύδος και μ’ αυτό περιόρισαν τον καλλιτέχνη στην κατάσταση του ομήρου.
Θεσμοθέτησαν μια «Αστυνομία της Τέχνης», μια αστυνομία που δρα ενάντια στη βαθιά ριζωμένη ανθρώπινη συγκίνηση.
Εγώ ταυτίστηκα μ’ αυτόν τον όμηρο. Η άνεση του επαγγελματία – φιλάνθρωπου που απειλείται και «πυροβολεί» τον όμηρο. Αυτός όμως ο νέος ποιητής – όμηρος συνωμοτεί συνεχώς ενάντια στη φιλαυτία τους.
Για τον συνειδητό ζωγράφο το θέμα είναι να κάνει τον άνθρωπο της εποχή του να σκέπτεται με το συναίσθημα».
ΜΑΤΤΑ
«Για τη Συγκίνηση¨
Η τέχνη χρησιμεύει στο να διεγείρει τη δυνατότητά μας να διαισθανόμαστε τη συγκίνηση που βρίσκεται κρυμμένη σε οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας, καθώς και για να αναδεικνύει τη συγκινησιακή αρχιτεκτονική την οποία χρειάζονται οι άνθρωποι για να υπάρχουν και να ζούνε μαζί. Μια σημαντική συγκίνηση αποτελεί απειλή γι’ αυτούς που ζουν για το προσωπικό εγωιστικό τους συμφέρον έτσι εφεύραν το φιλανθρωπικό ψεύδος και μ’ αυτό περιόρισαν τον καλλιτέχνη στην κατάσταση του ομήρου. Θεσμοθέτησαν μια «Αστυνομία της Τέχνης», μια αστυνομία που δρα ενάντια στη βαθιά ριζωμένη ανθρώπινη συγκίνηση. Εγώ ταυτίστηκα μ’ αυτόν τον όμηρο. Η άνεση του επαγγελματία – φιλάνθρωπου απειλείται και «πυροβολεί» τον όμηρο.
Αυτός ο νέος ποιητής – όμηρος συνωμοτεί συνεχώς ενάντια στη φιλαυτία τους. Για να είναι κανείς αυτού του είδους όμηρος πρέπει α βάλει την ποίηση στο κέντρο της ζωής του. Η αληθινή ποίηση είναι βαθιά ανθρώπινη. Και ο αληθινά ποιητής αρνείται πεισματικά να ξεχάσει ότι ο «άνθρωπος» βρίσκεται στο κέντρο του παντός και ότι κάθε λοξοδρόμισμα προς μια αντιανθρώπινη δράση θα ‘πρεπε να καταγγέλλεται. Για να ξαναζωντανέψει εκείνο το είδος ανθρώπου που ανέκαθεν ήταν ο ποιητής )Ο Μπάυρον πέθανε για την ελευθερία των Ελλήνων).
Ξέρω ότι ένας καλλιτέχνης μόνο τότε θα είναι επίκαιρος αν το έργο του μπει σε μια αμφίδρομη διαδικασία που του επιτρέπει να δέχεται από τους ανθρώπους τη συνείδηση των αναγκών που αυτοί έχουν ανιχνεύσει στον εαυτό τους, και ο ίδιος, ως καλλιτέχνης, φορτίζει τη συνείδηση αυτή με τη σύλληψη σημαντικών συγκινήσεων, επιστρέφοντάς την έτσι πίσω σε τρόπο που να ευρύνει την εικόνα τους για την πραγματικότητα. Για τον συνειδητό ζωγράφο το «θέμα» είναι το ίδιο όπως και για τον Cimabue – να κάνει τον άνθρωπο της εποχής του να σκέφτεται με συναίσθημα.