VOGUE Φεβρουάριος 2006

VOGUE
Φεβρουάριος 2006

Ράνια Γεωργιάδου

Με σύντροφο την τέχνη

Στα άσπρα ντυμένη, με αστραφτερό λευκό χαμόγελο, άνετε και φιλική, η γοητευτική κυρία της Μέδουσας μας υποδέχτηκε υποδειγματικά. Είχε μόλις επιστρέψει από την Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης, «ένα πάντα ωραίο ταξίδι» που αυτή τη φορά δεν την είχε γεμίσει καλλιτεχνικά. «Εφέτος το θέμα ήταν το αστικό τοπίο. Πολλά, ας μου επιτραπεί, σκουπίδια. Το μόνο που βρήκα ενδιαφέρον σε prive ξενάγηση, ήταν μια έκθεση σε ένα καταπληκτικό παλιό εξαόροφο με κεντρικό αίθριο, οργανωμένη από τον επιμελητή της Μπιενάλε, Herman Hesse. Υπέροχα αναστηλωμένο από ένα ζευγάρι αρχιτεκτόνων-συλλεκτών που ασχολούνται με την εσωτερική διακόσμηση και πώληση παλαιών ιδιαίτερων επίπλων, οι οποίοι διατηρούν εκεί τον επαγγελματικό τους χώρο, φιλοξενούσε μέσα και έξω στον κήπο έργα σύγχρονης τέχνης που έδεναν εξαιρετικά με τα έπιπλα-αντίκες και την αρχιτεκτονική. Ένα ευτυχέστατο πάντρεμα». Πιθανότατα είναι αυτό το πάντρεμα που τη συγκινεί στο παλιό λιοτρίβι της στην Πάρο

. «Ακριβώς. Έχω κρατήσει τον χαρακτήρα του κτιρίου αλλά τα έπιπλα και τα έργα είναι σύγχρονα. Αγαπώ το διαμέρισμα της Αθήνας, το βρίσκω πολύ ευχάριστο, αλλά στην Πάρο είναι αλλιώς, έχω δουλέψει, έχω χτίσει, έχω κάνει όλα τα αρμολόγια». Λάμπει όταν μιλά για το νησί. «Εύχομαι να χαίρομαι την κάθε μέρα, είτε δουλεύω στη Μέδουσα είτε βρίσκομαι στην Πάρο. Η δυνατότητα να ζω μεταξύ του κήπου μου και της τέχνης με γεμίζει ικανοποίηση και χαρά. Πιστεύω ότι πρέπει να ζούμε για μια ποιότητα ζωής στο πλαίσιο που ο καθένας μπορεί».
Αυτοδημιούργητη, άνοιξε την πρώτη γκαλερί αμέσως μετά το σχολείο – από δεκατριών χρόνων ήξερε ότι θα ασχοληθεί με την τέχνη! «Μέσα σε έξι μήνες το Μεδουσάκι είχε μετακομίσει από το Παγκράτι στην Ξενοκράτους 7! Ήμουν βέβαιη ότι ήταν η δουλειά που έπρεπε να κάνω και ότι όλα θα πήγαιναν καλά». Πρώτη έκθεση «Η συλλογή της Χλόης», με έργα που κρατούσε για την κόρη του Χλόη ο Αλέξης Ακριθάκης. «Έρχεται μια μέρα ο Αλέξης» θυμάται «με ένα τεράστιο, ανόμοιο υλικό από όλες τις εποχές του, από τα «τσίκι τσίκι», τα μαυρόασπρα μέχρι τα ξύλα. Ευτυχώς, τηλεφωνεί ο Ιόλας, στον οποίο με είχε συστήσει ο Ακριθάκης, «Ιόλα, τι κάνω;» ποιος ξέρει με τι ύφος ρωτώ, κι εκείνος έρχεται να με βοηθήσει και μου δίνει, χωρίς να πει κουβέντα, το μεγαλύτερο μάθημα για το πώς στήνεται μια έκθεση. Δημιουργήσαμε ένα καταπληκτικό περιβάλλον. Από τότε, κάθε που στήνω μια έκθεση είναι σαν να τον έχω δίπλα μου». Συνεργάστηκε μαζί του τα τελευταία χρόνια που εκείνος ζούσε στην Ελλάδα. «Κάναμε περίπου δέκα εκθέσεις μια καταπληκτική με Matta, Takis, Stivenson, Λαζόγκα.».
Ήταν ένας έντονος άνθρωπος, πέρα και πολύ μπροστά από τις νόρμες». Οι ξεχωριστοί άνθρωποι που γνώρισε μέσα από τη δουλειά και οι καλλιτέχνες της είναι ιδιαίτερα κεφάλαια της ζωής της. «Ο λόγος που έχω επικεντρωθεί στους Έλληνες είναι γιατί θεωρώ ότι ενώ έχουμε πολύ καλούς σύγχρονους καλλιτέχνες, δυστυχώς δεν υπάρχουν δομές προώθησης στο εξωτερικό. Κάθε φορά που με τις δικές μου δυνάμεις οργανώνω κάτι έξω, πάντα ανοίγει κάτι παραπάνω που δεν ξέρω αν μπορώ να αντιμετωπίσω».

Η γκαλερί έχει μια κατεύθυνση;

«Θα έλεγα όχι. Ο Νάκης Ταστσιόγλου κάνει γεωμετρική γλυπτική, η Βάλλυ Νομίδου ρεαλιστική, η Μαρία Βλαντή κεραμική γλυπτική, η Αννίτα Ξάνθου είναι περισσότερο εννοιολογική, ο Μπάμπης Βενετόπους και η Μαριάννα Στραπατσάκη βίντεο αρτ, ο Γιάννης Τζερμιάς εξπρεσιονισμό, ο Γιώργος Ρόρρης παραστατική ζωγρ4αφική. Όλοι, Anton, Γρηγοριάδη, Μπέμπη, Λευκόχειρ, καθένας ακολουθεί την δική του πορεία. Για εμένα κατεύθυνση είναι η ποιότητα ζωής. Στην τέχνη αυτό που με ενδιαφέρει είναι που φτάνεις- με όποιες σκέψεις και υλικά – είναι τα έργα που θα με ιντριγκάρουν, θα με ξυπνήσουν, θα με κάνουν να ονειρευτώ». Αυτή την εποχή στήνεται στην γκαλερί η ομαδική «Αυγού εγκώμιον», σε επιμέλεια Μαρίας Μαραγκού, μια έκθεση που την κεντρίζει και στην οποία εμπλέκονται μόνο γυναίκες. Η ομάδα και ο αναπάντεχος τίτλος εγγυώνται ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Τελευταία, αδιάκριτη ίσως ερώτηση: είναι αλήθεια ότι έχεις μια μικρή συλλογή;

«Ναι, η μόνη μου καταναλωτική μανία αφορά την τέχνη. Τα ρούχα δεν με απασχολούν, πάντα κάνω αλχημείες με παλιά και καινούργια, παίζω ανάλογα με τη διάθεσή μου. Αν είχα τη δυνατότητα, δεν θα πουλούσα. Θα αγόραζα τέχνη. Πέρσι στη Βασιλεία ευχόμουν να είχα μια λευκή επιταγή! Πριν από πολλά χρόνια για να αγοράσω την γκαλερί αναγκάστηκα σε ένα βράδυ να πουλήσω δύο έργα του Τάκη. Ακόμα τα θυμάμαι και λυπάμαι που τα έχασα». Τέχνη σε καθημερινή βάση, στη δουλειά, στο σπίτι – «φαντάσου να είχα ένα Calder στο κήπο!» – αυτή είναι η βασική κατεύθυνση της Μαρίας Δημητριάδη, ο προσανατολισμός της.