ΑΥΓΗ
17 Οκτωβρίου 1987
Μάνος Στεφανίδης
Νησίδες ελπίδας μέσα στη γενικότερη σύγχυση
Θα ήθελα να ξεκινήσω την παρουσίαση των σκέψεων που ακολουθούν με μιας αναφορά στις απόψεις του ριζοσπάστη Βρετανού κοινωνιολόγου και μουσικολόγου Christopher Small οι οποίες παρ’ ότι γράφτηκαν για να ερμηνεύσουν άλλα καλλιτεχνικά φαινόμενα, απηχούν – νομίζω – απόλυτα και τα προβλήματα της δικής μας, της εγχώριας καλλιτεχνικής παραγωγής. Σημειώνει λοιπόν ο Small ότι δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, αλλά απλώς διαφορετικοί, και οι όποιες απόπειρες για αξιολογική τους σύγκριση είναι το λιγότερο άστοχες. Αναφέρομαι σ’ αυτές τις θέσεις για να δείξω πόσο εσφαλμένο είναι ν’ αντιμετωπίζουμε το σύνολο της ελληνικής τέχνης ως μιας επιτυχημένη ή αποτυχημένη – αδιάφορο – αντανάκλαση αισθητικών μορφών που αναπτύχθηκαν στη Δυτική Ευρώπη. Παρά τις εξόφθαλμες ταυτίσεις ή παραλληλίες, η αληθινή ελληνική τέχνη γεννιέται στις περιπτώσεις ακριβώς που κερδίζει την αυτονόμησή της και επιδιώκει να εκφράσει τις συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας στην οποία κυοφορείται. Διαφορετικά θα είχαμε καταφέρει κυριολεκτικά μια τρύπα στο νερό, αν αρκούμασταν στους ψευδεπίγραφους, Bacon, ή στους κλεψίτυπους Giacometti, και δεν αναζητούσαμε τις περιπτώσεις εκείνες που παρά το δάνεια ή της μορφολογικές αναφορές, είναι πρωτίστως ο εαυτός τους. Γιατί στον εαυτό τους μόνο έδιναν αναφορά ο Νικόλαος Λύτρας ή ο Κωνσταντίνος Μαλέας ή ο Σπύρος Παπαλουκάς, παρ’ ότι το έργο τους αρδευόταν ευρύτερα από την κοίτη της δυτικής τέχνης στις αρχές του αιώνα μας. Και τούτο ισχύει γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο μια «μηχανή» που κατασκευάζει όμορφα πράγματα πρωτίστως είναι κοινωνική διαδικασία που διερευνά μιας πραγματικότητα παροντική αλλά και ενδεχόμενη. Και ούτε βέβαια πρέπει να ξεχνάμε πως η αληθινή δημιουργία, παρά τη σιωπηρή υποτίμηση που υφίσταται στις μέρες μας, αποτελεί λειτουργία ζωτικής σημασίας για την πνευματική ωρίμανση των κοινωνιών.
Για να μιλήσουμε όμως πιο συγκεκριμένα, ποιο αλήθεια είναι το μέλλον της ελληνικής ζωγραφικής; Και κυρίως ποια η εξέλιξη της μέσα από τις κρίσεις που σοβούν νομοτελειακά πλέον, αφού τώρα πληρώνεται η ύβρις όλων των συστημάτων που ήθελαν να φέρουν το τέλος της τέχνης – στον διεθνή χώρο; Κι είναι λυπηρό το ότι ζούμε καθημερινά τις διαψεύσεις των άλλοτε ιερών τεράτων της ελληνικής τέχνης, οι οποίοι πλέον αντί έργου παράγουν πομφόλυγες και κρωξίματα για να μας πουν τι; – Να κι εγώ είμαι εδώ! Από την άλλη πλευρά το έργο μερικών νέων δημιουργών αποτελεί νησίδες ελπίδας μέσα στη γενικότερη σύγχυση – κριτηρίων εφ’ ενός και ιδεολογική αφετέρου. Ένας απ’ αυτούς και ο Τάσος Μαντζαβίνος η ζωγραφική του οποίου υπήρξε αφορμή για να διατυπωθούν αυτές οι σκέψεις. Είναι περίεργο αλλά ο δημιουργός αυτός που γεννήθηκε το 1958 φαίνεται ότι έχει λύσει με τη δουλειά του μια σειρά μορφολογικών προβλημάτων στα οποία άλλοι – παλιότεροι – συνάδελφοί του μοιάζουν να έχουν εγκλωβιστεί χωρίς διέξοδο, δημιουργώντας μάλιστα και σχολή από την αδυναμία τους. Για έναν μη ζωγράφο είναι όντως δύσκολο να μιλήσει γι’ αυτή τη ζωγραφική που αποφεύγει επιμελώς τις φιλολογικές αναφορές ή τους αναίτιους εντυπωσιασμούς και που επιμένει σε μια βασανιστική έρευνα για να υλοποιήσει το ζωγραφικό ουσιώδες.
Ο Μαντζαβίνος δεν έχει αναστολές για να ζωγραφίσει το μύθο του, για να υποταχτεί στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του. Οι φιλοδοξίες του είναι ταπεινές και ίσως γι’ αυτό πολύ υψηλές. Θέλει να ζωγραφίσει τη γέφυρα του τρένου που περνά απ’ το σπίτι του μιαν ορισμένη ώρα. Νομίζει κανείς πως όλη η ιστορία και η θεωρία της ζωγραφικής υπήρξαν και λειτούργησαν για να ευοδωθεί μόνο αυτό: η εικόνα μιας γέφυρας, η κατάθεση ενός σώματος. Προσωπικά, αποφεύγοντας τα όποια θεωρητικά υποστυλώματα περί πλαστικής αυτάρκειας κ.κ.κ. , θέλω να πω μόνο τούτο πως πρόκειται για μια ζωγραφική που υφίσταται από μόνη της – για όσους βέβαια μπορούν να δουν τα χαρακτηριστικά του Μαντζαβίνου, δηλαδή η δυναμική ευφορία της γραφής, το υπαινικτικό σχέδιο, η «ευημερία» του χρώματος, το συγκινησιακό υπόστρωμα που μετέχει του οπτικού γεγονότος, η αναγωγή στο ουσιώδες, η οργάνωση που δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας στο θεατή παρά την ανησυχία του θέματος, είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε καλής ζωγραφικής ανά τους αιώνες. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να πούμε πως ο Μαντζαβίνος είναι αρκετά κοινότυπος. Και τέλος έχει κάτι που εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ και που μπορεί να εντοπιστεί σε δύο-τρεις ακόμη της γενιάς του: πνευματικότητα. Αυτό το κάτι που αδιόρατη αχλύ, από την απερίγραπτη ατμόσφαιρα των βυζαντινών εικόνων.
Είναι αληθινά παρήγορο πως σήμερα υπάρχει μια ζωγραφική στην Ελλάδα που δεν υποκύπτει στον ανεγκέφαλο σνομπισμό μιας προκατασκευασμένης πρωτοπορίας με παντελή την έλλειψη οποιαδήποτε αληθινά πρωτοποριακής ιδέας και που δεν διακατέχεται από συμπλέγματα περί στυλ ή προσώπων αλά που ξέρει ν’ αφομοιώνει τις εικαστικές της αγάπες και τα εικαστικά της δάνεια.
Η ένδεια ιδεών στον τόπο μας , που είναι πολύ πιο ανησυχητική από τα πάθη της δευτερογενούς και εξαρτημένης οικονομίας μας συχνά ισοφαρίζεται από τη μεγιστοποίηση ελαχιστοτήτων, ή όπως λένε οι Ιταλοί nulla mitichiata δηλαδή μυθοποιημένων μηδενικών. Βέβαια στο μέλλον μια νηφάλια αποτίμηση θα αποκαταστήσει τα πράγματα. Ως τότε όμως ας αρκεστούμε στο να χαιρόμαστε αυτούς τους καλλιτέχνες που είναι σημερινοί και συγχρόνως κλασικοί, που διακονούν την υπόσταση του κοινωνικού τους χώρου αλλά συγχρόνως τη μια αναλλοίωτη και απαρασάλευτη ζωγραφική…
Το παράθεμα του τίτλου δεν υποκύπτει στη σύγχρονη τρέλα των Latin αλλά θέλει να δείξει πόσο σημαντικοί είναι οι συγγραφείς και οι ποιητές της αμερικανικής ηπείρου και συνάμα πόσο άγνωστοι σε μας, στους παντογνώστες Ευρωπαίους. Άλλη μια περίπτωση δηλαδή καλλιτεχνικής «αδικίας».
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
31 Οκτωβρίου 1987
Δεν είναι καινούργιο ια την ελληνική κοινωνία, το πρόβλημα της προσέγγισης καλλιτέχνη και κοινού. Εντονότερα όμως εμφανίζεται για τους νέους δημιουργούς, για τους νέους καλλιτέχνες. Κάθε προσπάθεια λοιπόν παρουσίασης της δουλειάς τους, που δυστυχώς σ’ εμάς συνδέεται κύρια μόνο με την ιδιωτική προβολή, αποτελεί ένα ιδιαίτερο γεγονός, και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο. Ακόμη περισσότερο όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο που με ειλικρίνεια και σαφήνεια προσπαθεί να εκφράσει τις συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας, που με την σφραγίδα πάνω απ’ όλα του εαυτού του είναι μακριά από τους στείρους δανεισμούς οι οποίοι κατακλύζουν την ελληνική δημιουργία. Είναι μακριά από τις ιδεολογικές συγχύσεις και το χάος της αυτονομαζόμενης πρωτοπορίας.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ξεχωριστή σημασία αποκτά η έκθεση του Τάσου Μαντζαβίνου στην Αίθουσα τέχνης Μέδουσα.
Απόφοιτος της Α.Σ.Κ.Τ. το 1983 και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου από το 1985, ο Τάσος Μαντζαβίνος παρουσιάζει κυρίως έργα του από τη δουλειά των 3 τελευταίων χρόνων. Είναι πορτρέτα αγαπητών προσώπων, νεκρές φύσεις, τοπία από την ελληνική επαρχία.
Είναι οι μνήμες από την παιδική ηλικία, τα καθημερινά πράγματα που μας περιτριγυρίζουν χωρίς κανείς να τα προσέχει, είναι μια κραυγή για μια πραγματικότητα που χάνεται μέσα στους τρελούς ρυθμούς της εποχής μας. Η λάμπα, το ράδιο, το πήλινο κανάτι και τα παλιά γυαλικά, γεμίζουν από συναισθηματική φόρτιση, μετατρέπονται σε μια ζεστή ανθρώπινη παρουσία. Και όλα αυτά, χωρίς κανένα επιτηδευμένο στήσιμο, χωρίς καμιά φτιασιδωμένη σύνθεση προσπαθώντας πάντα να τα ερμηνεύσει, τοποθετούμενος ο ίδιος απέναντί τους. Σ’ αυτή τη σχέση καλλιτέχνη και περιβάλλοντος, βρίσκονται και οι μορφοπλαστικές αναζητήσεις του. Το σχεδίασμά του απλό και καθαρό, η γλώσσα του σαφής και ειλικρινής, υποτάσσεται και μετατρέπεται σε μέσο προσέγγισης της πραγματικότητας.