ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
14 Μαρτίου 1985
Ντόρα Ρογκάν
Ματιές στις εκθέσεις
Ο Β. Κυπραίος μας εντυπωσιάζει με την πρόσφατη δουλειά του που παρουσιάζει στην «Μέδουσα». Πρόκειται για μεγάλα σε διαστάσεις έργα που κατακτούν το χώρο μέσα από το χρώμα και τη δομή της σύνθεσης έτσι όπως την εννοεί ο καλλιτέχνης.
Σε ένα εμπνευσμένο μεταίχμιο ανάμεσα στην παραστατικότητα που ανανεώνεται ολοένα μέσα από διαρκώς νέες σε πνοή λύσεις, τα τωρινά έργα του ζωγράφου προβάλλουν σαν μια εύγλωττη σύνοψη των προηγούμενων αναζητήσεών του και συνάμα σαν ένα καινούργιο «άνοιγμα» προς το μέλλον. Οι μορφές και τα σχήματα που ενορχηστρώνονται με μια απόλυτη και μουσική σε υφή αρμονία εδώ υλοποιούν μια τελείως προσωπική στον Κυπραίο αντίληψη της προοπτικής ώστε να «καταργείται» όσο γίνεται πιο δημιουργικά το δισδιάστατο του έργου και να αισθάνεται κανείς θωρώντας το ότι το τελευταίο όχι μόνο προβάλλει στο χώρο αλλά και απορροφάται και αφομοιώνεται απόλυτα με αυτόν.
Καταργείται όσο γίνεται πιο εμπνευσμένα το δυαδικό εξ ορισμού πρώτο και δεύτερο πλάνο όπως άλλωστε και κάθε απόλυτα αναγνωρίσιμη μορφή για να προβάλλει αποκλειστικά μέσα από κάθε σύνθεση μια εμπνευσμένη ποιητική πνοή. Ποίηση και μουσικά είναι τα δύο κύρια χαρακτηριστικά τα δύο εμπνευσμένα γνωρίσματα στα πρόσφατα έργα του Κυπραίου που φέρουν μέσα τους και υποβάλλουν γύρω τους κάτι από τη γεύση της κοσμογονίας. Βλέποντάς τα υποψιάζεσαι πολύ περισσότερο δρώμενα από όσα αποκαλύπτονται σε μια εκ πρώτης όμως θεώρηση. Μαντεύει ανεξάντλητες σε αριθμό νέες λύσεις. Εντυπωσιάζεσαι από το κατ’ εξοχήν οργανικό δέσιμο του χρώματος με τις απαιτήσεις της σύνθεσης και την σχεδόν στην κυριολεξία «ροή» των μορφών και των σχημάτων.
Πρόκειται για έργα που φέροντας μέσα τους κάτι το μεστό από την Ανατολή, το Βυζάντιο και συνάμα από τη γεύση και την υφή της σύγχρονης τέχνης μαρτυρούν πάνω απ’ όλα την έντονη και στο έπακρον δημιουργική προσωπικότητα του ζωγράφου που αντλώντας στο έπακρον από τον πυρήνα και την βαθύτερη υπόσταση της εκάστοτε έμπνευσής του ξέρει πώς να τα αξιοποιεί στο έπακρον.
Ένας ολόκληρος κόσμος ή άλλον πολλοί κόσμοι ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας και στην ψυχή μας. Και αυτή ακριβώς, η ψυχική υποβολή που ασκούν επάνω μας αυτά τα έργα είναι το αναμφισβήτητο τεκμήριο και η εγγύηση για την έντονη προσωπικότητά τους. Σε μιας εποχή που είναι σπάνιο να επισημαίνει μια προσωπικότητα και μάλιστα, έντονη σε ένα έργο, αποτελεί κατόρθωμα να μπορεί ο καλλιτέχνης να την υποβάλλει όχι μόνο σε μια του σύνθεση αλλά σε όλες δίχως εξαίρεση και με έναν ανανεωμένο κάθε φορά ρυθμό και τρόπο. Ο ρυθμός στο χρώμα και στο σχήμα, ρυθμός που πλάθει και κατοικεί την σύνθεση και μαζί με αυτήν και τον χώρο στον οποίο αυτή προβάλλει αποκαλύπτει στο έπακρον την πάνω απ’ όλα ποιητική δηλαδή διττά δημιουργική προσωπικότητα αυτού του εξαιρετικά ταλαντούχου καλλιτέχνη.
ΤΑ ΝΕΑ
Μάρτιος 1985
Χάρης Καμπουρίδης
Στους πίνακες του Β. Κυπραίου, πρόσωπα και πράγματα διαπερνώνται από χρωματιστά ρεύματα διαφόρων κατευθύνσεων, σαν να ήταν διαφανή και άυλα. Στοιχεία από μινωικές ή αιγυπτιακές τοιχογραφίες, από φιγούρες της Αναγέννησης, εμπλέκονται στους σύγχρονους χώρους και σε συνδυασμό με τη διαπερατότητα των μορφών, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μεταφυσική, σουρεαλιστική. Ο χρόνος μοιάζει να ‘χει σταματήσει ή να κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μεταμορφώνοντας τις φιγούρες, μετασχηματίζοντας την υπόστασή τους. Πρόκειται για μνήμες, ατομικές ή συλλογικές, που ο ζωγράφος αναπλάθει με ευαισθησία, νοσταλγία και πολύ στοχαστικότητα και τις οποίες ανασυνθέτει μέσα από το δικό του ζωγραφικό και ιδεολογικό πρίσμα.
Η έκθεση αυτή του Κυπραίου είναι η πρώτη μετά από αρκετά χρόνια αυτοαπομόνωσης και πιθανότατα τα έργα του να έχουν στοιχεία βιωματικά. Η χρονική όμως αναστροφή που τα διακρίνει όσο και η ελεύθερη ανάμειξη και αφομοίωση ποικίλων θεματικών και μορφοπλαστικών στοιχείων, κάνει αυτή τη δουλειά του ιδιαίτερα επίκαιρη και ευρύτερα σημαντική. Σ΄ όλο τον κόσμο σήμερα, όλο και περισσότεροι ζωγράφοι αρχίζουν να εμπιστεύονται περισσότερο τη δική τους αφομοιωτική δύναμη παρά τις διαρκώς νεοεμφανιζόμενες νεοτεριστικές τάσεις. Ίσως ο μοντερνισμός – η μανιώδης δηλ. αναζήτηση νέων στιλ – μετά από 100 χρόνια κυριαρχίας και αφού πλούτισε το εκφραστικό λεξιλόγιο της ζωγραφικής, να έχει φθάσει σε κάποια όρια. Ο μεταμοντερνισμός, όμως, η ελεύθερη δηλ. προσάρτηση παλιότερων μορφών ή ξένων τεχνικών, φαίνεται ότι έρχεται στο προσκήνιο, επιτρέποντας τη χρησιμοποίηση για τις σημερινές εκφραστικές ανάγκες στοιχείων από όλους τους πολιτισμούς και όλες τις τέχνες. Μήπως αυτό δε γίνεται στο στον κόσμο του μέσου ανθρώπου, όταν η καθημερινή τηλεοπτική του ενημέρωση περιλαμβάνει αδιακρίτως και σε ισοπεδωτική σειρά στοιχεία από όλους τους πολιτισμούς, παλιούς και νέους, κοντινούς και μακρινούς, εξοικειώνοντάς τον μ’ όλο το ανθρώπινο παρελθόν.
Στη μεταμοντέρνα τέχνη – κι ο Κυπραίος ανήκει στους λίγους Έλληνες ζωγράφους που την εκφράζουν πηγαία, γνήσια και πειστικά – το κάποτε θεωρούμενο ως μειονέκτημα: η ισχυρή στο χρόνο παράδοση, οι εθνικοί μύθοι που απέτρεψαν την παραγωγή η αποδοχή του μοντερνισμού εκτιμώνται πάλι ως ιδεολογικός πλούτος, πρόσφορος για αξιοποίηση και επανεγγραφή. Τώρα που ο Ράουσεμπεργκ κάνει μεταμοντέρνα τέχνη, τώρα που ο Παλαντίνο ζωγραφίζει ρωμαϊκούς κίονες, τώρα που οι Σέρβοι εγγράφουν τη βυζαντινή εικον0γραφία στην πρωτοπορία τους (και ενώ δε θα είναι παράδοξο να δούμε κυκλαδικά εδώλια στους πίνακες κάποιου Τούρκου ζωγράφου), είναι ίσως καιρός να δούμε με άλλο μάτι (και χωρίς προκατάληψη) την ελληνική ζωγραφική γενιά του ’30 και τις αναζητήσεις της πριν έλθει η στιγμή που – κατά την προσφιλή μας συνήθεια – θα εισαγάγουμε και τον μεταμοντερνισμό από το Παρίσι. Για μια τέτοια προβληματική, η νέα δουλειά του Κυπραίου αποτελεί μάθημα ήθους.
Η ζωγραφική του Βασίλη Κυπραίου
Κοιτάζοντας τους μεγάλους πίνακες του Βασίλη Κυπραίου, μέσα στην απόλυτη σιγή που οι ίδιοι υποβάλλουν, ξανασκέφτομαι πόσο παράξενη είναι η μοίρα των τεχνών. Συλλογίζομαι – ποια άραγε θα ήταν σήμερα η μορφή του κινηματογράφου χωρίς την εισβολή σ’ αυτόν της ομιλίας, αν μέχρι το τέλος είχε αντισταθεί να υποταχθεί στον πανίσχυρο ανθρώπινο λόγο, πως θα ήταν τώρα αυτή η τέχνη της κινούμενης εικόνας, ποιες άλλες, εκτός λόγου, σημασίες θα είχε εγκαταστήσει. Και η ζωγραφική αυτή η αποκλειστική τέχνη της Επιφάνειας, με ποιες σχισμές, τι χαράγματα, αυτή η αποκλειστική τέχνη της Επιφάνειας, με ποιες σχισμές, τι χαράγματα, με τι πτυχές θα εξαπλωνόταν, αν αναιρούσε, αν δεν είχε ποτέ ανακαλύψει την Προοπτική, τον τρίγωνο χώρο του βάθους που προς τα εκεί φαίνονται όλα να συγκλίνουν – αντί να ωθεί συνέχεια, να μετατοπίζει διαρκώς τους ορίζοντές της, να πολιορκεί ακατάπαυστα τα αθέατε αλλά ογκώδη όριά της, μέσα στις βαθιές αναδιπλώσεις της να συμπιέζει αυτό που Είδε.
Ο Βασίλης Κυπραίος μας δίνει με το έργο του μια πολύτιμη απάντηση αποκαλύπτει τον κίνδυνο του Σχηματιζόμενου, με φαρδιούς ιμάντες συγκρατεί αυτήν την αέναα μεγεθυνόμενη Επιφάνεια, μετρά το απροσδόκητο εύρος, την κρίσιμη παράταση της εκπνοής της. Η ζωγραφική του είναι τα μετέωρα εκθαμβωτικά θραύσματα ενός κρυστάλλου, που αγγίζοντας έναν μέγιστο βαθμό διαφάνειας εξερράγη και διασκόρπισε παντού την χρυσή άμμο του φωτός, το φύσημα ενός έγχρωμου αέρα που οι ριπές του έλαμψαν πάνω στους τοίχους είναι παλίρροιες νερών βαμμένων, περιστατικά μιας ύλης, απέραντης και φανερής που έχει κιόλας φθαρεί έως το δεύτερο βλέμμα – αλλά όλα φαίνονται να υπακούν, να προσδιορίζονται από το Σχήμα του σώματος του ανθρώπου, βλέπω ένα αρχαίο χέρι να έρπει, να κάμπτεται, να άπτεται των πραγμάτων, με μια ευλυγισία που προκαλεί φρίκη. Το φάσμα της Ιδωμένης παρουσίας πάλλεται με αδρές χαοτικές κινήσεις πύκνωσης και αραίωσης – ανεξιχνίαστοι αλλά απαράβατοι Ασύμμετροι κανόνες, συστέλλουν και διαστέλλουν τις μορφές απολιθώνουν και εξατμίζου, συσσωρεύουν και εξορίζουν τα χρώματα στικτά και ριγωτά κελύφη, όρθια χόρτα και στρογγυλοί λείοι κλάδοι και κορμοί. Αδιόρατες αφές άφησαν το ίχνος τους επάνω στην εικόνα. Είναι όταν αυτή σχεδόν οριστικά ακινητεί, όταν συστρέφοντας με αγωνία τα μέλη της κρεμιέται Λοξή πάνω από την γη, σαν ιπταμένη – εκεί όπου απογυμνώνεται, και τότε φαίνεται ο σκοτεινός της σκελετός, κι εκεί όπου περιτυλίγεται ταινίες διαυγείς, λωρίδες από ερωτικά υφάσματα της μνήμης.
Μικρέ, μαύρες, διάσπαρτες Τρύπες οδηγούν σε ιστούς του βυθού. Σαν σε μια Κλίμακα δραματικών Αποτυπωμάτων ανέρχεσαι την εικόνα του Κυπραίου για να συναντήσεις εκεί στην κορυφή μιας γυναίκα. Στρίβει, απλώνει τα χέρια της, τεντώνει το πρόσωπό της – πανούργο, υπεροπτικό, αφηρημένο κι από εκεί, από το ανοιχτό της πρόσωπο καταλαβαίνεις πως μόλις πέρασε πάνω από αυτό το πρόσωπο μια Απόφαση, η Έκπληξη, ο έρωτας, μια σκέψη και ο φόβος – ανίκητο το πρόσωπο της γυναίκας μένει εκεί μοναχικό, κοιτάζει ακίνητο προς το μέρος απ’ όπου έφυγε, εξαφανίσθηκε εκείνο που πριν την έσυρε, την κράτησε επάνω από την άβυσσο. Δεν αποτιμώ τη σημασία και την αξία του Κυπραίου πιστεύω πως είναι πολύ μεγάλες, αλλά σωπαίνω: περιορίζομαι να αναγνωρίσω α πρωτογενή υλικά του – και με πιάνει δέος όταν παρακολουθώ της Αργές Κινήσεις που αποτυπώνει, οι οποίες, με μια αρχέγονη γνώση, διευθετούν τα υλικά αυτά, σε στιβάδες ορυκτών αποκαλύψεων και εκεί Παρεμβαίνει το Σώμα του ανθρώπου, που αναδεικνύεται και αυτό Στιβαδωτό, συγγενές όλων των κοιτασμάτων της γης αυτής.