ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ, 16 Φεβρουαρίου 2002
Βιβή Βασιλοπούλου
Με όπλο το Χιούμορ, πάμε στη «Μέδουσα»
Είχαμε πολλά χρόνια να δούμε έκθεση του Αντώνη Νίκογλου στη «Μέδουσα», από το 1988. Εν τω μεταξύ, μεσολάβησε η Θεσσαλονίκη, το Παρίσι και η Κολονία. Και τώρα πάλι στη «Μέδουσα», γιατί ο ίδιος ξέρει να επανέρχεται όταν υπάρχει λόγο ή αμφιβολία – για να τη μοιραστεί και να ζητήσει τη συμμετοχή μας. Ο κόσμος του Anton είναι σφαιρικός αλλά μινιμαλιστικός, που σχολιάζει και σχολιάζεται συνειδητοποιημένα, που έχει προκύψει από κουραστικό ένδον σκάπτειν και δεν διστάζει να εμφανίζεται απο-καλυπτικά, χωρίς προσχήματα,αναστολές και περιβολή.
Ένα εμφανές προνόμιο είναι το διάχυτο γκρίζο που καλύπτει με το απροσδιόριστο ό,τι δεν πρέπει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
Το σύνολο σοβαρό, όχι σοβαροφανές, αυτοσαρκαστικό, με χιούμορ ως επίγνωση υπαρξιακή, ως ταξική διάσταση και κυρίως διάκριση: στους έχοντες και μη έχοντες χιούμορ. Και όσο πιο μαύρο τόσο το καλύτερο. Ο Anton συνεχίζει σε ένα ιδιαίτερα προσωπικό ύφος, δοκιμάζοντας ταυτόχρονα και το βαθμό της ώσμωσης ανάμεσα στη φωτογραφία και τα εικαστικά, το βαθμό ωρίμανσης της σχέσης τους στο έργο του.
.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 4 Φεβρουαρίου 2002
Μαρία Μαραγκού
Ας έρθουμε σε μερικές καλές εκθέσεις από νέους σχετικά ζωγράφους, αρχίζοντας από τον εξαιρετικά ευαίσθητο Αντώνη Νίκογλου (Anton) στην γκαλερί «Μέδουσα». Ο καλλιτέχνης ξεκινά με το φωτογραφικό μέσον επεξεργασμένο με το πινέλο, ζωγραφίζει δηλαδή με μικτά μέσα και χειρισμούς που υπερασπίζονται θεματικά την έννοια των μεταμορφώσεων της αυτοπροσωπογραφίας. Θεατρικότητα στη στάση των σωμάτων, σουρεαλιστικά στοιχεία με συμβολικές προεκτάσεις, ένας ρεαλισμός της γραφής που αναπτύσσει ελλειπτικά την αφήγηση, διαπερνώντας την ιστορία της ζωγραφικής, απ’ όπου αντλεί εκλεκτικά.
ΕΣΤΙΑ, 25 Φεβρουαρίου 2002
Κρίστα Κωνσταντινίδη
Κι άλλη ζωγραφική
Το έργο του Αντώνη Νίκογλου δεν είναι αμιγώς ζωγραφικό. Είναι βασισμένο σε φωτογραφικό υλικό, το οποίο επεξεργάζεται απλώνοντάς το με το πινέλο και καταλήγοντας σε ζωγραφικό αποτέλεσμα. Αυτή ακριβώς η αμφισημία της εικόνας είναι που κάνει το έργο ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μεταμόρφωση της αυτοπροσωπογραφίας είναι το βασικό θέμα της ενότητας αυτής, στη «Μέδουσα». Φιγούρες δραματικές κι ευαίσθητες μαζί, κουβαλούν στοιχεία σουρεαλιστικά δοσμένα σε ρεαλιστική γραφή και στημένα με θεατρικό πνεύμα. Ατμοσφαιρικές εικόνες μέσα απ’ τις οποίες ο καλλιτέχνης σαρκάζει κι αυτοσαρκάζεται, βγάζοντας στην επιφάνεια ζητήματα που αφορούν τον εικαστικό χαρακτήρα της φωτογραφίας, αλλά και τη φωτογραφική διάσταση της ζωγραφικής.
ΣΚΕΨΕΙΣ
Ο κόσμος που φτιάχνει ο Αντώνης Νίκογλου σ' αυτή την έκθεση είναι ένας κόσμος όπου όλα καθορίζονται από μια αμφιβολία, ένα δισταγμό, μια αμφισημία. Η φωτογραφία δεν είναι και τόσο αμιγής, αφού το φωτογραφικό υλικό, απλωμένο κάθε φορά με το πινέλο στις επιφάνειες και ξαναδουλεμένο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, δίνει μιαν αίσθηση ζωγραφικής σ' αυτά τα έργα. Αλλά και ο εικαστικός χαρακτήρας της φωτογραφίας ή της ζωγραφικής δεν παραμέ¬νει αναλλοίωτος, αφού η θεατρικότητα εισρέει στο έργο από τη μεριά της performance κατά τη διαδικασία της παραγωγής του. Η έννοια του αυτοπορτραίτου ακυρώνεται από την ένδυση ενός χαρακτήρα - «δεν είμαι εγώ, είναι έ¬νας άνθρωπος», λέει ο ίδιος, «θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε στη θέση μου» - το τραγικό από το κωμικό, η μελαγχολία από τη σάτιρα. Αλλοίωση: σαν εκείνη που παθαίνει το φωτογραφικό υλικό που απλώνει με το πινέλο του από το φως. Αλλά και μαζί λεπτή εξισορρόπηση. Η τραγική πλευρά της ακύρωσης της ίδιας του της εικόνας, η οδύνη που αναδύεται από κάποια έργα, ο ναρκισ¬σισμός σε κάποια άλλα, εξισορροπούνται από το χιούμορ και τη σάτιρα του ε¬αυτού του και των άλλων. Από την άλλη, αυτή η αμφισημία είναι ταυτόχρονα και ο τόπος συνεύρεσης των δύο εννοιών που η αντίθεση τους τη συνθέτει: το άσπρο ζυμώνεται με το μαύρο, η θλίψη απαλύνεται από το χιούμορ, η τραγικότητα από το κωμικό. Το ά¬σπρο και το μαύρο δε σηματοδοτούν πάντα την αντίθεση: θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι δύο όψεις του νομίσματος, οι οποίες δεν μπορούν να υπάρξουν η μία χωρίς την άλλη, σαν το Γιν καί το Γιανγκ .
Το άχρονο και το απροσδιόριστο: το ακαθόριστο τον έλκει. Του αρέσει να θέτει με τις εικόνες του ερωτήματα που δεν θα πάρουν ποτέ οριστική απάντηση. Ο θεατής δε θα σταματήσει να αναρωτιέται για τις πραγματικές διαστάσεις του κύβου' κι αυτά τα παράξενα απόκοσμα τοπία με την πίσω όψη των γιγαντιαίων πανώ δε θα μάθουμε ποτέ πού είναι. Τα τοπία του είναι «στη μέση του πουθε¬νά», όπως και οι χαρακτήρες του .
Η φωτογραφία, το είδωλο, ο καθρέφτης: συνειδητά ή ασυνείδητα, ο Αντώνης παίζει με τα κλισέ της αυτοπροσωπογραφίας επενδύοντας τα με την προσωπική του γλώσσα. Ο περιορισμένος χώρος που απομένει για αυθεντικότητα στο έργο τέχνης είναι πλέον ένας κοινός τόπος, και ο ίδιος τον αποδέχεται ως αποτέλεσμα ενός συστήματος εκλεκτικών αναφορών: «όλοι έχουμε τις αναφορές μας ο Caravaggio, o Bacon, o Poussin, ή κάτι που είδα στο δρόμο». Δε θεωρώ βέβαια τυχαίο το γεγονός ότι, ερχόμενος από το χώρο της αφαίρεσης, αρχίζει να αναπτύσσει αυτή την τεχνική στα μέσα της δεκαετίας του '90, σε μια στιγμή γενικότερης στροφής των τάσεων που επικρατούσαν στα κέντρα της τέχνης προς τη φωτογραφία, ως ένα μέσο που αφορά μεν τη ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά μπορεί με την παρέμβαση του καλλιτέχνη να γίνει εξαιρετικά προ¬σωπικό. Αυτός ο «αλλοιωμένος», πολύ προσωπικός ρεαλισμός, σημείο των και¬ρών της αλλαγής του αιώνα, χαρακτηρίζει και τη δουλειά του Αντώνη .
Ο χρόνος σταματάει κάθε φορά σ' αυτά τα έργα, για ν' αποτυπωθεί η εικόνα μιας στιγμής. Στη φωτογραφία προστίθεται η θεατρικότητα της performance. To ίδιο το σώμα του καλλιτέχνη «φοριέται» μαζί με την περσόνα και γίνεται το τελετουργικό κοστούμι που βάζει και βγάζει κάθε φορά για να σηματοδοτήσει τη διαδικασία παραγωγής του έργου .
Αλλά υπάρχει τίποτα πιο «άχρονο» από ένα ανθρώπινο σώμα; Ενσαρκωμένες σε σώματα οι σκέψεις, τα όνειρα, οι αναμνήσεις, πίσω από το διάφανο παραπέτασμα από τα ίχνη του πινέλου, θα μπορούσαν να έρχονται από οποιαδήποτε στιγ¬μή του χρόνου, του παρελθόντος ή του μέλλοντος. Κι ωστόσο η φωτογραφία αυ¬τού του ανθρώπου που ψάχνει στο έδαφος ή που προσπαθεί να πετάξει, δίνει την εντύπωση πως είναι ένα στιγμιότυπο, πως βγαίνει από μια σεκάνς στιγμών, σαν τις χρονοφωτογραφίες του Muybridge .
Ο χρόνος σταματάει κάθε φορά σ' αυτά τα έργα που έχουν και αιωπή και ήχο, για ν' ακουστεί ένα κλικ της φωτογραφικής, ή η κραυγή αυτού του ανθρώπου που η απελευθερωτική του κίνηση μοιάζει να θέλει να σκεπάσει τον ήχο του κόσμου, ενώ η ίδια φιμώνεται από της ήρεμες, σιωπηλές κινήσεις του πινέλου. Ή ακόμα το τραγούδι ενός πουλιού, ακόμα κι αν αυτό τυχαίνει να είναι κοράκι .
Ο Αντώνης ανήκει σ' εκείνη την κατηγορία των εικαστικών που παίζοντας απο¬καλύπτουν την ποιητική πλευρά του κόσμου που μας περιβάλλει. Αυτή η εμμονή του με τα πουλιά δεν παύει να ανακαλεί στη μνήμη την εμμονή του Uccello ή την πτητική μηχανή του Leonardo και τις ζωγραφισμένες σκέψεις του που γνωρίζουμε από τα σχέδια στα τετράδια του .
Κι αν δεν είναι πουλί, ένα άλλο φτερωτό πλάσμα εισβάλλει στο σύμπαν του Αντώνη: ένας μαύρος άγγελος, από εκείνους τους έκπτωτους. Ταξιδιώτης μιας πτήσης που ματαιώθηκε, με πρόσωπο μακιγιαρισμένο σαν κλόουν, με φτερούγες που στάζουν σαν να ματώνουν και σφιγμένες γροθιές. Η αντίθεση ανάμεσα στις μαύρες φτερούγες και το λευκό φόντο πολλαπλασιάζεται από το ρυθμό των σταγόνων που το λερώνουν, αντηχώντας την ένταση των σφιγμένων γροθιών, την ένταση ανάμεσα στην επιθυμία για πτήση και τη ματαίωση της, το θυμό και την οδύνη . Η πτώση προϋπάρχει στη φύση του ανθρώπου: είναι η οδυνηρή ιστορία του Ικάρου. Αλλά οι ελάχιστες πιθανότητες που έχει να πετάξει ο ήρωας του Αντώ¬νη μ’αυτά τα φτερά τα δεμένα στα δάχτυλα και ο αντικατοπτρισμός των χαρακτηριστικών του πουλιού στη μορφή του ίδιου του εικαστικού εξισορροπούν τον έλεο και το φόβο με το μειδίαμα του θεατή - όπως το συνηθίζει άλλωστε: το μειδίαμα μιας ανεξήγητης συνενοχής ...
Χριστιάνα Γαλανοπούλου θεωρητικός της τέχνης