Το Λαύριο, στις ακτές της Αττικής, υπήρξε επί τρεις χιλιάδες χρόνια σημαντικό κέντρο εξόρυξης μεταλλευμάτων. Εκεί βρίσκονταν τα μεταλλεία αργύρου που στήριξαν την πολιτική και οικονομική ηγεμονία της Αθήνας κατά την περίοδο της αρχαιότητας, ενώ ο μόλυβδος, το μαγκάνιο και το κάδμιο αποτέλεσαν τα κύρια μεταλλεύματα που εξορύσσονταν εκεί κατά τους νεότερους χρόνους. Σήμερα, τα ορυχεία του Λαυριού έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ τα βιομηχανικά κτήρια της περιοχής στέκουν ερειπωμένα. Η βίντεο-εγκατάσταση της Στραπατσάκη, με την περίκλειστη μεταλλική κατασκευή και τις δύο μικρές οθόνες, τοποθετημένες κάθετα και σε γωνία με το επίπεδο του εδάφους, μοιάζει διαποτισμένη από την αίσθηση της ιστορίας αυτού του τόπου, καθώς οι λάμψεις και αντανακλάσεις των χρωμάτων στις αφαιρετικές εικόνες του βίντεο θυμίζουν μεταλλεύματα και ορυκτούς κρυστάλλους, αναπλάθοντας έτσι την ατμόφαιρα μιας παλιάς παράδοσης, αλλά και την ομορφιά που αυτή παρήγαγε. Η μεταλλική κατασκευή στην οποία εισέρχεται ο θεατής για να παρακολουθήσει το βίντεο παραπέμπει στις υπόγειες στοές που φιλοξένησαν γενεές επί γενεών μεταλλωρύχων. Οι οθόνες σπινθηρίζουν όπως φανταζόμαστε πως θα σπινθήριζαν τα μεταλλεύματα που εξορύσσονταν εκεί. Το βίντεο περιλαμβάνει εικόνες που τραβήχτηκαν στις στοές του Λαυρίου και ενώθηκαν στη συνέχεια, με την τεχνική του μοντάζ, με εικόνες μεταλλευμάτων τα οποία φυλάσσονται στο μουσείο της περιοχής και εικόνες ζωγραφισμένες με παστέλ σε ανοξείδωτα ελάσματα. Το οπτικό υλικό της εγκατάστασης, ντυμένο με την ατμοσφαιρική μουσική του Χάρη Ξανθουδάκη, συνδυάζει τελικά μια πληθώρα ιστορικών, μυθολογικών και κοινωνικοπολιτικών αναφορών με την αισθητική απλότητα μιας καλειδοσκοπικής παρουσίασης του χρώματος. Η εικαστική δουλειά της Μαριάννας Στραπατσάκη, τόσο στο μέσο του βίντεο όσο και σε εκείνο της ζωγραφικής, διερευνά την ιστορία και τις κουλτούρες της Μεσογείου, αναπλάθοντας μέσω ηλεκτρονικής επεξεργασίας τα αρχαιολογικά, πολιτισμικά και αρχιτεκτονικά μνημεία της περιοχής και δημιουργώντας εκδοχές τους που ανταποκρίνονται στις αναζητήσεις του σήμερα. Στο έργο της, η μεταμόρφωση αυτή της ιστορικής και πολιτισμικής παραγωγής του παρελθόντος είναι μια διαδικασία ιδωμένη μέσα από το πρίσμα της διάδρασης τριών διαφορετικών κόσμων, του χθόνιου, του επίγειου, και του ουράνιου, και άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ποικίλες εκδηλώσεις και αναπαραστάσεις τους, θυμίζοντας τελικά την Ησιόδεια κοσμογονία. Το παιχνίδι των τριών αυτών κόσμων αντικατοπτρίζεται και στο φάσμα των σκηνικών στα οποία η Στραπατσάκη τοποθετεί τις εγκαταστάσεις της, από υπόγειους χώρους και τεχνητές κατασκευές, μέχρι ανάλαφρους εξωτερικούς χώρους λουσμένους στο φως.
Roger Wollen
Curator 1998
Η Στραπατσάκη, από τις σοβαρότερες περιπτώσεις Ελλήνων καλλιτεχνών της video-art, καθόλου όψιμα μάλιστα αλλά από τη δεκαετία του ΄70, οργανώνει την έκθεση «Υπόγειες διαδρομές-Λαύριο» με μία βίντεο-εγκατάσταση και ζωγραφικά έργα πάνω σε ανοξείδωτη λαμαρίνα. Επειδή όμως τα πράγματα δεν είναι ποτέ τυχαία και αποσπασματικά, πρίν συνεχίσω, θα ήθελα να σας θυμίσω «Τα Φαντάσματα της Μεσογείου ή Οι αντικατοπτρισμοί του παρελθόντος». Μια έκθεση πάλι με βίντεο-εγκατάσταση, δουλεμένη στην Αίγινα, όπου το νερό και η παρουσία του αρχαίου ελληνικού κόσμου συνυπήρχαν υπαινιχτικά σε μια ρέουσα εικόνα στα μόνιτορ. Όταν βλέπουμε τη δουλειά ενός καλλιτέχνη, αν βέβαια πάσχουμε από τη διαστροφή να ερμηνεύουμε εκείνη τη στιγμή τα πράγματα και όχι να την ευχαριστιόμαστε σε σχέση με την όποια προσωπική σχέση, εφήμερα μας δημιουργεί, χρειάζεται και να την ανακαλούμε με απόσταση χρονική. Αυτό που σε μένα προσωπικά φτάνει έντονα από «Τα Φαντάσματα της Μεσογείου» της Στραπατσάκη είναι η εικόνα μιας απόλυτης διαφάνειας. Αντίθετα, η τωρινή της δουλειά (ελπίζω να ισχύει και ύστερα από μερικά χρόνια) φτάνει σαν «αναπαράσταση» μιας εντύπωσης υλικότητας στην εικόνα του βίντεο. Αρα, σωστά μιλά για το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας – νερό πρώτα, γή σήμερα – πρίν περάσει στο θάνατο ή τη ζωή με τα καινούργια στοιχεία επεξεργασίας. Αυτά τα λίγα ως προς το περιεχόμενο της εικόνας. Ως προς τον τρόπο τώρα που οργανώνει το έργο, έχει ενδιαφέρον πώς παρακολουθεί τον επίγειο και τον υπόγειο χώρο, πώς συλλαμβάνει το φώς, πώς παγιδεύει τον ήχο. Το έργο (δηλαδή το βίντεο) δεν το παρακολουθούμε μετωπικά αλλά σκύβοντας το βλέμμα σε δύο χοάνες. Ετσι ο θεατής μπαίνει στην ουσία της εικόνας, προσεγγίζει τη στοά δηλαδή. Αλλά και ανακαλύπτει έναν καινούργιο τρόπο να δεί. Ή μάλλον η Στραπατσάκη τοποθετεί «ανορθόδοξα» τα μόνιτορ προχωρώντας και στην έρευνα των εξωτερικών στοιχείων, της φόρμας αν θέλετε, μιας βιντεο-εγκατάστασης. Επίσης, έχει πολύ ενδιαφέρον το σκοτεινό δωμάτιο στο οποίο κρύβεται η εικόνα του βίντεο, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Η υφή της λαμαρίνας, «ζωγραφισμένη» με τις τυχαίες οξυδώσεις, οργανώνει διαλεκτικά την επιφάνεια της ζωγραφικής στα επίτοιχα. Η ζωή μέσα από τις υπόγειες στοές συνεχίζεται στη ζωγραφική της φύσης που έχει διασωθεί. Κάτι άλλο που διασώζεται είναι η απόλυτη συνέπεια της Μαριάννας Στραπατσάκη στον τρόπο της δουλειάς της που έχει και ως αποτέλεσμα την καλή συνέχεια.
Μαρία Μαραγκού
Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 1997
Μετά το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που ετιλοφορείτο «Τα Φαντάσματα της Μεσογείου ή Οι αντικατοπτρισμοί του Παρελθόντος» (1989) μια αναβάπτιση/ανάπλαση του αρχαίου Ναού της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα μες το νερό, με τη χρήση του βίντεο, της κατασκευής (κολόνες από πλέξιγκλας) και των ανοξείδωτων λαμαρινών η Μαριάννα Στραπατσάκη ολοκληρώνει το δεύτερο μέρος της τριλογίας, «Υπόγειες διαδρομές – Λαύριο». Ζωγραφική με παστέλ, χαράξεις πάνω σε λαμαρίνες και μια εγκατάσταση βάρους ενάμιση τόνου συνιστούν το παρόν έργο που εκτίθεται στην αίθουσα τέχνης Μέδουσα. Ενδιαφέροντα τα χρώματα, τα παιχνίδια φωτός και σκιάς, τα παιχνίδια των όγκων, οι συνεχώς μετακινούμενες, μεταλλασσόμενες γραφές από τα παστέλ στην εγκατάσταση που αν και διακριτικά στημένη, δεσπόζει στο χώρο. Εντυπωσιακό αυτό το μεταλλικό «δωμάτιο» που σε καλεί με το άνοιγμά του να μπείς «εντός», αλλά κυρίως να σκύψεις ακόμα πιο «εντός» προκειμένου να δείς, στο εσωτερικό των δύο παράγωνων και διαφορετικού ύψους κατασκευών, τις εικόνες που ξεδιπλώνονται από τις δύο χωμένες βιντεο-οθόνες, φόρμες που παραπέμπουν στο πλάσμα, πετρώματα, κίνηση αργή στην αρχή, νευρώδης, σπασμωδική αργότερα, οξυμμένη, φώτα και χρώματα που παραπέμπουν στη ζωή μας και μουσική βασισμένη σε ήχους εξαίρετα δουλεμένους από τον Χάρη Ξανθουδάκη που μαζί με τον Κώστα Δεληγιάννη (φωτογραφία) και τον Μάκη Φάρο (μοντάζ,ειδικά εφφέ) συνυπογράφουν τα βίντεο. Ενδιαφέρον εκείνο το σβήσιμο των αναγνώσιμων, στην εικόνα, πετρωμάτων από το κίτρινο χρώμα που εισάγει πραγματικά και μεταφορικά το στοιχείο του ανέμου ή εκείνο το βαθύ μπλέ που μαυρίζει, επιτρέποντας τις λάμψεις κάποιων φώτων, για να σηματοδοτήσει το σβήσιμο της πορείας στη ζωή, αλλά μες το φώς. Ενδιαφέρουσα και η εσωτερικότητα των ήχων που μεταφέρουν τον παλμό των υπόγειων στοών, την ηχώ τους, την ιστορία του Λαυρίου, την τραγικότητα αυτού του τόπου. Μια εσωτερικότητα που έρχεται αντιθετικά σε σύνθεση με την «εξωτερικότητα» των χρωμάτων στο βίντεο, οργανική το σκοτεινό και σιωπηλό χαρακτήρα του μεταλλικού θαλάμου, ο οποίος ανακαλεί το «σκοτεινό θάλαμο» του Barthes.
Ελένη Μαχαίρα
Επενδυτής, 15 Φεβρουαρίου 1997
Με το έργο «Υπόγειες Διαδρομές – Λαύριο», η Μαριάννα Στραπατσάκη μας παρουσιάζει το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας εν τω γίγνεσθαι. Πρωταγωνιστές στο τελευταίο της εικονοπλαστικό αφήγημα είναι η Γη και ένας από τους αρχαιότερους τόπους εκμετάλλευσής της, το Λαύριο. Τα διορύγματα που διανοίχτηκαν μέσα στο στέρεο σώμα της γης, οι κοιλότητες που χάσκουν, η υπόγεια ζωή που χθόνια αλλά θαυμαστά εξελίσσεται κρυμμένη κάτω από τα πόδια μας και κάτω από το φως του Ήλιου, αποτέλεσε το πεδίο που περιπλανήθηκε ανήσυχα η όρασή της, τα τελευταία τρία περίπου χρόνια. Το πρώτο μέρος της τριλογίας της, αντίθετα, αναφερότανε στο υδάτινο στοιχείο και συνέδεε την πράξη της δημιουργίας με το φυσικό χώρο του Μεσογειακού πολιτισμού, τη θάλασσα. Σ’ εκείνη την «κοσμογονική» αναπαράσταση, που πραγματοποίησε με μέσα το βίντεο, το νερό, τις κολώνες από πλεξιγκλάς και τις ανοξείδωτες λαμαρίνες, όλα τα στοιχεία ήτανε συγκεντρωμένα σε μία κατασκευή μέσα στον χώρο. Υλικά, τεχνικές, εικόνα και γραφή συγχωνεύονταν με τους κεντρικούς ήρωες εκείνης της αφήγησης, που ήτανε το ύδωρ και ο Ναός της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα. Στην ιδιαίτερα ευαίσθητη ανάγνωση του έργου, που έφερε τον τίτλο «Τα Φαντάσματα της Μεσογείου ή οι Αντικατοπτρισμοί του παρελθόντος», γραμμένη από τον ιστορικό τέχνης, Αντρέα Ιωαννίδη, το 1989, υπογραμμιζότανε η συνεχής μετακίνηση της αντίληψης της έννοιας της δημιουργίας από την «κατάλυση» των μορφών και των ιστορικών τους αναφορών στην «αποκατάστασή» τους. Η ιστορία και η εικόνα του αρχαίου ναού ξαναβαπτιζότανε, με το έργο της Στραπατσάκη, μέσα στο υδάτινο στοιχείο του ευρύτερου φυσικού και πολιτισμικού τοπίου, δίδοντας γέννηση σε μια νέα αφήγηση περί της ενότητας της Φύσης με την Τέχνη. Σήμερα, η Μαριάννα Στραπατσάκη συνεχίζει να αντικρύζει και να διερευνά αυτήν την ίδια διπολική ενότητα, Φύση-Τέχνη. Στον ορυκτό κόσμο, που φυλάσσεται στη «μήτρα» της Γης, η κίνηση του υδάτινου στοιχείου αναπαρίσταται σε σταθεροποιημένη μορφή. Μέσα σε αυτόν τον στέρεο χώρο, ο άνθρωπος από αιώνες, άρχισε να χτίζει τις διαδρομές ενός τεχνητού κόσμου, που έμελλαν να διανοίξουν και να στερεώσουν τους μελλοντικούς δρόμους και τις στέρεες δομές της βιομηχανικής εποχής, καταλήγοντας στο σημείο της αλόγιστης εκμετάλλευσης του υλικού πλούτου που του παρείχε η Φύση. Σε εκείνο το ιστορικό σημείο, Φύση και Τεχνική διαχωρίστηκαν. Μέσα σε αυτήν την θαμμένη ιστορία, η Στραπατσάκη ξαναπερπατά ανάμεσα στα στοιχεία της Φύσης και τα υπολείμματα μιας νεκρωμένης ζωής, καθοδηγούμενη από μία εξερευνητική σχεδόν περιέργεια. Κι έτσι, αναπόφευκτα, ο καλλιτέχνης και η πράξη της αναπαράστασης διασταυρώνονται με ορισμένες πορείες στην ιστορία της ερμηνείας του κόσμου. Ύστερα από την παρατήρηση του υδάτινου στοιχείου και της ρευστότητας, που σα φυσική κατάσταση ενυπάρχει στο σώμα και αντανακλάται στη διανοητική λειτουργία του ανθρώπου, η μεταστροφή του ματιού της στα στέρεα τοιχώματα της γήινης ενδοχώρας, την φέρει αντιμέτωπη με την αντίληψη της σταθεροποιημένης δομής των πραγμάτων, της σκέψης, της μορφής του λόγου. Η περιπλάνησή της στην περιοχή όπου η Φύση διαβάζεται μέσα από την αέναη ροή της αλλά και από τις αποκρυσταλλωμένες αποτυπώσεις της ίδιας ροής, αναπόφευκτα οδηγεί τη σκέψη και στις διόδους του πνεύματος, όπως διανοίχτηκαν από τον ηρακλειτισμό στον στικισμό. Στην ιστορία του πολιτισμού, αυτές όπως και άλλες οπτικές του κόσμου αποτέλεσαν τα σταθερά σημεία αναφοράς πολλαπλών προσεγγίσεων. Για την τέχνη, αντιπροσωπεύσαν, κατά περιόδους τα αντικείμενα νέων ερμηνειών. Ο καλλιτέχνης, σταθεροποιώντας το μάτι και εστιάζοντας την προσοχή σε μια συγκεκριμένη όψη του κόσμου, αναζητά να την αποκρυσταλλώσει σε κάποια γραφή, σε κάποια ξεκάθαρη δομή και τεχνική, που όμως, πέρα από την εκφραστική τους ιδιότητα, αποδίδουν την αντίληψη του κόσμου συναρτημένη με μια δεδομένη ιστορική σκοπιά. Αλλά το έργο «Υπόγειες Διαδρομές – Λαύριο», σχεδιασμένο, ζωγραφισμένο, γυρισμένο την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, αρνείται συστηματικά να σταθεροποιήσει τη σκοπιά, να απομονωθεί σε μια τεχνική, να ολοκληρωθεί σε μία μόνο γραφή ή να υπογραμμίσει την υπεροχή μίας μόνο δομής του εικαστικού λόγου. Η εικόνα του ιδίου θέματος αποδίδεται ταυτόχρονα μέσα από διαφορετικά τεχνικά μέσα καταγραφής και έκφρασης. Αρχικά, μια σειρά από παστέλ σε χαρτί μεταφέρει εντυπώσεις από τις εικόνες που συνάντησε η ίδια η καλλιτέχνης μέσα στις σκοτεινές στοές του Λαυρίου. Με το βίντεο, στη συνέχεια, τα ίδια στοιχεία καταγράφονται αποσπασματικά, συγχωνεύονται, μεταμορφώνουν την ολική εικόνα. Και, παράλληλα, πάνω στις κατοπτρίζουσες επιφάνειες των ανοξείδωτων ελασμάτων, πάνω στο επεξεργασμένο μετάλλευμα, σχεδιάζεται η διαδρομή της ελεύθερης χειρονομίας του καλλιτέχνη. Η μία εικόνα εισχωρεί μέσα στην άλλη οπτικά και, ταυτόχρονα, ο ένας χρόνος αντικατοπτρίζεται στον άλλο, μέσα στο χώρο όπου το έργο, αφιερωμένο στις υπόγειες διαδρομές του Λαυρίου, εκτίθεται. Η πρόθεση διαφόρων τεχνικών μετάπλασης ενός κοινού θέματος παρατήρησης, φανερώνει την καλλιτέχνη ασυμβίβαστη με όποια απόλυτη ή δογματική θεωρία της ιστορίας και της αισθητικής της τέχνης. Η τέχνη ταυτίζεται με την τεχνική, με την έννοια του αδιαίρετου μεταξύ της ζωής και του έργου. Τέχνη και καλλιτέχνης δηλώνονται ως οι κληρονόμοι πολλαπλών τεχνών και τεχνικών γνώσεων, αλλά και σαν η σταθερή ενεργός δύναμις, που δραστηριοποιεί την όραση και τη νόηση προς μία μη-στατική αντίληψη του κόσμου. Κάθε διαφορετική γραφή αντλεί από τα έγκατα της γης και μιαν άλλη όψη της, ενώ, ταυτόχρονα, φαίνεται να εξορύσσει μέσα από τα βάθη της ψυχής του καλλιτέχνη και μια καινούργια λέξη γι’ αυτό που παρατηρεί. Η Μαριάννα Στραπατσάκη φαίνεται να υιοθετεί αυτήν την μέθοδο σα μιαν αναγκαία γι’ αυτήν πράξη, προκειμένου η εργασία της απεικόνισης να μην ταυτιστεί τελεολογικά με το αισθητικό της μονάχα προϊόν. Το έργο της τέχνης μιλά, αντίθετα, για τη διαδικασία της παρατήρησης σαν μια πράξη εξόρυξης ενός πλούτου εννοιών και εικόνων, που έγκειται στο βάθος, κάτω από κάθε επίπεδη και γραμμική μορφή πληροφόρησης. Μ’ ένα αυθόρμητο, σχεδόν ερωτικό πάθος, η Μαριάννα Στραπατσάκη διεισδύει μέσα στα στοιχεία της φύσης, μέσα στη θάλασσα, μέσα στη γη, μέσα στις δομές του πολιτισμού, μέσα στην εικόνα της τέχνης για να μας κάνει να «ανακτήσουμε τις αισθήσεις μας», όπως διορατικά είχε παρατηρήσει το 1964 η Susan Sontag αναφορικά με τη γλώσσα της τέχνης και την ανάγνωσή της στο σύγχρονο πολιτισμό. Γι’ αυτό, πριν δηλώσουμε την υπεροχή μιας «νέας» οπτικής του κόσμου, μιας «νέας» ανάγνωσης της τέχνης, ας διερευνήσουμε αν ξέρουμε και μπορούμε «να βλέπουμε περισσότερο, να ακούμε περισσότερο, να νοιώθουμε περισσότερο»*. Η πορεία της Μαριάννας Στραπατσάκη κεντρίζει την ευαισθησία προς αυτήν την αναζήτηση. Απέναντι σε αυτήν την κατεύθυνση, πράγματι περιττεύει η ερμηνεία και η όραση και γραφή επανακτούν την ισχύ τους ως καθαρά δημιουργικές πράξεις. * (Susan Sontag, Against Interpretation, 1964).
Εφη Στρούζα
Κριτικός και Ιστορικός της Τέχνης
[…]είναι μία έκθεση την οποία πρέπει να δει κανείς οπωσδήποτε, με θέμα το Λαύριο, στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα. Η Μαριάννα Στραπατσάκη έχει εργασθεί κυρίως, από τις αρχές της δεκαετίας 1980, στο θέμα της βαθμιαίας παραμόρφωσης που θα υποστεί η εικόνα του εκάστοτε περιβαλλοντολογικού κόσμου, από τον αντικατοπτρισμό του σε ανοξείδωτα, σε εύπλαστα κινητικά και σε μεταβλητά ελάσματα. Και θα προσθέσουμε ότι η τεχνολογία στις εργασίες της είναι μια έμμονη αποσχόληση που θα διαπιστωθεί από το 1985, τόσο στις μεταφορές αυτών των εικόνων στην επιφάνεια του τηλεοπτικού γυαλιού, όσο και στις ενσωματώσεις που πραγματοποίησε το 1989 στο Montpellier, των εικόνων του βίντεο και του πλέξιγκλας σε ενότητες που θα συμβόλιζαν την μυθολογική προέκταση του νερού. Στα έργα στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα, η καλλιτέχνης επιδεικνύει διαδοχικά εικονογραφικά περάσματα από το σχέδιο με παστέλ, στο βίντεο και στις εγγραφές σε ανοξείδωτες και σε οξειδωμένες επιφάνειες. Θα προσθέσουμε ότι αυτές οι τεχνικές μεταβάσεις σε διαφορετικές χρήσεις της εικόνας μέσα από την μεσολάβηση διαφορετικών τεχνικών μέσων, εμφανίζονται εδώ να επεκτείνονται μέσα στο χώρο και να διαφοροποιούνται σε διαφορετικά μεταξύ τους εικονογραφικά είδη.
Εμμανουήλ Μαυρομάτης
Κέρδος, Ιανουάριος 1997
Το πρώτο μέρος της τριλογίας της, αντίθετα, αναφερότανε στο υδάτινο στοιχείο και συνέδεε την πράξη της δημιουργίας με το φυσικό χώρο του Μεσογειακού πολιτισμού, τη θάλασσα. Σ’ εκείνη την «κοσμογονική» αναπαράσταση, που πραγματοποίησε με μέσα το βίντεο, το νερό, τις κολώνες από πλεξιγκλάς και τις ανοξείδωτες λαμαρίνες, όλα τα στοιχεία ήτανε συγκεντρωμένα σε μία κατασκευή μέσα στον χώρο. Υλικά, τεχνικές, εικόνα και γραφή συγχωνεύονταν με τους κεντρικούς ήρωες εκείνης της αφήγησης, που ήτανε το ύδωρ και ο Ναός της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα. Στην ιδιαίτερα ευαίσθητη ανάγνωση του έργου, που έφερε τον τίτλο «Τα Φαντάσματα της Μεσογείου ή οι Αντικατοπτρισμοί του παρελθόντος», γραμμένη από τον ιστορικό τέχνης, Αντρέα Ιωαννίδη, το 1989, υπογραμμιζότανε η συνεχής μετακίνηση της αντίληψης της έννοιας της δημιουργίας από την «κατάλυση» των μορφών και των ιστορικών τους αναφορών στην «αποκατάστασή» τους. Η ιστορία και η εικόνα του αρχαίου ναού ξαναβαπτιζότανε, με το έργο της Στραπατσάκη, μέσα στο υδάτινο στοιχείο του ευρύτερου φυσικού και πολιτισμικού τοπίου, δίδοντας γέννηση σε μια νέα αφήγηση περί της ενότητας της Φύσης με την Τέχνη. Σήμερα, η Μαριάννα Στραπατσάκη συνεχίζει να αντικρύζει και να διερευνά αυτήν την ίδια διπολική ενότητα, Φύση-Τέχνη. Στον ορυκτό κόσμο, που φυλάσσεται στη «μήτρα» της Γης, η κίνηση του υδάτινου στοιχείου αναπαρίσταται σε σταθεροποιημένη μορφή. Μέσα σε αυτόν τον στέρεο χώρο, ο άνθρωπος από αιώνες, άρχισε να χτίζει τις διαδρομές ενός τεχνητού κόσμου, που έμελλαν να διανοίξουν και να στερεώσουν τους μελλοντικούς δρόμους και τις στέρεες δομές της βιομηχανικής εποχής, καταλήγοντας στο σημείο της αλόγιστης εκμετάλλευσης του υλικού πλούτου που του παρείχε η Φύση. Σε εκείνο το ιστορικό σημείο, Φύση και Τεχνική διαχωρίστηκαν. Μέσα σε αυτήν την θαμμένη ιστορία, η Στραπατσάκη ξαναπερπατά ανάμεσα στα στοιχεία της Φύσης και τα υπολείμματα μιας νεκρωμένης ζωής, καθοδηγούμενη από μία εξερευνητική σχεδόν περιέργεια.
Κι έτσι, αναπόφευκτα, ο καλλιτέχνης και η πράξη της αναπαράστασης διασταυρώνονται με ορισμένες πορείες στην ιστορία της ερμηνείας του κόσμου. Ύστερα από την παρατήρηση του υδάτινου στοιχείου και της ρευστότητας, που σα φυσική κατάσταση ενυπάρχει στο σώμα και αντανακλάται στη διανοητική λειτουργία του ανθρώπου, η μεταστροφή του ματιού της στα στέρεα τοιχώματα της γήινης ενδοχώρας, την φέρει αντιμέτωπη με την αντίληψη της σταθεροποιημένης δομής των πραγμάτων, της σκέψης, της μορφής του λόγου. Η περιπλάνησή της στην περιοχή όπου η Φύση διαβάζεται μέσα από την αέναη ροή της αλλά και από τις αποκρυσταλλωμένες αποτυπώσεις της ίδιας ροής, αναπόφευκτα οδηγεί τη σκέψη και στις διόδους του πνεύματος, όπως διανοίχτηκαν από τον ηρακλειτισμό στον στικισμό. Στην ιστορία του πολιτισμού, αυτές όπως και άλλες οπτικές του κόσμου αποτέλεσαν τα σταθερά σημεία αναφοράς πολλαπλών προσεγγίσεων. Για την τέχνη, αντιπροσωπεύσαν, κατά περιόδους τα αντικείμενα νέων ερμηνειών. Ο καλλιτέχνης, σταθεροποιώντας το μάτι και εστιάζοντας την προσοχή σε μια συγκεκριμένη όψη του κόσμου, αναζητά να την αποκρυσταλλώσει σε κάποια γραφή, σε κάποια ξεκάθαρη δομή και τεχνική, που όμως, πέρα από την εκφραστική τους ιδιότητα, αποδίδουν την αντίληψη του κόσμου συναρτημένη με μια δεδομένη ιστορική σκοπιά. Αλλά το έργο «Υπόγειες Διαδρομές - Λαύριο», σχεδιασμένο, ζωγραφισμένο, γυρισμένο την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, αρνείται συστηματικά να σταθεροποιήσει τη σκοπιά, να απομονωθεί σε μια τεχνική, να ολοκληρωθεί σε μία μόνο γραφή ή να υπογραμμίσει την υπεροχή μίας μόνο δομής του εικαστικού λόγου. Η εικόνα του ιδίου θέματος αποδίδεται ταυτόχρονα μέσα από διαφορετικά τεχνικά μέσα καταγραφής και έκφρασης.
Αρχικά, μια σειρά από παστέλ σε χαρτί μεταφέρει εντυπώσεις από τις εικόνες που συνάντησε η ίδια η καλλιτέχνης μέσα στις σκοτεινές στοές του Λαυρίου. Με το βίντεο, στη συνέχεια, τα ίδια στοιχεία καταγράφονται αποσπασματικά, συγχωνεύονται, μεταμορφώνουν την ολική εικόνα. Και, παράλληλα, πάνω στις κατοπτρίζουσες επιφάνειες των ανοξείδωτων ελασμάτων, πάνω στο επεξεργασμένο μετάλλευμα, σχεδιάζεται η διαδρομή της ελεύθερης χειρονομίας του καλλιτέχνη. Η μία εικόνα εισχωρεί μέσα στην άλλη οπτικά και, ταυτόχρονα, ο ένας χρόνος αντικατοπτρίζεται στον άλλο, μέσα στο χώρο όπου το έργο, αφιερωμένο στις υπόγειες διαδρομές του Λαυρίου, εκτίθεται. Η πρόθεση διαφόρων τεχνικών μετάπλασης ενός κοινού θέματος παρατήρησης, φανερώνει την καλλιτέχνη ασυμβίβαστη με όποια απόλυτη ή δογματική θεωρία της ιστορίας και της αισθητικής της τέχνης. Η τέχνη ταυτίζεται με την τεχνική, με την έννοια του αδιαίρετου μεταξύ της ζωής και του έργου. Τέχνη και καλλιτέχνης δηλώνονται ως οι κληρονόμοι πολλαπλών τεχνών και τεχνικών γνώσεων, αλλά και σαν η σταθερή ενεργός δύναμις, που δραστηριοποιεί την όραση και τη νόηση προς μία μη-στατική αντίληψη του κόσμου. Κάθε διαφορετική γραφή αντλεί από τα έγκατα της γης και μιαν άλλη όψη της, ενώ, ταυτόχρονα, φαίνεται να εξορύσσει μέσα από τα βάθη της ψυχής του καλλιτέχνη και μια καινούργια λέξη γι’ αυτό που παρατηρεί. Η Μαριάννα Στραπατσάκη φαίνεται να υιοθετεί αυτήν την μέθοδο σα μιαν αναγκαία γι’ αυτήν πράξη, προκειμένου η εργασία της απεικόνισης να μην ταυτιστεί τελεολογικά με το αισθητικό της μονάχα προϊόν. Το έργο της τέχνης μιλά, αντίθετα, για τη διαδικασία της παρατήρησης σαν μια πράξη εξόρυξης ενός πλούτου εννοιών και εικόνων, που έγκειται στο βάθος, κάτω από κάθε επίπεδη και γραμμική μορφή πληροφόρησης. Μ’ ένα αυθόρμητο, σχεδόν ερωτικό πάθος, η Μαριάννα Στραπατσάκη διεισδύει μέσα στα στοιχεία της φύσης, μέσα στη θάλασσα, μέσα στη γη, μέσα στις δομές του πολιτισμού, μέσα στην εικόνα της τέχνης για να μας κάνει να «ανακτήσουμε τις αισθήσεις μας», όπως διορατικά είχε παρατηρήσει το 1964 η Susan Sontag αναφορικά με τη γλώσσα της τέχνης και την ανάγνωσή της στο σύγχρονο πολιτισμό. Γι’ αυτό, πριν δηλώσουμε την υπεροχή μιας «νέας» οπτικής του κόσμου, μιας «νέας» ανάγνωσης της τέχνης, ας διερευνήσουμε αν ξέρουμε και μπορούμε «να βλέπουμε περισσότερο, να ακούμε περισσότερο, να νοιώθουμε περισσότερο»*.
Η πορεία της Μαριάννας Στραπατσάκη κεντρίζει την ευαισθησία προς αυτήν την αναζήτηση. Απέναντι σε αυτήν την κατεύθυνση, πράγματι περιττεύει η ερμηνεία και η όραση και γραφή επανακτούν την ισχύ τους ως καθαρά δημιουργικές πράξεις. * (Susan Sontag, Against Interpretation, 1964).
Εφη Στρούζα Κριτικός και Ιστορικός της Τέχνης