ΕΣΤΙΑ
7 Σεπτεμβρίου 2009
Κρίστα Κωνσταντινίδη
«Επιστροφή στην πόλη με την εξαιρετικά συμπαγή ομαδική έκθεση «Μεταβάσεις» που επιμελείται, στο πλαίσιο της Biennale της Αθήνας, η ιστορικός Μπία Παπαδοπούλου. Την επιλέγουμε σαν πρώτο σταθμό του αποκαλόκαιρου διότι, πέρα από τα – εν πολλοίς – γνώριμα έργα των τριών καλλιτεχνών που συμμετέχουν, η έκθεση ανιχνεύει την έννοια της μετάβασης σαν δομικό στοιχείο, ενοποιώντας τον αρχιτεκτονικό χώρο της γκαλερί «Μέδουσα» με τρόπο υποδειγματικό.
Οι συμμετέχοντες Διοχάντη, Στάργιος Στάμος και Νάκης Ταστσιόγλου επεμβαίνουν στο χώρο και τροποποιώντας τις πραγματικές του διαστάσεις, καταλήγουν σ’ ένα ενιαίο περιβάλλον. Σ’ ένα – αν θέλετε – συλλογικό έργο, που ανατρέπει την παραδοσιακή ιδέα της ομαδικής έκθεσης. Εγχείρημα το οποίο, προφανώς, προϋποθέτει και στενή συνεργασία αλλά και ουσιαστικές ανταλλαγές μεταξύ καλλιτεχνών και επιμελητού.
Τα έργα, ενώ διατηρούν την αυτόνομη εικαστική τους αξία, παρατηρούμε πως σχηματοποιούν ένα σύνολο με ρευστά περάσματα από το ένα σκέλος στο άλλο. Για παράδειγμα η Διοχάντη (από τους πρώτους καλλιτέχνες στην Ελλάδα που δημιούργησε, στα τέλη του ΄60 , in situ εγκαταστάσεις εξελισσόμενες στο χώρο) αναδημιουργεί για την τρέχουσα έκθεση δύο αντικριστούς τοίχους από ζωγραφιστά τελάρα (panels), τοποθετημένα σαν δομικά στοιχεία. Η αφηρημένη γραφή τους διαβάζεται διαδοχικά, μεταδίδοντας την αίσθηση του ατέρμονος. Το ένα από αυτά περιλαμβάνει θραύσματα από το έργο του Στέργιου Στάμου: ένα επεξεργασμένο λογοτεχνικό κείμενο του Hawking, χαρακτηριστικό της δουλειάς του Στάμου, ο οποίος συνηθίζει να παραθέτει, σαν βασικό στοιχείο των εγκαταστάσεών του, εμβληματικά κείμενα με την μορφή απεικόνισης. Στην προκειμένη περίπτωση είναι διατυπωμένο επάνω σε τοίχο που εσωκλείει δέκα κατακόρυφους σωλήνες νέον και παραπέμπει αλληγορικά σε φωτεινές κοσμικές σήραγγες.
Σε αυτό το σημείο γίνεται και η μετάβαση προς την γλυπτική εγκατάσταση του Νάκη Ταστσιόγλου μέσω μιας πόρτας από διάφανο πλεξιγκλάς, προσφιλές υλικό του καλλιτέχνη, που οδηγεί σ΄ ένα χώρο καλυμμένο με παραμορφωτικούς καθρέπτες που αντικατοπτρίζουν τα είδωλα των θεατών αλλά και των γειτονικών έργων. Τα αναποδογυρίζουν, τα αναστρέφουν ξανά, αλλοιώνουν την όψη τους «ακυρώνοντας» τον νόμο της βαρύτητας.
Αποτέλεσμα, μια εν εξελίξει σύνθεση που μεταφέρει την αίσθηση της διαρκούς, δημιουργώντας όπως σημειώνει η επιμελήτρια, ένα χώρο αυτοσυγκέντρωσης και στοχασμού. Εν προκειμένω, θα προσέθετα και αναστοχασμού γύρω από ζητήματα που αφορούν τη συνέπεια στη συλλογική εργασία.
Η Διοχάντη, ο Στέργιος Στάμος και ο Νάκης Ταστσιόγλου επανεξετάζουν τις παραδοσιακές αρχές που διατρέχουν μια θεματική ομαδική έκθεση. Οι προβληματισμοί των καλλιτεχνών, η στενή συνεργασία μεταξύ τους και οι γόνιμες ανταλλαγές απόψεων και ιδεών κατά τις συχνές συναντήσεις τους στην γκαλερί, οδήγησαν σε μια πρωτότυπη σύλληψη που υλοποιήθηκε in situ. Η Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα μεταπλάσθηκε από τους τρεις καλλιτέχνες σε συλλογικό και ενιαίο εικαστικό περιβάλλον που λειτουργεί ως αρμονικό Όλον. Τα έργα που σχηματοποιούν το εικαστικό σύνολο διατηρούν την αυτόνομη εικαστική τους αξία καθώς και τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά του κάθε καλλιτέχνη. Το εγχείρημα θέτει στο επίκεντρο τον τρόπο πρόσληψης μιας ομαδικής έκθεσης από τον δέκτη-θεατή και πραγματεύεται την έννοια της μετάβασης, πέρα από εννοιολογικό, ως δομικό και συνθετικό ζητούμενο. Επιπλέον, υποδηλώνει την ανάγκη της δημιουργικής επικοινωνίας και της αλληλεγγύης μεταξύ καλλιτεχνών σε μια εποχή που τείνει να ισοπεδώσει τις διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες.
Από την αρχή της πορείας της, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η Διοχάντη ενδιαφέρθηκε για την συνέργεια τέχνης και αρχιτεκτονικής. Είναι από τους πρώτους καλλιτέχνες στην Ελλάδα που δημιούργησαν επί τόπου εγκαταστάσεις, ξεκινώντας στη Ρώμη το 1970 για να ακολουθήσει η Αθήνα το 1971. Τότε είχε νοιώσει την ανάγκη να αποδεσμευτεί από τα αυστηρά όρια του τελάρου και να χρησιμοποιήσει σειρά από τελάρα για να δημιουργήσει λιτά ζωγραφικά περιβάλλοντα. Οπτικές γεωμετρικές διηγήσεις εξελισσόμενες στο χώρο. Αργότερα πειραματίστηκε με σχέδια σε χαρτί για να συνθέσει έργα χώρου, με γλυπτικές εγκαταστάσεις μεγάλων διαστάσεων ή με ένα συνδυασμό ζωγραφικών, γλυπτικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων, πάντα με γνώμονα τον δεδομένο χώρο-χρόνο και με ζητούμενο την διαδοχική αφήγηση η οποία νοητικά θα μπορούσε να συνεχίζεται στο άπειρον. Παραμένοντας πιστή στις βασικές αρχές της τέχνης της, η Διοχάντη αναδημιουργεί στην τρέχουσα έκθεση δύο νέους, αντιμέτωπους τοίχους στη γκαλερί Μέδουσα. Υλοποιεί μια εγκατάσταση με τελάρα που τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο σαν οικοδομικά στοιχεία, από το δάπεδο έως την οροφή. Με την χρήση του μαύρου, του γκρίζου και του λευκού, ζωγραφίζει αφηρημένες εικόνες. Διαβάζονται διαδοχικά από το ένα τελάρο στο άλλο και μεταδίδουν την αίσθηση του ατέρμονος. Οι συνθέσεις, σκοτεινές στο κάτω τμήμα, σταδιακά ανοίγουν χαράζοντας μια μετάβαση από το έρεβος στο φως. Το βλέμμα του θεατή καθοδηγείται προς τα άνω, ακολουθώντας την πορεία του φωτός. Η φαντασία του ενεργοποιείται καθώς καλείται να εξελίξει τις συνθέσεις με το μάτι του νου. Με βάση τη μεθοδολογία που η ίδια εφαρμόζει, ο δέκτης θα βρεθεί νοητικά σε έναν ουτοπικό τόπο όπου θα κυριαρχεί το απόλυτο λευκό, το κατ΄ εξοχήν χρώμα της λύτρωσης και του εξαγνισμού.
Ο κεντρικός τοίχος της Διοχάντη περιλαμβάνει θραύσμα από το έργο του Στέργιου: την αρχή μιας φράσης από το βιβλίο του Stephen W. Hawking «το χρονικό του Χρόνου». Η γραφή συνεχίζεται στη δική του εγκατάσταση ακριβώς δίπλα. Το κείμενο δημιουργεί ένα ρευστό πέρασμα από το ένα έργο στο άλλο, επιβάλλοντας για μια φορά ακόμα τη διαδοχική ανάγνωση της εικόνας, τώρα από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη. Ο Στέργιος κτίζει κατασκευαστικά τον δικό του τοίχο όπου κόβει δέκα κατακόρυφες εσοχές για να εσωκλείσει σωλήνες νέον που αλληγορικά παραπέμπουν στις κοσμικές σήραγγες. Επεξεργάζεται την επιφάνεια της κατασκευής με μικτά υλικά σε αλλεπάλληλες στρώσεις. Δημιουργεί ανάγλυφες ματιέρες του λευκού με χειρονομιακές κινήσεις που εσκεμμένα αναδεικνύουν την χειρωνακτική εργασία και έρχονται σε αντίθεση με την ψυχρότητα του βιομηχανικού υλικού. Πάνω σε αυτές τις δουλεμένες επιφάνειες της ύλης εκτυλίσσεται η σκέψη του Hawking για το ταξίδι στον χωρόχρονο που ίσως κάποτε στο μέλλον βιώσουν οι «βελτιωμένοι άνθρωποι». Οι κοσμικές σήραγγες –σωληνοειδείς διαμορφώσεις του χωρόχρονου που συνδέουν ένα σημείο του με κάποιο άλλο σε μια απομακρυσμένη περιοχή του Σύμπαντος – είχαν απασχολήσει τον Στέργιο ξανά το 2004. Τότε αποδομούσε τα αποσπάσματα του κορυφαίου επιστήμονα, επιτρέποντας στον θεατή να διαβάσει μόνο σκόρπιες λέξεις του κειμένου. Τώρα, η φράση του Hawking αναγράφεται εύληπτα. Συμπληρώνεται από τον μεταφυσικό προβληματισμό του καλλιτέχνη για την μετά θάνατον ζωή, για τους δρόμους που ενδέχεται θεωρητικά να ακολουθούν ήδη οι ανθρώπινες ψυχές έχοντας διεισδύσει στις γεμάτες μυστήριο στοές του Διαστήματος. Οι σωλήνες νέον εκπέμπουν ένα σκληρό φως που συμβολίζει την συμπαντική ενέργεια. Μοιάζει να σκίζει τον τοίχο, να απελευθερώνεται, να διαχέεται στο χώρο για να συνομιλήσει με τα άλλα έργα της έκθεσης. Ο θεατής αυτού του περιβάλλοντος συναντά μια πόρτα με διάφανα πλέξι-γκλας στοιχεία, την δίοδο στην εγκατάσταση του Νάκη. To μακρόστενο μονοπάτι που ο καλλιτέχνης έχει δημιουργήσει καλεί τον επισκέπτη να το διασχίσει. Καλυμμένο με παραμορφωτικά κάτοπτρα, ψυχεδελικά συνθέτει έναν συνεχώς εναλλασσόμενο μικρόκοσμο του παραλόγου. Οι καθρέφτες αντικατοπτρίζουν τα είδωλα των επισκεπτών, τα αναποδογυρίζουν σαν να μην υπάρχουν οι νόμοι της βαρύτητας, τα αναστρέφουν ξανά, αλλοιώνουν την όψη των πραγμάτων. Αστείες εικόνες, απρόβλεπτα αφαιρετικά σχήματα, φευγαλέες κινήσεις, τυχαία συμβάντα, παραποιημένα σπαράγματα από τα έργα της Διοχάντη ή του Στέργιου αλλά και τμήματα από την κεντρική αίθουσα της γκαλερί, καταγράφονται εφήμερα στους τοίχους του κλειστοφοβικού διαδρόμου. Το έργο λειτουργεί σαν ζωντανή κινηματογραφική ταινία που ξεδιπλώνεται στον χρόνο και αλλάζει αδιάλειπτα, ανάλογα με τη θέση του θεατή.
Αλληγορικά, το τούνελ του Νάκη είναι ο σύγχρονος κόσμος, ένας κόσμος γεμάτος εκπλήξεις, ακραίες ηρακλείτειες αντιθέσεις, αντιφάσεις και έντονους παραλογισμούς. Η στενή διάταξη του χώρου επενεργεί ψυχολογικά. Επισπεύδει την έξοδο του επισκέπτη, οδηγώντας τον μεταφορικά σε μια διαφυγή από το σήμερα. Στην πορεία θα συναντήσει μια ακόμα πόρτα του Νάκη από σίδερο, υλικό γήινο και στιβαρό, και πλέξι-γκλας, ένα φαινομενικά άυλο στοιχείο, σήμα κατατεθέν της εργασίας του. Το επιτοίχιο έργο εκπέμπει ένα διακριτικό φως και διαμορφώνει ένα φράγμα, μια κλειστή και αδιαπέραστη πύλη που απαγορεύει την είσοδο, συμβολίζοντας το άπιαστο όνειρο. Παρεμποδίζοντας τη μετάβαση του θεατή, τον καθοδηγεί ξανά προς το συλλογικό εικαστικό περιβάλλον. Σε έναν χώρο αυτοσυγκέντρωσης και στοχασμού.
Μπία Παπαδοπούλου
Ιστορικός Τέχνης