ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009
Μαρία Μαραγκού
Η άλλη όψη του reality
Ο θεατής βλέπει 17 ντουλάπες κουκλόσπιτου, μικρογραφία δηλαδή μιας ντουλάπας σκοτεινής με καθρέφτη στην εξωτερική του πλευρά, την πόρτα που κλείνει, αφήνοντας τον χρήστη της με τον πιο δικό του ή τον πιο ξένο «άνθρωπο», τον εαυτό του. Το εσωτερικό, ημιφωτισμένο, διαθέτει διαφορετικό περιεχόμενο. Η Μαριγώ Κάσση κάνει μια έκθεση με 17 διαφορετικές ζωγραφιές-κατασκευές στις ίδιες μικροσκοπικές ντουλάπες, μια δουλειά χειροτεχνίας με μέσον το μυστικό.
Με δύο λόγια, ταυτίζει το έργο με την ιστορία που του αντιστοιχεί και την εικαστική δράση με το ζήτημα της εμπιστοσύνης, της εξομολόγησης, της μοιρασιάς.
Γιατί ντουλάπα;
Η ντουλάπα είναι ότι πιο ιδιωτικό. Το πλησιάζουμε γυμνοί και μέσα από το περιεχόμενό του φτιάχνουμε το καθημερινό μας image επιλέγουμε το προσωπείο ή απλά τακτοποιούμε τις ανάγκες μιας όποιας ένδυσης-υπόδησης.
Η ντουλάπα αποτελεί επίσης κρυψώνα, μην ξεχνάμε τα παιδικά μας χρόνια και τα κρυμμένα μπισκότα στην ντουλάπα της γιαγιάς, αλλά και μυστικό κόσμο για τους μικρούς. Τέλος, ενοχικό τόπο ενηλίκων, συμβολικό εξομολογητήριο με κατάληξη την ανακούφιση ή το επιτίμιο μιας τιμωρίας.
Η Μαριγώ Κάσση φτάνει στην ιδέα της επεξεργασίας της εξομολόγησης, έχοντας διασχίσει εμπειρίες της ζωγραφική και της κατασκευής, έχοντας δουλέψει στο μεγάλο τελάρο και το μικρό χειροποίητο χάρτινο φόρεμα. Κυρίως, και αυτό νομίζω ότι την οδήγησε στη σημερινή της δουλειά, βάρυνε η συλλογική διαδικασία παραγωγής έργου στο κλειστό διαμέρισμα με τη Βάλυ Νομίδου, τη Σπυριδούλα Πολίτη και τη Μαίρη Χρηστέα όπου εξαντλήθηκαν ως “Indoors” εξομολογούμενες, συμπράττουσες και ενίοτε συν-κατοικούντες.
Η κάθε γυναίκα που εξομολογείται, φωτίζει την ίδια εκείνη στιγμή ένα κομμάτι άγνωστο έως τότε. Η καλλιτέχνης μπαίνει στη διαδικασία των παλιών καλλιτεχνών, μάγων-γιατρών, παίρνει το βάρος πάνω της και αναλαμβάνει να το ελαφρύνει με έναν τρόπο αποκαλυπτικό για την εξομολογούμενη, κρυφό για οποιονδήποτε άλλο.
Ο θεατής βλέπει εικόνες που κρύβονται πίσω από την πόρτα της ντουλάπας, η οποία κρατά τα μυστικά. Το εσωτερικό διαθέτει σαλόνι, τραπεζαρία, κήπους, τάφους, βαλίτσες, πρόσωπα, σκάλες, φωτιστικά ακόμη και συνομιλίες στη διάρκεια ενός οικογενειακού γεύματος.
Είναι ένα είδος μικρογραφίας, γνωστό από το παρελθόν για την Κάσση, οργανωμένο με γιαπωνέζικα και άλλα χειροποίητα χαρτιά, νήματα, σύρμα, μεταξωτές κορδέλες, ζωγραφική με λάδι, πηλό, ακουαρέλα, πλεξιγκλάς, φωτογραφίες ακόμη και κρύσταλλα swarowski, φως και ήχο.
Ένα ολόκληρο περιβάλλον δωματίου κλειστού όπου η αφήγηση έχει παρέλθει και εδώ, παραμένουν τα ίχνη της, πρώτη ύλη για την όποια περαιτέρω ιστορία μπορεί να δημιουργήσει ο θεατής.
Η όλη έκθεση έχει τη δομή της αφήγησης, αλλά μη αποκαλύπτοντας το μυστικό, επιτρέπει στον καθένα να συνεχίσει με τη δική του αποκάλυψη ή την επινόηση ενός δεύτερου μυστικού.
Η εικαστική παρουσία ισχυροποιείται από την ιδέα, που παραμένει τρυφερή, ευαίσθητη και παιγνιώδης ακόμη και αν σημασιοδοτεί τον θάνατο.
Η τέχνη μπορεί και δικαιούται να επεμβαίνει στη ζωή και να την αλλάζει στο καλύτερο, ενεργοποιώντας τη διαδικασία μιας κάθαρσης.
Η Μαριγώ Κάσση, σε μια καλή στιγμή της πορείας της, γίνεται αυτήκοος μάρτυρας αλλά δεν καταγγέλλει, δεν κρίνει, δεν συμβουλεύει. Αντλεί από αυτό το ιδιότυπο reality στο οποίο παίζουν ζωές, σε μια πραγματικότητα που μπορεί να έχει θεατές σε μικρά νούμερα και να θεραπεύει πληγές, σε αντιστοιχία εξομολογητή-εξομολογούμενου. Με έναν τρόπο, δουλεύοντας τα λιλιπούτεια δωμάτια, πέρασε την πορεία της στην τέχνη, με εικόνες που χρησιμοποίησε κάποτε αλλά και αναφορές σε στιγμές της ιστορίας της τέχνης, μια και ο σουρεαλισμός ενός μυστικού εκφράζεται μόνο με καρέκλες που πετούν σε ένα περιβάλλον κονστρουκτιβισμού. Και κρατώντας τα μυστικά που της εξομολογήθηκαν έκανε τομή στην ποιότητα της δουλειάς της, επιμένοντας στα ουσιώδη.
ΥΓ: Ενδιαφέρον, το κείμενο που συνοδεύει τον κατάλογος της έκθεσης που υπογράφει ο Ηλίας Μαγκλίνης, ένα απόσπασμα από ανέκδοτο διήγημα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι η ιστορία ενός παρκαδόρου που βγάζει αντικλείδια από το μπρελόκ που του αφήνουν οι εργαζόμενες γυναίκες και μπαίνει στα σπίτια τους όσο εκείνες απουσιάζουν. Ξέρει πότε να πάει να φύγει χω4ρίς να αφήσει ίχνη, ξαπλώνει στο κρεβάτι τους, ανοίγει τις ντουλάπες τους, φωτογραφίζει τα ρούχα τους, χρησιμοποιεί το μπάνιο τους, ποτίζει τα λουλούδια τους, ταΐζει τα ζώα τους, διαβάζει επιστολές και ημερολόγια και ψάχνει φωτογραφικά άλμπουμ. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, εμπλουτίζει τον φάκελο της καθεμιάς και κοιμάται ήρεμα. Το άναρχο απόσπασμα του κειμένου νομίζω ότι αποτελεί οργανικό μέρος της έκθεσης της Μαριγώς Κάσση.
ΕΣΤΙΑ
16 Νοεμβρίου 2009
Κρίστα Κωνσταντινίδη
Γυναικείες υποθέσεις
Κατ’ εξοχήν καλλιτέχνιδα της εικόνας η Μαριγώ Κάσση έχει διατρέξει με βήματα απολύτως ξεκάθαρα, μια πλούσια πορεία. Όχι μόνο σε επίπεδο διάρκειας, αλλά κυρίως έρευνας που αφορά την υλικότητα της ζωγραφικής και την έννοια του «χώρου», ουσιαστικά και μεταφορικά. Ξεκινώντας από τα μικρά σχέδια σε κάρβουνο ή παστέλ στη δεκαετία του ΄80 «αν θυμάμαι καλά» προχωρεί σε μεγαλύτερης επιφάνειας λάδια με νατουραλιστικές καταγραφές και από εκεί σε μικτές τεχνικές. Φέρνοντας στο επίκεντρο ένα επίμονο παιχνίδι του «μέσα» και του «έξω», όπου η εσωτερική συνθήκη και η εξωτερική αναφορά αλληλοϋπονομεύονται για να ταυτιστούν τελικά.
Οι ζωγραφικές επιφάνειες της Κάσση, καθώς δουλεύονται σε επάλληλα στρώματα, ενσωματώνουν διαφορετικά υλικά, που την οδηγούν σταδιακά στην Τρίτη διάσταση. Καθημερινά αντικείμενα-απομεινάρια μνήμης ενδύονται την αύρα αυτών που τα βίωσα, μετατρέποντας, το οικείο σε ανοίκειο.
Σε δέκατη Τρίτη ατομική έκθεσή της στην «Μέδουσα» η Κάσση συμπυκνώνει, θα έλεγα, την έως τώρα δουλειά της. Έχοντας απομακρυνθεί από το τελάρο – χωρίς όμως να το αγνοεί – στήνει μια εγκατάσταση από δεκαοκτώ μικρές ντουλάπες-κατασκευές. Κάθε μια τους κλείνει μέσα της ζωγραφική, σχέδιο, μικρογλυπτά από εύθραυστα υλικά όπως γιαπωνέζικα χαρτιά, αλλά και φωτογραφίες, ήχο και φως. Δεκαοκτώ ανεξάρτητες ιστορίες που ξεκλειδώνουν, με νοσταλγική όσο και παιγνιώδη πρόθεση, το κουτί της Πανδώρας.
Ο άντρας που έβλεπε Του Ηλία Μαγκλίνη*
Η ανοησία των αντρών όταν πάνε φαντάροι, την περίοδο που περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ισχυρίζονται ότι όλες οι γυναίκες είναι« πουτάνες εκτός από τη μάνα σου» – τη στιγμή που η μεγαλύτερη πουτάνα απ’ όλες είναι η μάνα σου. Όλες οι άλλες γυναίκες που καλούνται να παίξουν το ρόλο της ερωμένης, της συντρόφου ή της συζύγου, είναι εντελώς αθώες συγκριτικά με τη συντριπτική ενοχή της μάνας. Αλλά αυτό που ζητούν οι άντρες από τις γυναίκες αυτές, είτε για μια νύχτα είτε για μια ζωή, είναι να ενσαρκώσουν την ενοχή που τους μετάγγισε η μάνα• στις γυναίκες αυτές είναι που θέλουν να κάνουν τόσο δυνατά, τόσο βίαια έρωτα, για να ουρλιάξουν όπως ούρλιαξε η μάνα τους τη στιγμή που τους γεννούσε. Οι άντρες θέλουν η κραυγή της γέννας να επιβιώσει πάση θυσία. Ίσως οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη από αυτή την ενοχή, ίσως επειδή μπορούν να ξεπληρώσουν το χρέος τους μέσα από τον δικό τους τοκετό – ίσως. Σε αυτό, ο Κωστής δεν ξέρει να δώσει μιαν απάντηση. Είναι άντρας και πιστεύει ότι έχει απαντήσεις μόνο για τους άντρες. τους άντρες που δεν παύουν ποτέ να πιστεύουν - κι ας μην το παραδέχονται ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό- ότι θα ξαναγεννηθούν μέσα από το σμίξιμο με μια κοπέλα που ερωτεύτηκαν ή απλώς τους καύλωσε. Κι οι γυναίκες το καταλαβαίνουν καλά. Όσο γι’ αυτό ο Κωστής είναι βέβαιος. Είναι το μεγάλο όπλο των γυναικών, κι αυτή είναι –όλη κι όλη– η επιβεβαίωση των αντρών. Ένα πιστοποιητικό αυτοσαρκασμού – και τι ’ναι ο σαρκασμός; Η βορά της σάρκας.
Οι άναρχες σκέψεις του Κωστή, του νεαρού ήρωα ανέκδοτου διηγήματος που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η ιστορία είναι αυτή: Ο Κωστής εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του, υπόγειο, πολυώροφο πάρκινγκ με σταθερούς πελάτες, μεταξύ αυτών, γυναίκες που εργάζονται στην περιοχή. Κάποιες από αυτές τις γυναίκες αφήνουν ολόκληρο το μπρελόκ με τα κλειδιά τους στο αυτοκίνητο κάθε πρωί – όχι μόνον το κλειδί του αυτοκινήτου μα κι εκείνα του σπιτιού τους: κλειδί εισόδου κι εξώπορτας. Έτσι, ο Κωστής βγάζει αντικλείδια, ελέγχει πόση ώρα περνάνε στις δουλειές τους και εισβάλλει στα σπίτια αυτών που ζούνε μόνες.
Ξέρει πότε να πάει, ξέρει πότε να φύγει, χωρίς ν’ αφήνει ποτέ ίχνη πίσω του. Ξαπλώνει στο κρεβάτι τους• λούζεται στο μπάνιο τους• πλένει τα δόντια του με την οδοντόβουρτσά τους• εκσπερματώνει στις αχρησιμοποίητες σερβιέτες τους• ποτίζει τα φυτά και ταΐζει τα ζώα τους• ξεφυλλίζει προσωπικά ημερολόγια, διαβάζει τα μυστικά τους και αντιγράφει αποσπάσματα σε ένα δικό του σημειωματάριο• ξεθάβει οικογενειακά άλμπουμ• ανοίγει συρτάρια και οικειοποιείται εσώρουχα• ανακαλύπτει ερωτικά βοηθήματα, επιστολές αυτοκτονίας που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, γαργαλιστικά, απελπισμένα, υβριστικά γράμματα αντρών και πατέρων, κι ακόμα πιο ψυχοβγαλτικές, μισοσκισμένες, τσαλακωμένες επιστολές από–και–προς τη μητέρα τους• και βέβαια, ανοίγει τις ντουλάπες των γυναικών: φωτογραφίζει το εσωτερικό τους, τα κρεμασμένα φορέματα, μυρίζει το άρωμα του κορμιού τους στα πουκάμισα και τις μπλούζες. Επιστέφοντας σπίτι του εμπλουτίζει το «φάκελο» της καθεμιάς. Μετά από χρόνια βασανιστικής αϋπνίας, τώρα απολαμβάνει έναν βαθύ, γαλήνιο, βιταμινούχο ύπνο. Χωρίς όνειρα.
Μη με ρωτήσετε τι γίνεται μετά – ακόμα δεν ξέρω ούτε κι εγώ ο ίδιος που το γράφω. Προς το παρόν, αρκούμαι στην έλξη που μου ασκεί το αντρικό, αδιάκριτο έως και βίαιο, βλέμμα πάνω στον ιδιωτικό κόσμο των γυναικών. Η ειρωνεία τώρα είναι ότι αισθάνθηκα λίγο όπως ο Κωστής, παρακολουθώντας τη Μαριγώ να σχεδιάζει, να επινοεί, να αναπλάθει παρόμοιους γυναικείους κόσμους, έτσι όπως μπορεί να τους φανερώσει, διαθλαστικά ή και παραμορφωμένα, το εσωτερικό της ντουλάπας τους. Βλέποντας στο εργαστήρι της μερικά μόνο από αυτά τα μικρά κομψοτεχνήματα που δημιουργούν σύμπαντα-βρέφη, ακούγοντας τα θραύσματα των γυναικείων σκέψεων, εξομολογήσεων, αναμνήσεων, ονείρων κι εφιαλτών που αλίευσε ως άλλος συγγραφέας η Μαριγώ – μια κατ’ εξοχήν καλλιτέχνιδα της εικόνας κατά τα άλλα– σκέφτηκα ότι τη «βρωμοδουλειά» του Κωστή πρόλαβε και την έκανε η Μαριγώ. Αυτό δεν είναι καλό για τον Κωστή και τις αϋπνίες του – είναι όμως καλό για τη Μαριγώ. Παρακολουθώ εδώ και χρόνια τη δουλειά της Μαριγώς, τη ζωγραφική και κυρίως τις εγκαταστάσεις της. Τα «φορεματάκια» της, τις σκιές των μικρών κοριτσιών που τρέχουν κάπου στο χρόνο και χάνονται παίζοντας, κλαίγοντας, στοιχειώνοντας μνήμες. Επίσης, τις παρεμβάσεις της στην πολύ ενδιαφέρουσα συλλογική («γυναικεία») δουλειά του «Indoors»• σκέφτομαι ότι όλα είναι σα να με προετοίμασαν για τη νέα αυτή δουλειά της, η οποία διαθέτει το πολύ έντονο στοιχείο της έκπληξης. Κι η έκπληξη εδώ προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι με αυτή τη σειρά των τόσο κοινών μα την ίδια στιγμή αυτόνομων, μοναδικών, εγκαταστάσεων, η Μαριγώ μετατρέπει το απολύτως οικείο σε κάτι ανοίκειο. Τι πιο οικείο άλλωστε, τι πιο τετριμμένο από μια ντουλάπα; Να όμως που εδώ πραγματώνεται μια καίρια, δραστική αντιστροφή: γλιστράμε στο σύμπαν του αλλότριου και δεν κοιτάζουμε πια τη φωτογραφία αλλά το αρνητικό της• περνάμε στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, σε μια ζώνη λυκόφωτος. Διόλου τυχαία, οι αγγλοσάξονες μιλούν για τους «σκελετούς που κρύβει ο καθένας μας στην ντουλάπα του». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και εδώ – όμως μην περιοριστεί ο νους σας στο κακό, διότι στις ονειροφαντασίες της Μαριγώς δεν κατοικούν μόνον τρομακτικοί σκελετοί.
Πρώτ’ απ’ όλα, δεν λείπει το διακριτικό, υπαινικτικό, πλάγιο χιούμορ – αυτό το «παιδί της μελαγχολίας», όπως αποκαλούσε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το χιούμορ. Υπάρχει ακόμα μια κάποια αύρα νοσταλγίας, ποτέ όμως εύκολης αναμνησιολογίας. Κυρίως όμως μιλάμε, νομίζω, για σκόπιμα αμφίλογες καταστάσεις που πηγάζουν από φορτωμένα υποσυνείδητα: της ίδιας της καλλιτέχνιδας μα και των φωνών που ακούμε κοιτάζοντας το εσωτερικό αυτών των ντουλαπιών. Μόνο που δεν ξέρω τι γέννησε τι πρώτο: είναι φορές που οι σκόρπιες, αποσπασματικές αφηγήσεις γεννάνε μιαν εικόνα και άλλες όπου η εικόνα προπορεύεται, σχολιάζει, συμπληρώνει τον λόγο. Αλλά ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Ίσως αυτό να είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της έκθεσης. Ευτυχώς, τα έργα αυτά δεν υπακούουν σε έναν βλοσυρό φορμαλισμό αλλά έχουν κάτι παιγνιώδες, σα να μην παίρνουν και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει εδώ τίποτα το περισπούδαστο, σοβαροφανές.
Πώς τα βλέπω; Σαν φαντασιώματα που τρυγίζουν την ευαισθησία μας, ανεξερεύνητους σκιερούς όγκους και σχήματα που κρύβουν άλλοτε μουγγά δράματα και ανήκεστα τραύματα κι άλλοτε λυπημένα χαμόγελα, δάκρυα χαράς μα και σκέψεις υγρές, πονηρές. Εισβάλλοντας με το βλέμμα μου, δοκιμάζω έναν στιγμιαίο κραδασμό της συνείδησης, αφήνομαι σε θροΐσματα της μνήμης, σ’ ένα πολύκλωνο μουρμουρητό και ταυτόχρονα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σμίκρυνση του τραγικού: κάθε άνθρωπος, όσο μικρός κι αν νιώθει, κάθε οικογένεια, όσο φυσιολογική κι αν αισθάνεται, είναι δυνάμει και μια τραγωδία – ίσως το ορθότερο εδώ θα ήταν να λέγαμε τραγικωμωδία, αφού, ως γνωστόν, τόσο στον μεγάλο έρωτα αλλά και στο μεγάλο πένθος του ανθρώπου, υπάρχει κάτι κωμικό ή και γελοίο ακόμα.
Η ουσία εδώ είναι η ποιητική ανάφλεξη, όπως κι αν την αισθανόμαστε, είτε μέσα από το πρίσμα του τραγικού ή του κωμικού. Διότι στις εγκαταστάσεις αυτές πιστεύω ότι συνυπάρχουν σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και είναι συνολικά μια δουλειά στην οποία δεν υπάρχει, νομίζω, τίποτα το ακύμαντο ή μονότονο παρά μόνον μια αράγιστη ενότητα, με τη δική της αυτόνομη αλλά ανοιχτή σε προτάσεις και ερωτήματα πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα υπέρτερη, αυθύπαρκτη. Σωματική. Καλώς ή κακώς, το δικό μου βλέμμα δεν είναι παρά ένα αντρικό βλέμμα, όπως του Κωστή. Ένα αντρικό βλέμμα μέσα σε έναν κόσμο γυναικών – που, στην περίπτωση των έργων αυτών, μ’ έναν απροσδόκητο τρόπο γίνεται και δικός μου κόσμος. Πάνω απ’ όλα, σε ένα αυστηρά προσωπικό επίπεδο, απολαμβάνω αυτή την ανέλπιστη συνάντηση ενός φασματικού νεαρού όπως είναι ο Κωστής με την πολύ πραγματική αλλά και αλαφροΐσκιωτη Μαριγώ. Και χαίρομαι επιπλέον διότι, επιτέλους, ο Κωστής βρήκε το δάσκαλό του – τη δασκάλα του μάλλον. Προπάντων όμως, εμείς όλοι, ως θεατές, χανόμαστε μέσα σε κόσμους• τα άλλοτε σκοτεινά κι άλλοτε ονειρικά αυτά ντουλάπια της Μαριγώς κατορθώνουν ακριβώς αυτό.
* Ο Ηλίας Μαγκλίνης γεννήθηκε στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό το 1970. Γράφει στην εφημερίδα «Καθημερινή». Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του βιβλίο, «Σώμα με σώμα» (μυθιστόρημα, 2005) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Το τελευταίο βιβλίο του, «Η ανάκριση» (νουβέλα, εκδ. Κέδρος), κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2008.