ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
1 Νοεμβρίου 1989
Κατερίνα Σχινά
Νέοι στο προσκήνιο
Τάσος Μαντζαβίνος: «Η ζωγραφική είναι σιωπή»
Το θέμα του γραφέα, επανέρχεται κάθε τόσο στη ζωγραφική του Τάσου Μαντζαβίνου. Μια φιγούρα, γονατιστή, σκύβει για να χαράξει τα σύμβολα της επικοινωνίας – όμως ο ζωγράφος, δεν έχει τις λέξεις, έχει τα χρήματα και τα σχήματα: αυτά τον ορίζουν κι αυτά τον ελευθερώνουν και μέσα απ’ αυτά κατορθώνει να «μιλήσει».
«Ζωγραφίζω γιατί είναι φορές που αισθάνομαι μουγγός», λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος, που είναι μόλις 31 ετών κι έχει ως σήμερα στο ενεργητικό του συμμετοχές στις Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, Βαρκελώνης και Αλεξάνδρειας, δύο ομαδικές και τέσσερις ατομικές εκθέσεις, με τελευταία αυτή που εγκαινιάστηκε πρόσφατα και συνεχίζεται στην Αίθουσα Τέχνης «Μέδουσα». «Δεν έχω την ευχέρεια να γράφω – οι δικές μου λέξεις είναι οι εικόνες». Λίγο αργότερα, όμως μιλώντας για τη μοναχική διαδικασία της τέχνης, ο καλλιτέχνης θα πει: «Η ζωγραφική είναι σιωπή».
Μέσα στη σιωπή, λοιπόν, του τελάρου και των χρωμάτων ανδρώνεται ένας ζωγράφος για τον οποίο ο Μάνος Στεφανίδης έγραψε «είναι ένας σπαρακτικά άμεσος και ειλικρινής δημιουργός, που γεννά το έργο του μέσα από μια σπάνια αυτοαναλυτική διεργασία», και του οποίου η σχέση με την εικόνα θυμίζει τους εξπρεσιονιστές.
«Όταν είναι κανείς νέος, πρώτη του φροντίδα είναι να αναμετρηθεί με ότι βρίσκεται κοντά του, χωρίς να διαλέγει. Όταν ήμουν στη Σχολή, δεν είχα παρά μια σκέψη στο μυαλό μου: πώς να κάνω έργα όμοια ή και καλύτερα από εκείνων που ήταν πλάι μου. Όταν ήρθε η ηλικία της γνώσης, άρχισα κάπως να διαλέγω, να έχω προτιμήσεις για ορισμένους καλλιτέχνες. Υπάρχει εξέλιξη δουλεύοντας, σου δίνεται η αποκάλυψη του εαυτού σου και τότε, δεν σου μένει παρά να κάνεις προτερήματα τα ελαττώματά σου», έλεγε ο Μπρακ στα 1952. Ο Τάσος Μαντζαβίνος μας τον θυμίζει, όταν ομολογεί τις αγάπες του, τον Κοκόσκα και τον Σουτίν, αλλά υπογραμμίζει ότι προσπαθεί να μη μοιάζει η δουλειά του με καμιά. «Βέβαια, πάντα, ίσως θ’ ανήκω στους εξπρεσιονιστές», παραδέχεται, «το θέμα, όμως είναι να βρεις ένα προσωπικό λόγο. Δουλεύοντας, ανακαλύπτεις συνεχώς τον εαυτό σου. Στη Σχολή παίρνεις, συσσωρεύεις, πληροφορίες. Στη συνέχεια, όταν έρθεις αντιμέτωπος με το τελάρο αρχίζεις να αφαιρείς – κι έτσι μέσα από μια διαδικασία διαδοχικών αποβολών, βρίσκεις το πρόσωπό σου».
Το πρόσωπο του Τάσου Μαντζαβίνου, ξέρει, όπως έγραψαν, ν’ αφομοιώνει τις εικαστικές του αγάπες και τα εικαστικά του δάνεια. Αλλά αυτό το μοναχικό παιδί, που έπεισε εύκολα τους γονείς τους να γίνει ζωγράφος, «γιατί, ευτυχώς, δεν ήταν καλός μαθητής», αναγνωρίζει ως τον ουσιαστικότερο των δασκάλων του, ένα ανώνυμο, άγνωστο για τους πολλούς ζωγράφο. «Τον έλεγαν Μάνο Σοφιανό», θυμάται, «και ήταν συγγενής μας. Δεν είχε σπουδάσει ζωγραφική και αποφάσισε ν’ ασχοληθεί μαζί της μεγάλος. Ερχόταν στο σπίτι μας και μου μάθαινε να ζωγραφίζω, στρατιώτες, κυρίως, ή πήγαινα στο δικό του στο Φάληρο, καθόμουν με τις ώρες στο εργαστήρι του και τον έβλεπα να δουλεύει. Τις παρατηρήσεις του τις θυμάμαι ακόμα. Αυτές βρίσκω ακόμα μπροστά μου – καίριες, αποκαλυπτικές μερικές φορές. Πιστεύω ότι την τέχνη την μαθαίνεις στο εργαστήριο, όχι στα θρανία. Έτσι κι αλλιώς η ζωγραφική είναι χειροναξία. Δεν τυποποιείται, ούτε χρειάζεται δεκανίκια».
Και η ελληνική ζωγραφική; Πόσο επηρεάζει το νεαρό καλλιτέχνη; «Δεν νομίζω ότι έχω σχέση με την ελληνική ζωγραφική», λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος. «Άλλωστε δεν πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί σχολές με παράδοση και συνέχεια. Κάθε ζωγράφος είναι μια μοναχική περίπτωση. Η μόνη παράδοση την οποία αναγνωρίζω στον τόπο μας είναι η βυζαντινή. Σήμερα, σε μια διεθνή έκθεση δεν θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τα ελληνικά έργα από τα αντίστοιχα ξένα».
Ωστόσο, στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν πολλοί και καλοί ζωγράφοι. «Ασφαλώς», λέει ο ο Μαντζαβίνος, «εξ άλλου, πάντα υπήρχαν, όσο κι αν είναι δύσκολο ν’ αντέξει κανείς να ‘ναι ζωγράφος για πολλά χρόνια, για όλη του τη ζωή. Είναι σκληρή υπόθεση η ζωγραφική, γι’ αυτό, για να τα βγάλεις πέρα μαζί της, πρέπει να ‘ναι καίριά σου ανάγκη».
ΑΥΓΗ
14 Νοεμβρίου 1989
Μάνος Στεφανίδης
Δευτερολογία για τον Τάσο Μαντζαβίνο
Στο άκρως εξομολογητικό βιβλίο του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» ο Μίλαν Κούντερα αναγνωρίζει ως μείζον κριτήριο ωριμότητας την ικανότητα ν’ αντιστέκεται κανείς στα σύμβολα και καταλήγει στο μελαγχολικό συμπέρασμα ότι η ανθρωπότητα γίνεται όλο και πιο νέα. Πράγματι η τέχνη της εποχής μας παρουσιάζεται όλο και περισσότερο επιρρεπής στην υποβολή των συμβόλων όλο και περισσότερο υποτάσσεται σε συγκεκριμένες ιδεοληψίες, που δήθεν εξασφαλίζουν την ευεργετική παρουσία του καινούργιου. Το θεωρούμενο όμως ως καινούργιο μερικές φορές μπορεί να είναι κατά βάθος απίστευτα παλιό, και το παλιό, αντίθετα, να έχει μοναδική εμβέλεια μέσα στο χρόνο. Συνεχίζοντας τους προβληματισμούς του ο Κούντερα υποστηρίζει πως σήμερα ο άνθρωπος βρίσκεται σε μιαν αληθινή δίνη της έκπτωσης, όπου ο κόσμος του βιώματος μοιραία επισκιάζεται και όπου το είναι πέφτει στη λήθη.
Φαίνεται πως στις μέρες μας ο ορίζοντας του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος στενεύει επικίνδυνα και γίνεται το μικρό δωμάτιο της καφκικής δίκης. Στην αυγή των νέων χρόνων ο ήρωας του Θερβάντες είχε έναν ολόκληρο κόσμο να κατακτήσει όμοια όπως ο αναγεννησιακός ζωγράφος είχε έναν άπειρο ορίζοντα ν’ αναπαραστήσει. Σήμερα η ζωγραφική όπως και το μυθιστόρημα ασχολείται με την περιπέτεια της φιγούρας μέσα σε μικρούς, συμπιεσμένους χώρους, χωρίς ορατή διέξοδο. Αν ο Μπροχ ανακάλυψε ένα άγνωστο πεδίο της ύπαρξης με τους «Υπνοβάτες» του, όμοια πράγματα απέδωσε και η εξπρεσιονιστική ζωγραφική του Μεσοπολέμου. Αν και δεν είναι της παρούσης, οι παραλληλίες ανάμεσα στη ζωγραφική και το μυθιστόρημα όσο αφορά της αφηγηματικές τους δυνατότητες παρουσιάζονται άκρως ερεθιστικές ώστε να πρέπει να επανέλθουμε.
Η ζωγραφική του Τάσου Μαντζαβίνου δυνάμει θέλει να πει μια ιστορία και να στηρίξει μιαν εικονοποιητική λειτουργία που ξεκινά από το συγκεκριμένο πίνακα και συνεχίζεται στο μυαλό του θεατή. Μάλιστα τα συχνά ξυσίματα, που αποκαλύπτουν παλιότερα στρώματα ή οι επανεγγραφές αποδεικνύουν την πορεία της εικαστικής του διήγησης καθώς εμπλέκονται παλιότερες μισοξεχασμένες ιστορίες και μνήμες με πιο πρόσφατες.
Διερωτώμαι ειλικρινά από πού έρχεται αυτή η τόσο πυκνή και δυναμική γραφή του ζωγράφου αυτού. Κι η ερώτηση δεν αποτελεί κάποιο σήμα λόγου. Ψάχνω να βρω την παράδοση που τη γαλούχησε και την υποστηρίζει. Θα ‘λεγα πολύ απλά ότι σ’ ένα χώρο όπου εκφραστικά αποσπώνται σχέσης με τη λοιπή ευρωπαϊκή έκφραση, ο Μαντζαβίνος αποδεικνύει με το ως τώρα έργο του ότι τη σχέση αυτή τη δικαιούται. Δικαιούται με άλλα λόγια ν’ αναφέρεται στον Emil Nolde όμοια όπως και στον Νικόλαο Λύτρα ή τον Γεώργιο Μπουζιάνη. Και τέλος έχει την – κατακτημένη – δυνατότητα ν’ ασκεί μια ζωγραφική σημερινή και επίκαιρη. Και το λέω αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια έχει στηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός εικαστικής παραπληροφόρησης και ικανός αριθμός εκπροσώπων της εικαστικής θεωρίας και κριτικής έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι όσοι επιδίδονται σε δουλειά τελάρου δεν μπορεί να είναι σύγχρονοι. Αντίθετα θεωρούνται συμπαθείς εκφραστές ενός πεπαλαιωμένου εικαστικού ιδιώματος που αδυνατεί να προχωρήσει στην όποια ανανέωση της φόρμας.
Προσωπικά πιστεύω ότι η ανανέωση της φόρμας και η «επαναστατική» μορφή μπορεί να σχετίζονται τόσο με καινούρια υλικά όσο και με παραδοσιακά. Και εν πάση περιπτώσει αυτή η ανανέωση είναι υπόθεση και προιόν εσωτερικής διαδικασίας και ελάχιστα συνδέεται με τις υλικές πραγματώσεις της φόρμας. Είναι με άλλα λόγια σαν να υποστηρίζουμε ότι δεν είναι δυνατόν να γραφεί ένα πρωτοποριακό μουσικό κομμάτι για βιολί επειδή το όργανο αυτό είναι σε διαρκή χρήση εδώ και μερικούς αιώνες.
Ο Τάσος Μαντζαβίνος είναι τόσο ανανεωτής όσο και παραδοσιακός χρήστης της φόρμας, είναι όμως και κάτι περισσότερο. Είναι ένας σπαραχτικά άμεσος και ειλικρινής δημιουργός που γεννά το έργο του μέσα από μια σπάνια αυτοαναλυτική διεργασία. Υ’ αυτή την έννοια σχεδόν βυζαντινός, ο καλλιτέχνης αυτός έχει ως διαρκές ζητούμενο της δουλειάς του την έκφραση, μέσω υλικών στοιχείων, πνευματικών καταστάσεων. Αν εξετάσει κανείς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του έργου του Τ.Μ. εύκολα μπορεί να το κατατάξει σε συγκεκριμένο εικαστικό είδος. Η δυσκολία ακριβώς αρχίζει όταν κάποιος προσπαθεί να μιλήσει για την αισθητική αξία ενός συγκεκριμένου έργου τέχνης εκτός τεχνοτροπικών κατατάξεων. Ο Μαντζαβίνος είναι ένας αληθινός ζωγράφος και διερωτώμαι ποιος από τους καινούργιους εικαστικούς με τις ευφάνταστες – αν και κάπως συζητήσιμες ως προς την αυθεντικότητά τους – ιδέες, μπορεί κανείς να ισχυριστεί το ίδιο.
Μ’ αυτή την ενότητα των έργων του ο ζωγράφος διευρύνει το θεματολόγιό του. Ο «Κινέζος στη Βροχή», έχει κάτι από την αμέριμνη ατημελησία των έργων του Baselitz ή την προκλητικότητα του Kiefer. Οι «Πρωτόπλαστοι» εγγράφουν τις φιγούρες τους παράλληλα με τη γραμμή του ορίζοντα ενώ ο ιδιότυπος «Γραφέας» έσκυψε για να γράψει το τίποτε στο τίποτε και τελικά έγραψε πάνω στην ψυχή του για την ψυχή του, πετυχαίνοντας κυριολεκτικά μια «πύρρεια νίκη». Στον «Άνθρωπο υπό βροχή» πάλι υπάρχει μια σίγουρη κινηματογραφική αίσθηση, καθώς εκδιπλώνονται οι ποικίλες εκδοχές χώρου και καθώς κυκλοφορεί μέσα στο έργο ο αέρας και η υγρασία. Αυτό κατά βάθος είναι και η πιο άδολη χαρά της ζωγραφικής: η παρουσία μέσα σ’ αυτήν των φυσικών στοιχείων της φύσης αλλά της δυναμικής της.
Αγαπητοί φίλοι, πρέπει εδώ να το πούμε, μας παρακολουθούν και μιας παρατηρούν. Υπάρχουν κάποια μάτια – δυστυχώς όχι πολλά – που αγρυπνούν πάνω απ’ αυτή την πόλη που σαπίζει και ζωγραφίζουν τη μοιραία της πορεία. Από το μετερίζι του, από τον κόσμο, έναν κόσμο που στα σταθερά κατακερματίζεται.
Τελειώνοντας θα ήθελα να χρησιμοποιήσω τον επίλογο από το πρώτο μου κείμενο για τον Τάσο Μαντζαβίνο τον Σεπτέμβριο του 1987.
«Είναι αληθινά παρήγορο πως σήμερα υπάρχει μια ζωγραφική στην Ελλάδα που δεν υποκύπτει στον ανεγκέφαλο σνομπισμό μιας προκατασκευασμένης πρωτοπορίας με παντελή την έλλειψη οποιασδήποτε αληθινά πρωτοποριακής ιδέας, και που δεν διακατέχεται από συμπλέγματα περί στυλ ή προσώπων, αλλά που ξέρει ν’ αφομοιώνει τις εικαστικές της αγάπες και τα εικαστικά της δάνεια.. Βέβαια στο μέλλον μια νηφάλια αποτίμηση θα αποκαταστήσει τα πράγματα. Ως τότε όμως ας αρκεστούμε στο να χαιρόμαστε αυτούς τους καλλιτέχνες που διακονούν την υπόσταση του κοινωνικού τους χώρου αλλά ταυτόχρονα τη μια, αναλλοίωτη και απαρασάλευτη ζωγραφική…»