ΓΥΝΑΙΚΑ
Οκτώβριος 2006
Όλγα Μπατή
Η ΓΥΜΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ
Το βροχερό Παρίσι διαθέτει μία ιδιαίτερη γοητεία. Ίσως να οφείλεται στο γκρίζο, χρυσαφί χρώμα που δημιουργεί το νερό καθώς πέφτει πάνω στις πλάκες των πεζοδρομίων και τις προσόψεις των σπιτιών. Και, πράγμα περίεργο είναι ένα από τα χρώματα που ονειρεύτηκε ο γνωστός καλλιτέχνης Αντώνης Νίκογλου, που υπογράφει ως Anton, στα ιδιαίτερα, σε χειρονομίες και συμβολισμούς, έργα του.
Για τον Anton, ζωγράφο με αξιόλογη σταδιοδρομία στο εξωτερικό – και ειδικά στην Γαλλία – η φωτογραφία παραμένει ένα πείραμα μοναδικό, που συχνά παίρνει τα χρώματα της παρισινής βροχής και ακόμα συχνότερα γράφει πάνω σε μαυρόασπρο φόντο. Τις ώρες της συννεφιάς και της βροχής, στο ατελιέ του, απέναντι από τη γέφυρα «Τομπιάκ, ο καλλιτέχνης επινοεί τις εικόνες του, φωτογραφίζει τα γυμνά μοντέλα του και τον ίδιο του τον εαυτό, «ανοίγοντας την καρδιά του σαν κόκκινο τριαντάφυλλο», όπως έγραφε και ο φίλος του, ο γνωστός ανατρεπτικός συγγραφέας, Ηλίας Πετρόπουλος.
Το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό. Μοιάζει με μια ακραία προσπάθεια να αποτυπωθεί στο βαρύ χαρτί σχεδίου – πάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης εμφανίζει την φωτογραφία – η τάση φυγής προς το άπειρο, η μοναξιά ενός γυμνού σώματος, ο ερωτισμός της στιγμής. Ο ναρκισσισμός, στοιχείο αναφαίρετο των αυτοπροσωπογραφιών του, παραμένει ωστόσο το μεγάλο ερωτηματικό των κριτικών τέχνης κι εκείνων που προσεγγίζουν τη δουλειά του γοητευμένοι, αλλά και περίεργοι μπροστά σ’ αυτό που αντικρίζουν.
Υπάρχει άραγε ο κίνδυνος, αυτός ο ναρκισσισμός να καταστρέψει την ομαλή εξέλιξη της τέχνης και την αυθεντικότητα μίας φωτογραφίας;
«Ποτέ δεν είδα σαν ναρκισσισμό το γεγονός ότι χρησιμοποιώ τον εαυτό μου ως μοντέλο. Ήμουνα παρών, μόνος μου μέσα στο ατελιέ και εύκαιρος την στιγμή κατά την οποία ήθελα να επέμβω. Μία εύκολη λύση στην ανάγκη της στιγμιαίας έκφρασης και τίποτα παραπάνω». Η άποψη του καλλιτέχνη δεν είναι σίγουρα καθησυχαστική. Ο ίδιος περνάει απλά στη διαδικασία του αυτοπορτραίτου, ωστόσο, η σκηνοθεσία μέσα στο ίδιο το πλαίσιο της φωτογραφίας είναι προκλητική. Ένα γυμνό αντρικό σώμα, φωτογραφημένο από διαφορετικές απόψεις, ένα πρόσωπο μεταμφιεσμένο σε πτηνό, λουλούδια γύρω από έναν μοναχικό μπούστο, κεφάλι πλαισιωμένο από διάφορα αντικείμενα. « Ο τρόπος που χρησιμοποιώ την τέχνη στις φωτογραφίες είναι αρκετά αυστηρός. Χειρίζομαι τα χημικά υλικά σαν να είναι μέσα ζωγραφικής, με αποτέλεσμα αυτό το διάφανο γκρίζο που καλύπτει τα έργα μου και το οποίο προσπαθώ να διασκεδάσω με διάφορα σκηνοθετικά τρικ».
Ο Anton, νάρκισσος σαν γνήσιος ζωγράφος, αντιμετωπίζει με χιούμορ μια ανθρώπινη αδυναμία, που στη συγκεκριμένη περίπτωση βάζει σε κίνηση την ίδια την τέχνη. Και ο Ηλίας Πετρόπουλος, επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα μέσα στο ατελιέ του ζωγράφου, έχει καταγράψει τις σκέψεις του την ώρα της δημιουργίας.
«Του Anton του αρέσει να φωτογραφίζει και γυμνές γυναίκες. Μου εξηγεί ότι η παγίδα αυτών των προκαταρκτικών φωτογραφιών είναι ο ανίκητος ερωτισμός. Βλέπω ορισμένες φωτογραφίες με πλαστικά γυναικεία σώματα. Ξεκινάμε μια συζήτηση για το κορμί της Γυναίκας και αιφνιδίως, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ένα υπέροχο, σιωπηλό κορίτσι, που αρχίζει να ξεγυμνώνεται.
Προφανώς είναι το μοντέλο Μιλάμε ελληνικά για να μην μας καταλαβαίνει το ξαπλωμένο γυμνό κορίτσι, που φαίνεται κολακευμένο, επειδή φαντάζεται πως σχολιάζουμε την ομορφιά της. Ωστόσο, εμείς λέμε άλλα. Ο Anton ετοιμάζει τους προβολείς και στήνει τη μηχανή. Οδηγεί την κοπέλα και αρχίζει να φωτογραφίζει.
Σκυφτός στο τραπέζι, σκαλίζω κάτι παλιά σχέδιά του. Οι κριτικοί τέχνης πρέπει να είναι τυφλοί… Κοίταγα στον τοίχο, όπου ήταν αναρτημένος εκείνος ο πίνακας που δείχνει το Γυμνό με την παλάμη στο στήθος. Σκέφτομαι: «ο Γυμνός είναι πάντα ιδιοκτήτης του εαυτού του».
Και η Τέχνη;
Δεν μπορεί παρά να είναι η σάρκα του καλλιτέχνη που ανθίζει μέσα στις μεγάλες σιωπές. Κι αυτό ταιριάζει απόλυτα σ’ έναν μονήρη καλλιτέχνη, όπως ο Αντώνης Νίκογλου.
Sex Pistols, στον Ήχο μιας Προκλητικής Εικόνας.
«Τι μπλε, το γκρι και το μαύρο, μπορούν να κάνουν ζωγραφική; Ίσως όχι. Αλλά ο Αντώνης δεν ζωγραφίζει το μπλε, ούτε το γκρι. Ζωγραφίζει την ανάμνηση του μπλε, την ηχώ του γκρι, τη θύμηση του μαύρου. Μια μέρα λοιπόν ίσως να υπάρξουν όλα αυτά. Γιατί η ζωγραφική, δεν είναι παρά μόνο ένα παιδί ίσως. Το παιδί θα μεγαλώσει. Και το σημαντικό είναι πως η ζωγραφική δέχτηκε τον Αντώνη, σαν ένα παιδί της».
Ο διάσημος σκηνοθέτης Ζαν Λυκ Γκοντάρ ήταν ένας από τους ακέραιους θαυμαστέ του Αντώνη. Ιδιαίτερα τα χρηστικά αντικείμενα τέχνης που ο ζωγράφος δημιουργούσε, ξεκινώντας από μία διάθεση έντονη να αλλάζει κάθε τόσο αντικείμενο δημιουργίας, ήταν αυτά που ο σκηνοθέτης λάτρευε περισσότερο. Το τασάκι του, το βάζο, η καρέκλα, η πολυθρόνα, το γραφείο. Αλλά τη ζωγραφική και τη φωτογραφία του την αγάπησαν κι άλλοι διάσημοι της τέχνης και της μόδας, όπως ο Ντελέζ, η Σαντάλ Τομάς, η Ανιές Μπε, ο Υβ Σαιν Λωράν. «Πάντα έκανα αντικείμενα», λεει ο Νίκογλου. «Προσπαθώ, σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας μου, να κάνω τα πράγματα να συμβιώσουν μαζί, πάνω σε μία εικόνα. Στο ντηζάιν προσπαθώ να συνδυάσω τ5ο ξύλο και το μέταλλο, ψάχνοντας την ίδια στιγμή να ανακαλύψω το αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει αισθητικά και πρακτικά αυτό το πάντρεμα υλικών. Βγήκα την ίδια εποχή με τον Φίλιπ Σταρκ και άλλους πάπες του ντηζάιν, αλλά δεν προώθησα αρκετά τον εαυτό μου σ’ αυτό το κομμάτι. Ίσως γιατί στη ζωή μου καταπιάστηκα με πολλά πράγματα και δεν επικεντρώθηκα, όπως έπρεπε, σε μερικά απ’ αυτά».
Η Ζωή του ίσως είναι σαν Όνειρο και όχι σαν Κοινή Ιστορία
Γεννήθηκε στην Αθήνα και παιδί έφυγε με τους γονείς του για την Αιθιοπία. Στα δεκαεπτά φεύγει για το Παρίσι, όπου θα μείνει για πάντα, αλλά αυτό είναι σχετικό,
Αφού ζούσε – όπως όλοι οι μέτοικοι – με τις μνήμες της Ελλάδας, αλλά και μέσα στα χρώματα της Αιθιοπίας. Το ροζ, που έρχεται μετά από το γαλάζιο και το γκρι να βάψει αχνά τα έργα του, να δώσει μία αδιόρατη διαφάνεια στις ανθρώπινες φιγούρες που αιωρούνται στο διάστημα. ¨»Με τα χρώματα έχω πρόβλημα, γιατί έχω δαλτονισμό και συνήθως χρησιμοποιώ χρώματα διαβάζοντας πάνω στο κουτί. Το κάθε χρώμα μου αφήνει μια ιδιαίτερη μουσική πίσω του και αυτή τη μουσική την ακούω και τη χρησιμοποιώ σαν χρώμα στον πίνακα. Συχνά ονειρεύομαι ένα χρώμα και μετά μπορεί να ψάχνω μήνες να το βρω. Και κάνω άπειρες δοκιμές μέσα σ’ αυτό το ταξίδι. Τελικά δεν το βρίσκω ποτέ. Δεν είμαι ποτέ ικανοποιημένος».
Ο Anton είναι ένας παράξενος άνθρωπος και τα ταξίδια του πολλά και ενδιαφέροντα. Όχι μόνο στο χρώμα, αλλά και στην καθημερινότητα. Τελείωσε Αρχιτεκτονική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, έζησε τον Μάη του ’68 και τα χρόνια ου έρχονται τον βρίσκουν να ζει μέσα στα διάφορα κινήματα της εποχής. Το fluxus, ή video art, και άλλα κινήματα, που όπως λεει ο ίδιος, επηρέασαν την τέχνη εκείνης της εποχής. Σου μάθαιναν πώς να χρησιμοποιείς τον χώρο, πώς να ξεφεύγεις από το έργο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, πώς να διαχέεις τη ζωγραφική σου παντού. Ήταν εικόνες προβολής, ήταν ταινίες, ήταν ήχος.
Ήταν, όπως είπαμε, ο Ήχος των Χρωμάτων
Με βάση αυτή την αίσθηση, ο ζωγράφος θα οργανώσει με τους φίλους του ηχητικά και φωτιστικά θεάματα, καθώς και παραστάσεις χάπενινγκ, θα συνεργαστεί με μουσικά γκρουπ της φρη τζαζ και του ροκ. Στις εγκαταστάσεις του, που ήταν εικόνες με κίνηση και μουσική, τον επηρέασε ο ήχος των Sex Pistols. Και στις περφόρμανς του πήρε μέρος ο Στηβ Λέησι, μία μυθική μορφή της τζαζ, που για πρώτη φορά στη ζωή του συνεργαζόταν με έναν εικαστικό, σε τέτοιο παρακινδυνευμένο εγχείρημα. Μετά απ’ όλα αυτά, ο Αντώνης, όπως συνεχίζει να κάνει, θα βιώνει την τέχνη του σαν έναν παράλογο και μοναχικό ίλιγγο, σαν ένα σχεδόν τίποτα που πάνω του στοιχηματίζει τα πάντα. Και πάντα η ζωγραφική του, η αρχική του αφετηρία, θα βασίζεται στις ασκήσεις πάν στο χαρτί, στη γεωμετρική νομοτέλεια της χειρονομίας, αλλά και σε μία τρέλα. Που βάζει σε κίνηση συναίσθημα, ύλη, αλλά και την απόγνωση του κόσμου της εικόνας.
«Δεν υπάρχουν όρια», λεει ο ίδιος. «Μου αρέσει να περνάω από το ένα πράγμα στο άλλο, να φεύγω και να ξαναγυρίζω. Να κάνω ζωγραφική, γλυπτική και εγκαταστάσεις, φωτογραφία και αντικείμενα, και πάλι να τα εγκαταλείπω, περιμένοντας με αγωνία τη στιγμή που θα τα ξαναβρώ μπροστά μου».
«Οι εικόνες του καλλιτέχνη είναι η σάρκα του. Ακόμα και ο ψυχρότερος ζωγράφος αυτοβιογραφείται. Και ο ζωγράφος χρησιμοποιεί τις εικόνες σαν άλλοθι».
Αν αυτά τα λόγια του Ηλία Πετρόπουλου δεν ταιριάζουν στον Αντώνη, ταιριάζουν σίγουρα στον καλλιτέχνη. Γιατί αυτός ο τελευταίος, ξέρει να παίρνει το ρίσκο της ίδιας του της μοίρας.
Από τη Liberation, στην Ελευθερία της Τέχνης
Ήταν η εποχή που περπατούσες στον δρόμο και συναντούσες μπροστά σου τον Ζαν Πολ Σαρτρ, την Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Λουί Μπουνιουέλ, τον Φράνσις Μπέικον. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένας αθώος νέος, περιδιαβαίνοντας στο Παρίσι, μπορούσε να αγγίξει τους μύθους, να μιλήσει μαζί τους, ακόμα και να τους ακολουθήσει για έναν καφέ στο Φλορ ή το Ντε Μαγκό. Ο Αντώνης Νίκογλου είχε την ευκαιρία να γίνει φίλος με πολλούς απ’ αυτούς, να παρακολουθήσει τη δουλειά τους, μέσα στα μετέωρα βήματα εκείνων των καιρών, που όλα τα επέτρεπαν. Από τον
πιο απόλυτο ερωτισμό, μέχρι την πιο απόλυτη, επαναστατική τέχνη. «Συνεργάστηκα», λεει ο καλλιτέχνης, «με τον Ξενάκη, τον Τάκη, τον Κεσσανλή, τον Μολφέση. Ήταν η εποχή – υπήρξαν κι άλλες – που ζούσες κι εργαζόσουν στην κόψη του ξυραφιού. Υπήρξε κίνδυνος να καταλήξεις σε πράγματα τα οποία είχαν γίνει στις αρχές του αιώνα. Να πέσεις σε παγίδες. Εγώ προσπάθησαν να ξεφύγω προς έναν μοντερνισμό, δεν ξέρω τι ακριβώς πέτυχα».
«Μακάρι να μπορούσα να ζωγραφίζω με λέξεις», έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Κάποια στιγμή όμως, ήταν ο ζωγράφος που βρήκε την ελευθερία της έκφρασής του στις λέξεις.. Ο Νίκογλου θα δημιουργήσει με διάφορους συμφοιτητές του περιοδικά «άντεργκραουντ» και θα γίνει για ένα φεγγάρι συνεργάτης της εφημερίδας Liberation. Εκεί γράφει, αλλά δημοσιεύει και σχέδια, κολάζ, φωτογραφίες και σκίτσα μόδας. Παράλληλα, παραμένει απόλυτα σιωπηλός, άψογος γεωγράφος, μέσα από τη δική του ιδιαίτερη τέχνη, που ακούει τα χρώματα και κρατά κατευθύνσεις προς όλα τα πειράματα μίας δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας.
Πού είναι το Όρια; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα
Για τον ζωγράφο που λέγεται Anton, η τέχνη έχει πια χάσει την αυθεντικότητά της. Υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον για τις δημόσιες σχέσεις και το φαίνεσθε. Η αγορά της τέχνης δημιουργεί περίεργα χάσματα, και ξαφνικά αναρωτιέσαι αν οι τιμές που κυκλοφορούν εκπροσωπούν τη γνήσια αξία του προϊόντος. Για έναν – από τη φύση του – σιωπηλό άνθρωπο, όλα αυτά είναι εκκωφαντικά και συχνά περιττά, αλλά οι νέοι καλλιτέχνες έχουν πια λιγότερους ενδοιασμούς να φωνάξουν δυνατά. Στο κενό; Ποιος μπορεί άραγε να ξέρει;
Ίσως ο γυμνός άντρας της φωτογραφίας, που σκεπάζει τα μάτια του για να μην τον προδώσουν. Μέσα στο μαύρο και στο άσπρο, όλα επιτρέπονται και όλα ξαναγίνονται από την αρχή. Οι μνήμες βοηθάνε σ’ αυτό. Και μέσα στις δημιουργικές μνήμες του Νίκογλου, υπάρχουν οι περίφημες εγκαταστάσεις του στη Λα Βιλέτ, με τίτλο Αφιέρωμα στον Ρεμπό, όπως και οι εγκαταστάσεις γύρω από το Κέντρο Πομπιντού, το γνωστό Μπωμπούρ. Υπάρχουν ακόμα οι εικόνες από τη συνεργασία με του μουσικούς του θεάτρου Μπατακλάν, αλλά και οι ελεύθερες ακροβασίες μέσα στα ατελιέ του Κεσσανλή και του Τάκη, τότε που ο ζωγράφος έψαχνε για πολλοστή φορά να ανακαλύψει το σημείο φυγής του.
Η ομορφιά σίγουρα δεν είναι κάτι το ενιαίο. Κι αυτό το συνειδητοποιεί μέσα στη μοναξιά του ο σοβαρός καλλιτέχνης. Ίσως να το συνειδητοποιήσουν και οι επισκέπτες της γκαλερί Μέδουσα που, με ευκαιρία τον Μήνα Φωτογραφίας θα προσεγγίσουν μέσα στον Οκτώβριο τις γυμνές και ειρωνικές φωτογραφίες του Αντώνη Νίκογλου. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπορεί κάποιοι να σκεφτούν το φοβερό που μόνο η ειλικρινής τέχνης μπορεί να προκαλέσει.
«Για όσα υφίσταμαι από την εικόνα φταίνε τα μάτια μου».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
6 Νοεμβρίου 2006
Μαρία Μαραγκού
Φωτογραφίας συνέχεια
Η παρουσία του Έλληνα καλλιτέχνη που ζει και εργάζεται στη Γαλλία είναι αρκετά συχνή στην Αθήνα και πάντα επίκαιρη προς τα ζητήματα που τον απασχολούν, στα ψυχολογικά πορτρέτα-γυμνά που συνήθως εκθέτει.
Παρατηρεί το γυναικείο σώμα, ορίζοντάς το στην απόλυτη μοναξιά και τον ερμητισμό του χώρου όπου το τοποθετεί. Το ίδιο κάνει και στη ζωγραφική του. Εξάλλου, σπάνια μας ενδιαφέρει το μέσον με το οποίο προκύπτουν τα έργα του, από τη στιγμή που οι όροι της δουλειάς, η χειραφέτησή της, είναι ίδιοι.
Ένας κόσμος κλειστός, ένας χώρος μοναχικός και φθαρμένος και τω σώμα, αν και δεν διαθέτει ίχνη φθοράς, είναι ήδη απόκοσμο.
Και από αυτήν την άποψη, διαθέτει ένα είδος σουρεαλισμού με τους όρους που κάνει σουρεαλιστική φωτογραφία η Victoria Buivid, επιτρέποντας στα πράγματα να μεταμφιέζονται μέσα στο ζήτημα του μη συγκεκριμένου χρόνου.
ΤΑ ΝΕΑ
Ταχυδρόμος
11 Νοεμβρίου 2006
Τόνια Μάκρα
ΑΝΤΟΝ «Αναμετριέμαι με το γυμνό, ακριβώς γιατί είναι κλασικό».
Στα φωτογραφικά του έργα υμνεί την ομορφιά και τη σαγήνη του γυναικείου γυμνού, το οποίο τοποθετεί σε χώρους μυστηριώδεις, στη μέση του πουθενά. Όπως μοιάζουν να είναι και τα τοπία του: απόκοσμα και συγχρόνως παρόντα
Η αμφισημία είναι μάλλον το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της ζωής αλλά και της τέχνης του Άντον (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αντώνη Νίκογλου). Αθηναίος στην καταγωγή, ζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 στο Παρίσι, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στις δύο μεγαλουπόλεις. Μια πραγματικότητα που συχνά βιώνει με δυσκολία, καθώς λεει. Αν, ωστόσο, αναγκαζόταν να παραμείνει συνεχώς στον έναν από τους δύο τόπους, μάλλον ..θα υπέφερε περισσότερο! Αποτέλεσμα, ως καλλιτέχνης της διασποράς δεν μας είναι πολύ οικείος.
Αρχιτέκτονας – πολεοδόμος, σχεδιάζει εσωτερικούς χώρους και ενίοτε αντικείμενα (μια παλαιότερη λάμπα γραφείου ανήκει στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, τιμή που θα ζήλευαν όλοι οι ντιζάινερ). Ωστόσο, καριέρα έκανε ως εικαστικός καλλιτέχνης, δουλεύοντας παράλληλες θεματολογίες και χρησιμοποιώντας ποικιλία εκφραστικών μέσων. Σήμερα προβάλλει κυρίως τις εικαστικές συνθέσεις που δημιουργεί με βάση τη φωτογραφία και οι οποίες αποπνέουν ηθελημένα έντονη ζωγραφική υφή. Όπως αυτές που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή στην Αθήνα με γυμνά γυναικεία πορτρέτα και απόκοσμα τοπία. Η έκθεσή του στην αίθουσα τέχνης «Μέδουσα» αποτελεί μια ευτυχή στιγμή στην πορεία του. Υψηλής αισθητικής, τα έργα του καταφέρνουν να αποδώσουν την αίσθηση του απροσδιόριστου, του αμφιλεγόμενου, του μυστηριώδους.
Στα γυμνά πορτρέτα η γυναικεία φιγούρα αποδίδεται με ρεαλιστική διάθεση σε συνδυασμό με ίχνη σουρεαλιστικών στοιχείων ή μια δόση ανεπαίσθητου χιούμορ. Κατοικεί σε ερημωμένους τόπους, στη μέση του πουθενά, χωρίς αυτό να περιορίζει στο ελάχιστο τη γοητεία που ασκεί η θηλυκή ύπαρξή της.
Γιατί όμως ένας σύγχρονος καλλιτέχνης να αναμετρηθεί με το γυμνό, ένα τετριμμένο και συνάμα διαχρονικό θέμα, ειδικά σήμερα που έχει επενδυθεί με χίλιες μύριες έννοιες;
«Παρόλο που το γυμνό έχει δουλευτεί πολύ σε όλες τις εποχές, πιστεύω ότι αντέχει ακόμα περισσότερη μελέτη. Άλλωστε αυτό με ελκύει, ότι δηλαδή αναμετριέμαι με ένα κλασικό θέμα, προσπαθώντας συγχρόνως να του ξεφύγω και να βρεθώ κάπου ανάμεσα. Για παράδειγμα, στην εποχή μας το μάτι κατακλύζεται από πολλές εικόνες εν κινήσει, όμως πάντα μία το γοητεύει. Εγώ λοιπόν επικεντρώνω το βλέμμα μου σε αυτή τη μοναδική, την προβάλλω με ένταση, ενώ ταυτόχρονα περιβάλλω τη γυναικεία φιγούρα με μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Όλα αυτά προδιαθέτουν για να σταθείς και να αναρωτηθείς τι προϋπήρξε ή τι θα επακολουθήσει».
Πίσω από το γυμνό, το γυναικείο ή το ανδρικό, κρύβεται το μεγάλο ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για τον άνθρωπο. «ο οποίος υπάρχει μέσα από τις πράξεις του και στα τοπία μου. Σε αυτούς τους μυστηριακούς, όπως θα τους ονόμαζα, τόπους, οι οποίοι έχουν προκύψει μέσα από την επεξεργασία φωτογραφικών εικόνων που απεικονίζουν πολύ απλά πράγματα, όπως μια πρίζα, μια καμινάδα, ένα μπουκάλι κ.λπ». Αφού λοιπόν φωτογραφίσει ό,τι τον έλκει, στη συνέχεια κλείνεται στο σκοτεινό θάλαμο εμφάνισης του φιλμ κι εκεί με «εργαλείο» τα χημικά υγρά «ζωγραφίζει» τα τοπία της φαντασίας του. Αλλοιώνοντας την αρχική εικόνα, προσδίδει εξωπραγματικές διαστάσεις σε απλά πράγματα, που τα κάνει να φαντάζουν σαν τοτέμ, σαν οικουμενικά σχήματα με δική τους μυθολογία.
Στη διάρκεια αυτής της υπομονετικής διαδικασίας το «τυχαίο» και το «λάθος» αφήνονται να παίξουν το δικό τους ρόλο. Η τελική εικόνα εκτυπώνεται από τον ίδιο τον καλλιτέχνη πάνω σε χειροποίητα χαρτιά, σφραγίζοντας το νοητό «γάμο» πολλών ομοίων και αντιθέτων .Όπως είναι η παλιά με τη νέα τεχνολογία, η φωτογραφία με τη ζωγραφική, η ομορφιά με τη μελαγχολία, η πραγματικότητα με τη φαντασία που του επιτρέπει να χτίζει τα πράγματα όπως του αρέσουν, τις γυναίκες ελκυστικές, τους τόπους ρημαγμένους!