ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
10 Δεκεμβρίου 1998
Μαρία Μαραγκού
Ζωγραφίας εγκώμιον
Τι είναι εκείνο που μας κάνει τόσο ευτυχισμένους όταν βλέπουμε καλή ζωγραφική από νέους ανθρώπους; Νομίζω το ίδιο ακριβώς που μας κάνει να μιζεριάζουμε όταν εμφανίζονται οι νέοι ζωγράφοι με τα εύκολα, διακοσμητικά τους τελαράκια. Μία είναι η εξήγηση σ’ αυτή την αντίδραση. Η αγάπη στη ζωγραφική.
Πόσες φορές σ΄ αυτό τον αιώνα η ζωγραφική πέθανε και πόσε αναστήθηκε από τις στάχτες; Από τα χρόνια που ο Bacon σάρωσε στο μουσαμά με τα παραδοσιακά του λάδια και τότε είχε πεθάνει η ζωγραφική – η ελπίδα μένει ζωντανή.
Πόσες φορές η ανθρώπινη μορφή καταστράφηκε ολοκληρωτικά, δίχως να έχει πλέον λόγο ύπαρξης, επανήλθε με άλλα μέσα, στη φωτογραφία ή στο video, αλλά όχι ως ζωγραφική; Και πόσο κακή είναι τις περισσότερες φορές αυτή η ανθρώπινη μορφή όταν βρίσκεται στα χέρια ασεβών;
Ιστορικά η παραδοσιακή ζωγραφική πέθανε οριστικά κάπου στη δεκαετία του ’60. Είναι όμως έτσι;
Ο Γιάννης Λασηθιωτάκης που έχει δώσει δείγματα γραφής από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, επανέρχεται στην γκαλερί «Μέδουσα» με μια αισθαντική και ευαίσθητη δουλειά. Αφετηρία ένα καράβι, άρα εμμονή στην έννοια ταξίδι. Τα αυτούσια υλικά που χρησιμοποιούσε και στις δύο προηγούμενες εκθέσεις του, ανεμοδείκτες, πυξίδες, παρόντα, αλλά ελάχιστα τονισμένα σε σχέση με το παρελθόν, χρωματίζουν το πάντα σκούρο, καφετίζον περιβάλλον. Στην τωρινή του δουλειά μπαίνει με σαφήνεια η ζωγραφική, με τρόπο που να παραπέμπει στην αισθαντικότητα της παλιάς φωτογραφίας. Ο Λασηθιωτάκης, δημιουργεί νοητικό και συναισθηματικό χώρο, καλά οργανωμένο, αποδεκτό και οικείο στο βλέμμα αλλά και την αφή. Ο δάσκαλός του είναι ο Κουνέλλης, το δίδαγμα του οποίου κάνει σήμερα ζωγραφική ο Λασηθιωτάκης
ΝΕΑ
2 Δεκεμβρίου 1998
Χάρης Καμπουρίδης
Η Νέα πραγματικότητα
Έχει ο καιρός γυρίσματα. Πριν από δέκα χρόνια στο εικαστικό μας προσκήνιο επικρατούσαν τα τρισδιάστατα έργα, προεκτείνοντας τον πίνακα στον γύρω χώρο, με αυτούσια αντικείμενα. Λίγο πριν, ήταν οι εξπρεσιονιστές που καθιέρωσαν τον πίνακα ως αυτόνομη πραγματικότητα ισότιμη με την υπόλοιπη, και χωρίς να είναι υποχρεωτικά καθρέφτης της. Στις ημέρες μας όλα αυτά έμειναν ως κληρονομιά και αυτό που μετρά είναι μόνο το τι μπορεί να σημαίνουν για τον φιλότεχνο της εποχής, ο οποίος είναι πλέον «οπτικώς εγγράμματος» και δεν εντυπωσιάζεται εύκολα από τια καινοτομίες καθαυτές. Άλλωστε, τίποτε δεν είναι δεδομένο για την τέχνη, όλα αλλάζουν για να εκφράσουν έναν κόσμο που κινείται.
Πίσω, λοιπόν, στις δύο παραδοσιακές διαστάσεις, στα πινέλα και στις μπογιές; Παλιά, παραδοσιακή ζωγραφική; «Όχι, η νέα ζωγραφική εικόνα δεν είναι αφελής και σπουδαστηριακή» – σημειώσαμε πριν από μερικά χρόνια σφυγμομετρώντας αυτές τις αλλαγές – «έχει πάνω στον μουσαμά της ουλές από τις εμπειρίες όσων προηγήθηκαν»/ Οι ζωγράφοι της «Νέας Παραστατικότητας» γνωρίζουν πολύ καλά το τι διαδέχονται και ανταγωνίζονται. Η συμβατική επιφάνεια ενός τελάρου μπορεί να χωρέσει τα πάντα, όπως και μια σύγχρονη μηχανογραφημένη επιχείρηση, χωράει στην οθόνη ενός κομπιούτερ. Όταν ο χώρος στενεύει, η αποδοτικότητα των συμβόλων αυξάνει. Μία από τις εκθέσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτή τη στροφή και δίνει σοβαρούς καρπούς.
Ο Γιάννης Λασηθιωτάκης στην γκαλερί Μέδουσα μας απασχόλησε και άλλοτε, με τους καλοδουλεμένους πίνακές του, όπου σύμβολα ταξιδιού (ανεμοδείκτες, πυξίδες κ.α.) δίνουν τον τόνο στο ομοιοχρωματικό περιβάλλον τους. Η εξπρεσιονιστική γραφή, με λίγα αυτούσια υλικά πάνω της, προεκτείνεται και στους καινούργιους πίνακες. Εδώ όμως υπερτερεί η ατμοσφαιρικότητα, όλη η επιφάνεια είναι μια γλυκομίλητη πρόσκληση στο βλέμμα να μπει και να κολυμπήσει στον διαμορφούμενο χώρο. Από τα διακριτικά σημάδια κάθε πίνακα διαισθάνεται κανείς πως πρόκειται για κάποιο πλοίο ή βυθό, ωστόσο το συναίσθημα δεν είναι δραματικό («Τιτανικός»), μνήμες με καθολικό χαρακτήρα που μας αφορούν», όπως σημειώνει η Π. Κουνενάκη στον κατάλογο. Ο Λασηθιωτάκης είναι ώριμος καλλιτέχνης κρατά λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη θεματογραφία και στις απαιτήσεις μιας ερευνητικής ζωγραφικής.