Γλυπτική, 26/01/1994 – 26/02/1994 – Μέδουσα+1 Αίθουσα Τέχνης
ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ – 11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1994
Βιβή Βασιλοπούλου
Kρυστάλλινες Πύλες
Με έναν καταιγισμό αναφορών και παραπομπών υποδέχεται τον υποψιασμένο θεατή η καινούργια δουλειά του Νάκη Ταστσιόγλου στη Μέδουσα + 1. Το θέμα της έκθεσης είναι η Πύλη, με όλους τους συνειρμούς, τη φόρτιση και το εννοιολογικό της περιεχόμενο.
Αν μιλούσαμε για την πύλη του Ερωτα και του Θανάτου, ας μη θεωρηθεί εύκολο απλουστευμένο σχήμα γιατί μέσα από αυτό το δεδομένο «Δίπολο» περνάει όλη η ζωή και η πεμπτουσία της. Ο κύκλος αυτής της δουλειάς αρχίζει με μια φωτεινή ερωτική εισαγωγή και καταλήγει σε ένα αδιέξοδο σκοτεινό θάλαμο.
Μεσολαβεί μια απειλητική πύλη με τρίγωνο επιστέγασμα «ανάμνηση» από το κουφιστικό τρίγωνο της πύλης των λεόντων ή το ηβικό τρίγωνο της πύλης της ζωής, πέρασμα πολυσήμαντο και επικίνδυνο. Το ίδιο επικίνδυνη είναι και η έξοδος από το παράθυρο. Διακινδυνεύοντας από την πλευρά μου με αυτή την περιγραφική προσέγγιση, επανέρχομαι στη Φιλοσοφία του έργου που σου υποβάλλεται αυτόματα, έστω και αν οι αφετηρίες είναι περισσότερο φορμαλιστικές. Από τον Πλάτωνα μέχρι τον Bergman, η διαδρομή είναι τεράστια, το ίδιο και οι αλλαγές. Μόνο μια μυστηριακή μέθεξη μέσα από την τέχνη επιτρέπει ένα ποσοστό συμμετοχής στο άβατο. Δεν ξέρω αν η θέση του Νάκη Ταστσιόγλου είναι απαισιόδοξη. Η δουλειά του, πάντως, είναι πολλή αισιόδοξη για την τέχνη.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
21 Φεβρουαρίου 1994
Μαρία Μαραγκού
Ο Νάκης Ταστσιόγλου και η επέμβασή του στο σπίτι της Μέδουσας + 1, έχει τις ρίζες της στις αρχές της γεωμετρίας αλλά και στην ανατροπή αυτών των αρχών. Αφήνοντας πίσω του τα μικρά σχήματα, τις φόρμες του πλέξιγκλας αλλά και τους μεγαλύτερους χώρους που δημιουργούσε μ’ αυτό το υλικό, φτιάχνει κόσμο, ορίζοντας τη σχέση του μέσα σ’ ένα μαύρο χώρο που δημιουργεί. Θα τον αδικούσαμε αν στεκόμαστε στο υλικό και τη διαχείρισή του και όχι στο αποτέλεσμα της τρισδιάστατης αυτής «ζωγραφικής» του μαύρου-άσπρου και των φωτισμών που παράγουν καθαρά χρώματα και ψυχολογικά σχήματα.
Η αιχμή, στο φοβικό περιβάλλον που σκηνοθετεί ο Νάκης Ταστσιόγλου υπακούοντας μια ανάγκη προσωπική, πλήρη αντιθέσεων ή ανακολουθιών.
Η απάντηση που δίνει ο καλλιτέχνης για το πως μπορεί να είναι μια έκθεση συνυπάρχει με την κατάθεση πως μπορεί να είναι ένας κόσμος από λαμπερά σκληρά υλικά που γίνονται «εύπλαστα» και από χειρισμούς που δεν αντινομούν στο υπάρχον περιβάλλον. Ένας χώρος στον οποίο μπορεί να βαδίζει κανείς και να μετέχει δημιουργικά μεταλλάσσοντάς τον, με τις δικές του πολιτιστικές εμπειρίες, στο μέτρο που το περιβάλλον του καλλιτέχνη αφήνεται ανοικτό στο διάλογο.
Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει σ’ αυτή την παρουσία του Ταστσιόγλου, είναι να δει κανείς την πορεία του, τη συνέπειά του και την δυνατότητά του να προσχωρήσει από το μικρό αντικείμενο στο μεγάλο χώρο με ένα αποτέλεσμα τόσο συναρπαστικό και αληθινό.
MΕΣΗΜΒΡΙΝΗ
Ολγα Μπάτη – 2 Φεβρουαρίου 1994
Στην γκαλερί «Μέδουσα» ένας νέος καλλιτέχνης λειτουργεί στη σκιά και μακριά από τα φώτα του συνήθους μάρκετινγκ. Ο Νάκης Ταστσιόγλου επιχειρεί εικαστική επέμβαση στην εσωτερική αρχιτεκτονική της γκαλερί με τέσσερα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά, από πλεξιγκλάς, σίδερο και φως. Με χαρακτηριστική μαεστρία και μια αρχαϊκή λιτότητα στη γραμμή, ο νέος καλλιτέχνης εναρμονίζει τα υλικά του με το περιβάλλον, τους κραδασμούς του, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πράγμα που δίνει στα γλυπτά αυτά τις διαστάσεις έργων κλασικών, τις διαστάσεις έργων που ενώ προτείνουν νέες εφαρμογές της γλυπτικής στο χώρο, παραμένουν στην ουσία αυτό που τελικά πρέπει να είναι ένα γλυπτό. Το «στίγμα» του χωροχρόνου, η τρισδιάστατη ή δισδιάστατη μορφοποίηση όλων των στοιχείων που προσδιορίζουν τον τόπο και το χρόνο. Και είναι σίγουρο τελικά ότι ο χρόνος αυτός διαπερνά τα διαφανή πλεξιγκλάς του Ταστσιόγλου για να πάρει τα σχήματα της ματιάς του κάθε ευαίσθητου επισκέπτη.
Με αυτό τον τρόπο η ποιητική δύναμη της ύλης παραμένει ακέραια και η γλυπτική μια πρόταση αισθητικής που αξίζει να διαδοθεί. Αραγε το εγχώριο μάρκετινγκ θα το επιτρέψει αυτό το τελευταίο;
Nάκης Ταστσιόγλου
ARTI ΜΑΪΟΣ – ΙΟΥΛΙΟΣ 1994
Κατερίνα Καφοπούλου.
Μολονότι παραπέμπουν σαφώς σε μια ιδιοτοπική (site – specific) γλυπτική, οι έννοιες που διερευνά ο Νάκης Ταστσιόγλου στην πρόσφατη έκθεσή του στη «Μέδουσα» αντικατοπτρίζουν μια μάλλον προσωπική ερμηνεία αυτής της μορφής τέχνης. Μεταβάλλοντας τις απαιτήσεις του, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του, ο Ταστσιόγλου μας παρουσιάζει έργα μόνον εν μέρει ιδιοτοπικά. Πρόκειται με άλλα λόγια για εγκαταστάσεις που δεν προορίζονται για τον συγκεκριμένο εκθεσιακό χώρο αλλά μάλλον προσιδιάζουν σε αρχιτεκτονικά ανοίγματα, δηλαδή θύρες και παράθυρα ως τόποι (sites) εν γένει. Δεύτερον, οι εγκαταστάσεις υπακούουν στις απαιτήσεις του μέσου του οποίου ο καλλιτέχνης κάνει συνήθως χρήση τα τελευταία χρόνια: το plexiglass, ένα υλικό για το οποίο έχει εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τέλος, το στοιχείο του φωτός στο οποίο φαίνεται να αποδίδεται, με την ενσωμάτωσή του στη δομή του έργου, υψίστη σημασία, τυγχάνει της μεταχείρισης ενός οιονεί φυσικού, απτού μέσου, ενώ ενεργοποιείται σε πλήρη συνδυασμό με το plexiglass. Ετσι, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του συνθετικού plexiglass, ο καλλιτέχνης επιβάλλει στο συστατικό μέσο του, το τεχνητό φως, φορμαλιστικά πρότυπα.
Ο Ταστσιόγλου εκδηλώνει πράγματι ξεχωριστό ενδιαφέρον για τα φορμαλιστικά θέματα της γλυπτικής. Το έργο του, αν και στέρεο και απτό, φαντάζει χάρη στη διαφάνεια του υλικού, αιθέριο και άυλο. Η αντίφαση αυτή εντείνεται ακόμα περισσότερο μέσω των συνεχών μεταπτώσεων από τρισδιάστατες κατασκευές -γλυπτά σε κατασκευές- γλυπτά που διαθέτουν δύο μόνο διαστάσεις. Τα έργα του, όπως άλλωστε και κάθε γλυπτό, καταλαμβάνουν ορισμένο χώρο. Η διαύγεια, ωστόσο του κάθε έργου, επιτρέπει την άμεση εκτίμησή του δίχως να απαιτείται να κινείται ο θεατής γύρω του, προκειμένου να το συλλάβει. Οι κινήσεις του τελευταίου καθοδηγούνται, αλλά και επιβάλλονται από την ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει η κατασκευή. Ετσι ο θεατής υποχρεώνεται να δει το έργο μόνο στην πρόσθια όψη του. Τα εμπόδια – περιγράμματα που σχηματίζονται από φύλλα plexiglass τοποθετημένα εγκαρσίως προς τα ανοίγματα, εμφανίζουν σκόπιμα, χάρη στον ειδικό φωτισμό, μια διαυγή λευκότητα, τονίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο τον επίπεδο χαρακτήρα των γλυπτών. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ταστσιόγλου επιδιώκει να παρακάμψει και αυτήν ακόμα την καθόλου έννοια του γλυπτού, αυτή δηλαδή του τρισδιάστατου αντικειμένου. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, του παιχνιδιού του Ταστσιόγλου με την ιδέα του να βλέπει κανείς δια μιας όλες τις πλευρές του γλυπτού, δεν είναι τίποτα άλλο από μία απ’ ευθείας αναφορά στον πρώιμο Μοντερνισμό και μάλιστα στον Κυβισμό. Ετσι όμως καταλήγει κατά μια έννοια να οδηγείται, όπως άλλωστε συνέβη και σε τόσους άλλους καλλιτέχνες πριν από αυτόν, στο μεταμοντέρνο στρατόπεδο.
Ο Ταστσιόγλου τονίζει ακόμα τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα του φωτός και του plexiglass, τεχνητό και συνθετικό αντίστοιχα. Οι εγκαταστάσεις αντικατοπτρίζουν την αξία, τη στιλπνότητα και τον τόνο λαμπρότητας που το plexiglass διαθέτει ως υλικό. Το γεγονός ότι το χρώμα του plexiglass en masse είναι λευκό όπως αυτό του φωτός, καθώς και το ότι η λευκότητα αυτή προβάλλεται καλύτερα μέσω τεχνητού φωτός, ενός ελεγχόμενου σε τελική ανάλυση παράγοντα, δικαιολογεί σε ορισμένο βαθμό το τεχνητό σκότος που επικρατεί στην γκαλερί. Ο καλλιτέχνης φαίνεται να προωθεί, σε πνεύμα απόλυτης συνέπειας, την άποψη ότι το συνθετικό και το τεχνητό, ανθρώπινα δημιουργήματα και τα δύο, τελούν σε τέλεια αντιστοιχία.
Από θεματική άποψη, τα έργα στηρίζονται στην ιδέα του φυσικού, όσο και του οπτικού εμποδίου. Οι προτάσεις του καλλιτέχνη όσον αφορά στις θύρες, διαφέρουν από αυτές των παραθύρων. Στην πρώτη περίπτωση, η διέλευση της θύρας συναντά φυσικά εμπόδια, ενώ στη δεύτερη αυτό που παρεμποδίζεται είναι η θέα διαμέσου του παραθύρου. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις η λειτουργία των αρχιτεκτονικών ανοιγμάτων εκμηδενίζεται: η φυσική κίνηση για παράδειγμα του θεατή ανακόπτεται μπροστά στην πόρτα με την παρεμβολή διαφανών κάγκελων από Plexiglass, ενώ το οπτικό πεδίο διαμέσου του παραθύρου διακόπτεται από μια κατασκευή plexiglass τοποθετημένη πίσω από τα κουφώματα.
Είναι προφανές ότι ο Ταστσιόγλου επιδιώκει να εμποδίσει την κίνηση του θεατή. Ταυτόχρονα όμως διαποτίζει τις ολότελα πραγματικές και απτές αυτές εγκαταστάσεις – εμπόδια με όλες τις συνδεόμενες με την παρεμπόδιση, απαγόρευση και πρόληψη εννοιολογικές προεκτάσεις που ενεργοποιούνται από τους κοινωνικούς, ηθικούς και θρησκευτικούς θεσμούς και ιδεώδη, καθώς και από υγειονομικές συνήθειες και πρακτικές.Έτσι λοιπόν, προκειμένου να μας πείσουν, οι φραγμοί που υψώνει ο Ταστσιόγλου μας προσφέρονται, όπως και τα ήθη, αρχές και σχήματα κοινωνικής δράσης, μέσα από ένα κοινωνικό και αισθητικό προκάλυμμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα έργα καθίστανται πολύτιμα αλλά και όμορφα, ιδιότητες που επιτυγχάνονται μέσω της αφειδούς χρήσης plexiglass από τον καλλιτέχνη. Η εκτεταμένη χρήση του υλικού αυτού εντείνει περισσότερο τη σύγκρουση των φορμαλιστικών ιδιοτήτων του:βάρος αλλά και άυλη υπόσταση, βαρύτιμη πολυτέλεια, αλλά και λεπτότητα.