ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
5 Νοεμβρίου 1982
Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν
Ματιές στις εκθέσεις
Απόλυτα ώριμη σε έκφραση είναι η δουλειά της Β. Τσεκούρα. (Μέδουσα)
Μέσα από τις μαυρόασπρες αφηρημένες συνθέσεις της κατορθώνει κάθε φορά να υποβάλλει στο θεατή την αίσθηση ενός νέου ανανεωμένου ρυθμού, καθώς και την εντύπωση ότι το έργο δεν ορίζεται από τα υλικά του πλαίσια, αλλά προεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις στο χώρο. Μας εντυπωσιάζει η κάθε δημιουργία της νέας καλλιτέχνιδας με την αυστηρή και συνάμα έντονα δυναμική αίσθηση που διαθέτει σε ότι αφορά την σύνθεση και την κινητικότητα της τελευταίας μέσα από την φορά του ίχνους. Δίχως να καταφεύγει στα κοινότοπα τεχνάσματα της οπτικής τέχνης, για να προικίσει με μια «κίνηση» τα έργα της, δίχως να δανείζεται γνωστές «λύσεις» η Τσεκούρα αποδεικνύει με την τωρινή παρουσία της ότι έχει ήδη κατακτήσει και αξιοποιήσει στο έπακρον την εικαστική της γραμμή και το κυριότερο: Τον τρόπο να αποκρυπτογραφεί και να εκδηλώνει μέσα από αυτήν με αμεσότητα και ειλικρίνεια τους προβληματισμούς της.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΝΕΑ
Δεκέμβριος 1982
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΕΚΟΥΡΑ
Ευριδίκη Trichon – Μιλσανή
Η αρχή είναι μινιμαλισμός: η ανάγκη της ελάχιστης έκφρασης, η μάλλον τα ελάχιστα μέσα για να επιτύχεις μια καθαρή αισθητική έκφραση. Το κενό, το άδειο του ζωγραφικού χώρου χαρακώνονται αμυδρά. Θα έλεγες το χαρτί που σκίζεται ο τοίχος που κόβεται από ρωγμές. Το άσπρο χαράζεται από μαύρες γραμμές που συναντώνται,και σταματούν απότομα ή διανύουν προσεκτικά το τετράγωνο και που κάθε ευαισθησία – τους λεπτότητα, σμίκρυνση, ή εύρυνση, διεκδικεί μια ιδιαίτερη προσοχή. Αυτές οι γραμμές άλλοτε δημιουργούν ευαίσθητες δικτυώσεις, άλλοτε παλιές, κυκλώνουν άσπρες φόρμες αφαιρετικές αλά βιώσιμες που ο παλμός τους δονεί την επιφάνεια.
Η Βασιλική Τσεκούρα (αίθουσα τέχνης Μέδουσα) επιβάλλει τη ζωγραφική της μια αυστηρή οικονομία μέσω. Η απόλυτη διχοτομία: φως-σκοτάδι, μέρα-νύχτα, σιωπή-κραυγή. Κατάλυση κάθε επίδειξης δεξιοτεχνίας. «Όταν η αυταρέσκεια οδηγεί το χέρι μου, το συγκρατώ», είπε ο Brague.Η εύρεση, το «ξεψάχνισμα» της φόρμας εξελίσσεται διστακτικά, επίμονα. Κανένα χρώμα ή ελάχιστο – δεν έρχεται να ταράξει με τον αναρχικό αισθησιασμό του το οπτικό πεδίο. Όμως εκεί όπου ο «εύκολος» αισθησιασμός του χρώματος παραμερίζεται, ένα άλλος ξεπηδάει και τρέμει μέσα στη λιτότητα των μέσων: το εύθραυστο της γραμμής, η δραματικότητα των διαγωνίων και των παχύρευστων μαύρων καμπυλών, η διακριτικότητα και το «εύπλαστο» του άσπρου. Ο λόγος δίνεται καίριος σο γραφικό στοιχείο και εκείνο μιλάει με την αρχέγονη δύναμη της κίνησης. Μιας κίνησης μετρημένης, καλοζυγιασμένης, οργανωμένης στο χώρο όπου καταμερίζεται ρυθμικά, συγκροτώντας ένα αισθητικό σύνολο του οποίου οι εσωτερικές πιέσεις και δυνάμεις τείνουν να προεκταθούν και να κατακτήσουν το χώρο, άλλοτε επίπεδα κι άλλοτε τρισδιάστατα.
Η ζωγραφική ξεπηδάει μέσα από το μαγικό της περίγυρο και επιβάλλει τη σιωπή της και την ηθική της στη φλυαρία και την ευκολία ενός κακόγουστου ρεαλισμό που, που, είτε ζωγραφισμένος, είτε σαν εικόνες των mass-media,κατατρέχει και καταβάλλει το βλέμμα.
Η εργασία της Βασιλικής Τσεκούρα είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Έχει λάβει μέρος στη Γαλλία σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και η έρευνά της χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα με την οποία αποτυπώνει εκφραστικές ιδέες σε συσχετισμούς, σε οργανώσεις σχεδιασμένων μορφοπλαστικών στοιχείων. Η εργασία της έχει μια εκκίνηση εκφραστική που τείνει να διαχέεται σε τάσεις, σε φορές γραμμών, σε πλέγματα πολύπλοκων σημείων αναφοράς. Στη συνέχεια, αυτές οι εσωτερικές εντάσεις που θα μπορούσαν χα χαρακτηριστούν ορμές και βιώματα πιο πολύπλοκα από την μετέπειτα πλαστική τους καταγραφή, μεταπλάθονται σε οργανώσεις διαυγείς, μιας εντατικής αφαίρεσης διηγηματικών στοιχείων και μιας αυστηρής λιτότητας.
Η ένταση που υπήρχε πριν, στην εκκίνηση, στην ψυχική ορμή, μεταφράζεται πλαστικά από διασυνδέσεις πολυάριθμων σημείων αυτά τα σημεία εντοπίζουν πλέγματα, πολύπλοκες αλλά συστηματικές σχέσεις ανάμεσα σε μαύρες αποτυπώσεις ρυθμών. Αυτές οι οργανώσεις ακολουθούν διαφορετικές εξελίξεις ανάλογα με τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται, το λάδι, το σχέδιο στο χαρτί ή την κατασκευή στο χώρο. Οι παλιότερες εργασίες της είχαν χαρακτηριστεί από σχέδια με μολύβι ή με μελάνι που έτειναν να κλείνουν και να παρεμβάλλουν μεταξύ τους μακρόστενα, ελλειψοειδή σχήματα, επιφάνειες έντονα σημειωμένες με μαύρους πλαστικούς γραφισμούς ή σχηματοποιημένα κενά. Αυτή η σχεδιαστική της εργασία στο χαρτί, πριν από δύο χρόνια περίπου, χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ελευθερία εντάσεων. Οι εντάσεις είχαν αποκρυσταλλωθεί στα επιμήκη, βιαστικά γραμμένα, εκφρασμένα με βιαιότητα, σχήματα. Ταυτόχρονα, η ζωγραφική της εργασία σε άσπρες επεξεργασμένες επιφάνειες, ήταν πολύ περισσότερο σχηματοποιημένη, γιατί περιελάμβανε τις ίδιες μορφές αλλά σε σχέσεις μεταξύ τους κλειστές, πιο ολοκληρωμένες από την πλευρά της σύνθεσης και από την πλευρά του χρώματος. Το χρώμα τους είχε τότε την ίδια λειτουργία που έχει σήμερα, δηλαδή να εντοπίζει μια ορισμένη περιοχή και να χαρακτηρίζει τη σχέση της με πλαστικές περιοχές άλλων τμημάτων της σύνθεσης.
Έτσι η ζωγραφική της που είχε μια ένταση χρωματική και σχεδιαστική, μια βιαιότητα στην επιθετικότητα των μορφών μεταξύ τους, ανήκε στο χώρο μιας κλασικής, αφηρημένες προσέγγισης του νοητού της οράματος. Παρόλο πως η ζωγραφική της Β.Τ. ερχόταν σε αντίθεση με τα συμβατικά παραδοσιακά πρότυπα, αναφερόταν όμως έμμεσα σε συνθετικές και οργανωτικές τάσεις που συνιστούσαν την υποδομή της ανεικονικής της εργασίας. Αυτές οι συνθέσεις είχαν στήριγμα την ιδέα της αντίθεσης, την ιδέα της εξουδετέρωσης των ορμών και την εναρμόνιση τν έντονων εσωτερικών αντιθέσεων στο επίπεδο της υποσυνείδητης εκφραστικής αναζήτησης.
Στις σημερινές της εργασίες εκείνο που αποτέλεσε μια ποιοτική διαφορά και εξέλιξη είναι πρώτα, ένα είδος εξομάλυνσης, ένα είδος ισορροπίας των σχέσεων ανάμεσα στη ζωγραφική και το σχέδιο. Αυτό έγινε καθώς το ζωγραφικό σχέδιο αναζήτησε να ξεπεράσει τα πλαισιωμένα σχήματα μέσα στ οποία το είχε εντάξει η συνθετική ανάγκη της αρμονίας και της εξισορρόπησης των αντιθέσεων. Η ζωγραφική τότε πλησίασε τη βιαιότητα του σχεδίου, την αμεσότητα της γραφής που στο ίδιο το σχέδιο εξελίχτηκε εξάλλου και μετατράπηκε σε ένα ξεπέρασμα των προηγούμενων μακρόστενων και ελλειψοειδών σχημάτων.
Αυτή η απελευθέρωσης της εργασίας της από την ανάγκη να μορφοποιήσει τις εσωτερικές της αντιθέσεις και δυνάμεις, είχε την αντίστοιχη πλαστική λύση της διαφοροποίησης στην επίπεδη σχεδιαστική ή ζωγραφική επιφάνεια, ανάμεσα στην μετωπιαία ανάγνωση και την υπογράμμιση του χώρου. Στην εργασία της Βασιλικής Τσεκούρα η παρουσία του χώρου στην επίπεδη και σχεδιαστική επιφάνεια, προκύπτει από τις αλληλοτεμνόμενες σχέσεις – ροπές των γραμμικών αναπτύξεων και των κηλίδων. Ήταν για την ίδια εσωτερική ανάγκη να αντικαταστήσει την τάση προς τη σχηματοποίηση των προηγούμενων παραστάσεων. Η απελευθέρωση από τη σχηματοποίηση έγινε μέσω των πολλαπλών σημείων διαφυγής που αναπτύχτηκαν στο ζωγραφικό χώρο σαν μια απεριόριστη επέκταση σε νοητές σχέσεις των αποδιδόμενων με σχέδια και με γραμμές, οπτικών σχέσεων.
Έχουμε λοιπόν μια μετάθεση της εργασίας από την επιφάνεια στο βάθος, σε μια απεριόριστη επέκταση όπου δεν ισχύουν ια τα δισδιάστατα όρια της ζωγραφικής και της σχεδιαστικής επιφάνειας, όπως καθορίζονται από το τέλος του καμβά ή από το τέλος του χαρτιού. Γι’ αυτό παρακολουθούμε σχεδιαστικές εργασίες που απλώνονται στον τοίχο, κρεμιούνται, παρατίθενται ή μια πλάι στην άλλη: δημιουργούν περάσματα από τη μια εσωτερική οργάνωση σε μια δεύτερη ή σε μια τρίτη που προέρχεται από τις προηγούμενες και τις αναπλάθει, τόσο σε σχέση προς τους δισδιάστατους ορισμούς της επιφάνειας, όσο και ως προ το νοητό βάθος.
Επόμενη συνέπεια αυτής της έρευνας ήταν πως η εργασία αναζήτησε πέρα από την ανάπτυξή της στα νοητά βάθη της σχεδιασμένης και της ζωγραφικής επιφάνειας, την αντίστοιχη ανάπτυξη προς τον πραγματικό χώρο του θεατή. Παρακολουθούμε τότε κατασκευές στις οποίες οι πραγματοποιήσεις μέσα στο χώρο με τη μορφή γραμμικών σχημάτων, προκύπτουν από τη σχεδιαστική κατασκευή στη ζωγραφική επιφάνεια καθώς και από τις νοητές της προεκτάσεις στο νοητό βάθος.
Αυτά τα περάσματα, οι παλινδρομικές κινήσεις από τον πραγματικό χώρο στο νοητό και αντίστοιχα, από τον φανταστικό του νοητού στον πραγματικό, είναι η τελευταία εξέλιξη της εργασίας της. Είναι μια έρευνα που αναζητά να καθορίσει σημεία αναφοράς του ζωγραφικού χώρου έξω από το ζωγραφικό χώρο και του πραγματικού χώρου στο ζωγραφικό. Αυτή η ανάπτυξη είναι η εξισορρόπηση με την οποία κατόρθωσε να μορφοποιήσει τις εσωτερικές της ροπές και δυνάμεις σε τρόπο ου να μην αποτελούν απλώς τις εκφράσεις της, δηλαδή μια ελεύθερη αποτύπωση ορμών. Επιτυγχάνει την εξισορρόπηση με τη σχηματοποίηση που δημιουργείται στο ζωγραφικό έργο από την απεριόριστη ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα στο νοητό καις το πραγματικό χώρο. Η εργασία της Βασιλικής Τσεκούρα δημιουργείται μέσα από την αναζήτηση συμψηφισμού των βίαιων και εντατικών ψυχικών της ορμών. Η ισορροπία προκύπτει σαν το σχήμα μορφοπλαστικών σχέσεων, όπου η κάθε βαθμιαία απελευθερωμένη προς ένα συνεχές άνοιγμα των μορφών και της έρευνας, αντιστοιχεί με ένα ακριβέστερο αντίθετα, προσδιορισμό του τρόπου της ζωγραφικής τους λειτουργίας, της ζωγραφικής τους οργάνωσης και αναγκαιότητας. Από αυτή την παλινδρομική ανάπτυξη προκύπτουν απεριόριστες δυνατότητες εσωτερικού εκφραστικού ανοίγματος και σχηματικής έρευνας.