Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014
Μαρία Μαραγκού
Ο καλλιτέχνης και ο μύθος του
Ο μύθος μπορεί να δημιουργηθεί από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, από το περιβάλλον του, από την εποχή του, από ένα και μόνο έργο. Συνήθως ο χρόνος προσπερνά τον κατασκευασμένο μύθο, ενώ είναι αδυσώπητος με το μύθο που αφορά το έργο
Ο δικός μας χρόνος δύσκολα αποδέχεται το μύθο του καλλιτέχνη, αφού η αντιπαλότητα με την πραγματική ζωή εύκολα ξεπερνά την τέχνη. Τι μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στη νοσταλγία της στέγης που εκφράζει δυνατά ο άστεγος και τα κουρέλια του στους δρόμους της Αθήνας; Να μετρήσουμε έργα καλλιτεχνών ή να ανασύρουμε στη μνήμη τα φρέσκα του Τζιότο στην Πάντοβα; Ακραίο παράδειγμα, σε ακραίες συνθήκες ζωής, στην ακραία γοητεία της Αθήνας. Βλέποντας τον άστεγο φτιάχνω την περαιτέρω εικόνα της ζωής του, άκρως ρεαλιστικά.
Βλέποντας τα φρέσκο δεν έχω το παραμικρό ενδιαφέρον να βρω σε ποια στιγμή της ζωής του Χριστού ανταποκρίνονται ούτε να φτιάξω το δικό μου σενάριο, μια και το αίσθημα που παράγει το έργο, ακόμη και ως μνήμη, κυριαρχεί μην επιτρέποντας τη δημιουργία παρεμβατικών εικόνων.
Ο μύθος, ωστόσο, μοιάζει απαραίτητος. Προχθές κουβέντιαζα με φίλους καλλιτέχνες για τον Ακριθάκη και το μύθο του, δηλαδή για τις συμπεριφορές τού καλλιτέχνη σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον. Φαντάζομαι ότι ο μύθος της καθημερινότητας θα ξεχαστεί όταν φύγουν και οι τελευταίοι που τον γνώριζαν και σταματήσουν, εκ των πραγμάτων, τα ανέκδοτα. Ο μύθος του έργου παραμένει ισχυρός και μάλλον θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί και στο μέλλον.
Από την άλλη, βλέπουμε και ξαναβλέπουμε εκθέσεις και έργα βαρυσήμαντων ονομάτων που δεν έχουν τίποτα να μας πουν, αλλά και ξεχασμένα ονόματα, που αν βρεις έργο τους σε ένα σπίτι ή ένα χώρο, συγκλονίζεσαι.
Η παρουσίαση των έργων τού παρελθόντος, ακόμη και του κοντινού, είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του σύγχρονου έργου και βέβαια και τα δύο απαιτούν το περιβάλλον που θα τα αναδείξει, δίχως σκηνοθετικά τερτίπια.
Το ζήτημα του μύθου με απασχόλησε αυτές τις τελευταίες ημέρες, μέσα από τρεις καινούργιες εκθέσεις καλλιτεχνών που διαθέτουν μύθο.
Η περίπτωση Ραϋμόνδου διαθέτει ένα εντελώς διαφορετικό μύθο. Ο ίδιος ζούσε με έναν τρόπο μακριά από τον κόσμο, σε ένα κτήμα με εκατοντάδες γάτες, έφτιαχνε γλυπτά και συχνά τα έθαβε. Ο μύθος διαθέτει γραφικότητα. Η αλήθεια είναι ότι λίγο απασχόλησε τους ανθρώπους το μονοκόμματο, σχεδόν ακατέργαστο ξύλο των αγγέλων του, η απόλυτη αφαίρεση των χαρακτηριστικών της μορφής και, κυρίως, η σημασία να κλείνεις στο χώμα τα έργα σου.
Μια απόλυτα πρωτοποριακή κίνηση της εποχής του Ραϋμόνδου, με διαφορετικές ερμηνείες, που ο ίδιος ή το περιβάλλον του ποτέ δεν ερμήνευσαν. Σήμερα, υποψιαζόμαστε ότι η πράξη αυτή δηλώνει το τέλος του προορισμού του έργου τέχνης, μετά τη διαδικασία της δημιουργίας του, αλλά και την περιφρόνηση ή την αδυναμία ένταξης στους κανόνες της αγοράς, τις κοινωνικές σχέσεις και τις εύληπτες συμπεριφορές που μπορεί να κάνουν τον καλλιτέχνη αρεστό.
Κατά τη γνώμη μου, με τον Ραϋμόνδο δεν τελειώσαμε. Η Μαρία Δημητριάδη, της «Μέδουσας», από τους γκαλερίστες που ασχολήθηκαν χάριν προσωπικού πάθους με την τέχνη, ευτυχώς κράτησε στην προσωπική της συλλογή αρκετά γλυπτά και μια σειρά από σχέδια του καλλιτέχνη σε χαρτί εφημερίδας, τα οποία και παρουσιάζονται με την επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου.
Να ζωγραφίζεις σε εφημερίδες που μπορεί και να πεταχτούν έχει την ίδια σημασία (για τον καλλιτέχνη) με το να κρύβεις σε τάφο τα γλυπτά σου. Εκείνο, πάλι, που παρατηρεί κανείς, πέραν από την προσωπική σχέση του καλλιτέχνη με την αγορά, είναι ότι τα σχέδια διαθέτουν λεπτομέρειες στην περι-γραφή των σωμάτων, του προσώπου, των μελών που κινούνται, αν και μοιάζουν πανομοιότυπα. Με έναν τρόπο, αναγνωρίζουμε εδώ ένα λόγιο καλλιτέχνη που γνωρίζει την παλιά γλυπτική (το σχέδιό του είναι του γλύπτη, όχι του ζωγράφου) και μάλλον οργανώνει την προετοιμασία του γλυπτού, παράγοντας, ωστόσο, ένα εκπληκτικό αυτόνομο έργο.
Βλέποντας αυτά τα σχέδια, ένας «ονειροπαρμένος» επιμελητής φαντασιώνει ένα χώρο με τοίχους γεμάτους φιγούρες του Ραϋμόνδου και στο χώρο τα μικρά γλυπτά του Γιώργου Λάππα. Σχέσεις παράδοξες, ίσως, που η κρίση δεν θα μας επιτρέψει να ανακαλύψουμε (ακόμη και ως σφάλμα), εκτός και αν τα μεγάλα ιδρύματα αποκτήσουν φαντασία.
Γράφοντας για τα Newspaper Paintings του Paul Thek, o συλλέκτης και επιμελητής Kenny Schachter επισημαίνει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία φαίνεται πως αφορούν γενικότερα όσα έργα έχουν την εφημερίδα ως πρώτη ύλη και εννοιολογική βάση: «Το να δημιουργείς μια τέχνη από εφημερίδες με διάρκεια στον χρόνο αντικρούει στην έμφυτη αβεβαιότητα και στην αχρηστία ενός φύλλου εφημερίδας. Καταδικασμένη για πέταμα, η ζωή μιας εφημερίδας μεταμορφώθηκε σε κάτι αθάνατο και παντοτινό. […] Η συνήθειά του να δουλεύει συνεχώς με φύλλα εφημερίδας έχει τον χαρακτήρα ενός τελετουργικού. […] Η εφημερίδα σε ένα τέτοιο έργο υποστηλώνει την εικόνα με μια ενσωματωμένη απαρχαίωση. […] Χρησιμοποιώντας την εφημερίδα ως καμβά και παλέτα, ο Thek έκανε τη ζωγραφική του αυτομάτως ιστορική, προσκολώντας τον εαυτό του στην εποχή του σαν βδέλλα ή παράσιτο, εισχωρώντας κυριολεκτικά στις διαφημίσεις, την πολιτική, την οικονομία, τα αθλητικά γεγονότα –όπως και στην τέχνη. […] Ως μια ντελικάτη, διερευνητική πηγή μέσα στην ιεραρχία των καλλιτεχνικών μέσων, η εφημερίδα μπορούσε να ειδωθεί ως κατώτερη του καμβά αλλά και του χαρτιού σχεδίου».
Παρότι έχουν σημαντικές διαφορές και τελείως διαφορετικές αφορμές με τα Newspaper Paintings (1969-1988), τα σχέδια σε εφημερίδες του Πάνου Ραϋμόνδου εμφανίζουν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και στις δύο περιπτώσεις, η εφημερίδα δεν αποτελεί μόνο την πρώτη ύλη των έργων αλλά υποδεικνύει και τον τρόπο ερμηνείας τους. Σε αντίθεση όμως με τον Thek, που ζωγράφιζε με ακρυλικά χρώματα τα φύλλα της International Herald Tribune, καθιστώντας αναγνώσιμη μόνο μια μικρή περιοχή γύρω από τις άκρες τους, ο Ραϋμόνδος επιλέγει να μην «καλύψει με πέπλο την κεντρική σημασία των τρέχοντων γεγονότων». Στα σχέδιά του ο θεατής γίνεται εύκολα αναγνώστης, αφού ο καλλιτέχνης δεν αποκρύπτει το περιεχόμενο της εφημερίδας που χρησιμοποιεί. Αν ο Thek «υπονομεύει την ιστορία και την αυθεντία ξαναγράφοντας ουσιαστικά την είδηση», ο Ραϋμόνδος ενσωματώνει τις φιγούρες του στα κείμενα και στις εικόνες της εφημερίδας. Κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν να σχεδιάζει πάνω στο τζάμι ενός παραθύρου που βλέπει προς την πραγματικότητα. Κάθε φύλλο εφημερίδας λειτουργεί εδώ σαν ένα readymade ντοκουμέντο, που περιέχει όλα τα απαραίτητα αφηγηματικά στοιχεία για την κατανοήση των έργων και της χειρονομίας του καλλιτέχνη.
Τα σχέδια του Ραϋμόνδου αναπαριστούν δεκάδες σώματα –παρόμοια μεταξύ τους αλλά το καθένα μοναδικό– και μια σειρά από επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά μοτίβα. Τα σώματα αυτά, που παραπέμπουν τα περισσότερα σε μορφές αγγέλων, κατακλύζουν είκοσι φύλλα της γαλλικής Le Monde και ένα μονόφυλλο της αθηναϊκής Ακρόπολις. Τα σχέδια καλύπτουν περίπου μια δεκαετία: το πρώτο χρονολογείται στις 17 Οκτωβρίου του 1972, περίοδο που ο καλλιτέχνης ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι, και το τελευταίο στις 2 Οκτωβρίου του 1981, όταν ζει πλέον μόνιμα στην Αθήνα.
Τα φύλλα της Le Monde στα οποία σκιτσάρει ο Ραϋμόνδος φιλοξενούν σημαντικά ονόματα της γαλλικής διανόησης. Παρελαύνουν δημοσιογράφοι και συγγραφείς όπως ο Bertrand Poirot-Delpech, ο Marc Ambroise-Rendu, ο Jean-Marc Théolleyre, ο Pierre-Robert Leclercq, οι φιλόσοφοι Jean-Toussaint Desanti και Roger-Pol Droit (οι οποίοι γράφουν για τον Spinoza), ο γνωστός ποιητής Alain Bosquet, η κριτικός κινηματογράφου Colette Godard, αλλά και ένας μεγάλος πολιτικός, ο τότε γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Enrico Berlinguer, ο οποίος, στο φύλλο της 3ης Φεβρουαρίου 1976 παραχωρεί συνέντευξη στον δημοσιογράφο της La Stampa Carlo Casalegno, που έναν χρόνο αργότερα θα δολοφονηθεί από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Το τελευταίο σχέδιο της σειράς (Le Monde des Livres) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: διακρίνει κανείς άρθρα για βιβλία που εκδόθηκαν στα γαλλικά εκείνη τη χρονιά, όπως το Γέρασμα του Italo Svevo και το Κυνήγι του Φιρχαρία του Lewis Carroll• κριτικές για ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες, όπως ο Κόκκινος ψαλμός του Miklós Jancsó και Η γυναίκα της διπλανής πόρτας του François Truffaut. Στο ίδιο δισέλιδο ξεχωρίζει το άρθρο «Freud Anarchiste» του γνωστού συγγραφέα Roland Jaccard με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου Pouvoirs nº 11, όπου εξετάζεται η σχέση ψυχανάλυσης και πολιτικής. Οι σελίδες όμως της Le Monde φιλοξενούν και ενδιαφέρουσες εικόνες, όπως μια φωτογραφία του φιλόσοφου Baruch Spinoza, στην οποία ο Ραϋμόνδος δεν επεμβαίνει, και μια διαφημιστική καταχώρηση για τις παραστάσεις της Ωραίας κοιμωμένης (La Belle au Bois Dormant) που έδωσε ο Rudolf Nureyev στο Palais des Sports τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1976. Τέλος, βρίθουν οι ειδήσεις για την οικονομική και πολιτική ζωή, καθώς και οι σύντομες ιστορίες με αναφορές σε καθημερινά συμβάντα, τα γνωστά faits divers, που μαρτυρούν το παράδοξο αυτού του κόσμου. Πώς διαβάζουμε λοιπόν σήμερα τα σχέδια του Ραϋμόνδου; Ελλείψει μαρτυριών του ίδιου του καλλιτέχνη, που πιθανώς θα έδιναν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα (γιατί σχεδιάζει, ποια είναι η έμπνευση για τα σχέδιά του και ποια η σχέση τους με το γλυπτικό του έργο), δεν μας μένει παρά να εξηγήσουμε τις εικόνες του σύμφωνα με το ιστορικό πλαίσιο που κυριολεκτικά περιέχεται σε αυτές. Από πολλές απόψεις, ο γνωστός αφορισμός «ο Θεός υπάρχει στη λεπτομέρεια», αποδεικνύεται εδώ εξαιρετικά χρήσιμος. Για παράδειγμα, μπορεί η πρακτική φιλοσοφία του Spinoza, η θεωρία του για το υποκείμενο και ο ορισμός που δίνει για το σώμα να μας διαφωτίσουν για την πυκνή συμβίωση των αγγέλων του Ραϋμόνδου; «Με τον όρο σώμα εννοώ έναν τρόπο που εκφράζει με συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο την ουσία του Θεού καθόσον θεωρείται ως εκτεταμένο πράγμα», γράφει ο φιλόσοφος στην Ηθική του. Δεδομένα που δικαιολογούν μια τέτοια κριτική προσέγγιση, υπάρχουν: αρκεί να ανατρέξουμε σε ένα από τα τελευταία βιβλία του John Berger το οποίο εξετάζει την παρόρμηση του να σχεδιάζει κανείς μέσα από τη φιλοσοφία του Spinoza. Δεδομένα που εξηγούν γιατί η εφημερίδα αποτελεί τον ιδεώδη χώρο για να φιλοξενήσει τους αγγέλους του Ραϋμόνδου, επίσης είναι διαθέσιμα: αρκεί να διαβάσουμε την ανάλυση της δομής των faits divers που επιχειρεί ο Roland Barthes και όσα αυτά μας αποκαλύπτουν «για τον άνθρωπο, την ιστορία του, την αποξένωσή του, τις ψευδαισθήσεις, τα όνειρα, τους φόβους του».
Η εφημερίδα είναι η κατάλληλη πρώτη ύλη για τα σχέδια του Ραϋμόνδου γιατί το όραμα του ήταν ανθρωπιστικό. Ο ίδιος πίστευε άλλωστε στην πρόοδο, στο μέλλον. Πρόκειται για ένα όραμα στο οποίο η παιδικότητα και η ανεπιτήδευτη απλότητα αντιπαρατίθενται στην άξεστη απλοϊκότητα της ζωής. Βλέποντας τα σώματα των αγγέλων, τα οποία βρίσκονται «υπό μια ορισμένη σχέση κίνησης και ηρεμίας», ο θεατής φαντάζεται την περιδίνησή τους. Ταυτόχρονα πείθεται για την ανάγκη του γλύπτη να χρησιμοποιεί τα χέρια του σαν ένα είδος καθημερινής προσευχής. Με τα σχέδιά του ο Ραϋμόνδος μάς δείχνει τι μπορεί ένα σώμα.
Χριστόφορος Μαρίνος