PAROLA – Ιουλιος 2013

PAROLA
Καλοκαιρινό περιοδικό ποικίλης
ύλης για Πάρο – Αντίπαρο

Σταυρούλα Παπασπύρου

Μαρία Δημητριάδη
Άλλο νησί ερωτεύτηκα κι άλλο εξακολουθώ να αγαπώ!

Η Μαρία Δημητριάδη δεν κρατάει από την Πάρο. Εδώ όμως ζει τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας κι όπως λέει χαμογελώντας «αν διέθετα ελικόπτερο, θα έκανα τη διαδρομή Λεύκες – Αθήνα καθημερινά».
Βέρα Κολωνακιώτισσα, η δημιουργός της γκαλερί «Μέδουσα», πρωτοεπισκέφτηκε το νησί στα 18 της, λέγοντας ψέματα στους δικούς της πως πάει εκδρομή με φίλες της από το φροντιστήριο. «Ήταν το πρώτο από τα πολλά ταξίδια που έκανα ολομόναχη. Σκόπευα να μείνω μια βδομάδα και τελικά έμεινα ενάμισι μήνα. Ξεκινούσα τα πρωινά από τη Νάουσα για να φτάσω μέσα από διαφορετικά μονοπάτια στο Πίσω Λιβάδι και στη διαδρομή ρουφούσα με απληστία εικόνες κουβέντες και μυρωδιές. Μέσα απ’ αυτές τις εξορμήσεις γνώρισα και τους πραγματικούς Παριανούς που υπήρξαν για μένα δάσκαλοι ζωής. Τα επόμενα καλοκαίρια, όπου κι αν πήγαινα, φρόντιζα πάντα να επιστρέψω, με τραβούσε ο τόπος σαν μαγνήτης. Κι από τότε ονειρευόμουν να αποκτήσω εδώ ένα καταφύγιο¨.

Προηγήθηκε βέβαια η υλοποίηση ενός άλλου στόχου, της δημιουργίας μιας αίθουσας τέχνης, όπου θα στεγάζονται πρωτοποριακοί καλλιτέχνες σε μια περίοδο όπου η avant-garde σκηνή της Αθήνας βρισκόταν στο περιθώριο. Η Μαρία Δημητριάδη το παραδέχεται: «Από την εφηβεία μου κιόλας είχα συνειδητοποιήσει πως δεν θα γινόμουν καλή ζωγράφους. Ήμουν όμως αποφασισμένη να ζήσω μέσα στην τέχνη κι ήξερα πως δίχως την γκαλερί δεν θα είχα αυτή τη δυνατότητα». Ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Τάκις, ο Αλέξης Ακριθάκης ήταν μερικά μόνο από τα σπουδαία ονόματα που συνδέθηκαν εξαρχής με το εγχείρημά της, δίνοντας έτσι το σύνθημα για να την εμπιστευτούν στην συνέχεια από τον Μάριο Πράσινο και τον Κώστα Κουλεντιανό ως τον Γιώργο Λαζόγκα, τον Γιώργο Ρόρρη, τον Τάσο Μαντζαβίνο, τον Μίλτο Μιχαηλίδη, τη Μαρία Βλαντή.

Το ραντεβού μας ήταν στην οδό Ξενοκράτους, λίγες ώρες πριν πετάξει για την Πάρο, παραμονές των εγκαινίων της αναδρομικής έκθεσης «Summing up», όπου με την επιμέλεια της τεχνοκριτικού Έφης Ανδρεάδη, παρουσιάζονται σχέδια, κολάζ, χαρακτικά αλλά και μικρά γλυπτά υπογεγραμμένα από καλλιτέχνες που συνδέθηκαν με την τριανταπεντάχρονη πορεία της «Μέδουσας». Με νωπές ακόμη τις εντυπώσεις της από την «Art Athina», η Δημητριάδη θεωρεί παρήγορο το ότι «τριάντα χιλιάδες άνθρωποι μπήκαν στον κόπο να επισκεφτούν τη φουάρ», αδιαφορώντας για το πόσοι ανάμεσά τους ήταν υποψήφιοι αγοραστές ή απλοί φιλότεχνοι, «είναι ένας θεσμός που οι παλιότερες γκαλερί οφείλουμε πάση θυσία να στηρίξουμε». Απ’ τη μεριά της «ουδέποτε συνέδεσα τη δουλειά μου με το άμεσο κέρδος», ισχυρίζεται. «Έχω κάνει πολλές εκθέσεις γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δεν θα έχουν ιδιαίτερο οικονομικό αντίκρισμα. Ήθελα να συνυπάρχουν στη «Μέδουσα» οι νέοι καλλιτέχνες με τους καταξιωμένους κι αυτό επιδιώκω μέχρι σήμερα».

Η «Summing up» θα διαρκέσει ως τα τέλη Ιουλίου αλλά τα έργα της Ιουλίας Βεντίκου από την ενότητα «30 φεγγάρια» θα φιλοξενούνται εδώ καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, μοιρασμένα στα δύο … άτυπα υποκαταστήματα της «Μέδουσας», τα μικρότερα σε μέγεθος στο Fotis Art Cafe του Φώτη Μέλλιου στο λιμανάκι της Νάουσας και τα μεγαλύτερα στην Franca Scala της Παροικιάς. Η νεαρή ζωγράφος και σκηνογράφος που υπό τη σκέπη της Δημητριάδη έχει προγραμματίσει έως τώρα τρείς ατομικές εκθέσεις, συστήνεται στο παριανό κοινό μ’ ένα είδος εικαστικού ημερολογίου, καθώς έχει περάσει στο τελάρο τριάντα καταγραφές ενός πλήρους κύκλου της σελήνης από πανσέληνο σε πανσέληνο, παντρεύοντας την αίσθηση του εφήμερου με τη φευγαλέα ομορφιά της στιγμής.

Η ανάπτυξη που γνώρισε η Πάρος από τη δεκαετία του ’90, είχε σαν αποτέλεσμα να διευρυνθεί στην επικράτειά της ο κύκλος των εν δυνάμει πελατών της «Μέδουσας», ενώ μέσα στο ίδιο διάστημα η Δημητριάδη κατάφερε να πραγματοποιήσει και το δεύτερο μεγάλο της όνειρο. Τώρα πια είναι σε θέση ν’ απολαμβάνει το νησί δώδεκα μήνες τον χρόνο κι όχι μόνο τον Αύγουστο που η τουριστική κίνηση βρίσκεται σε έξαρση. «Το 1978» θυμάται, «ζήτημα να υπήρχαν στη Νάουσα πάνω από δέκα σπίτια και στην μοναδική της ίσως ταβέρνα έτρωγα μπαρμπούνια και σαλάτα και φρούτα κι είχα τη αίσθηση ότι με περιποιείται η μάνα μου. Η Παροικιά είχε τρία καφέ, πέντε μπαράκια, αλλά δεν θύμιζε σε τίποτε αυτό που αντικρίζουμε σήμερα. Σίγουρα, άλλο νησί ερωτεύτηκα κι άλλο εξακολουθώ να αγαπώ!»

Το 1985 αγόρασε ένα υπεραιωνόβιο λιοτρίβι στις ορεινές Λεύκες και μέσα σε μια πενταετία το μεταμόρφωσε εσωτερικά και εξωτερικά σε επίγειο παράδεισο. Αντιμετώπισε με σεβασμό την παλιά, πεντάμετρη λιθοδομή, αξιοποίησε την στέρνα νερού που βρήκε εκεί ενώνοντάς την με το κυρίως κτίσμα, έκρυψε τις μονώσεις κάτω από ξύλινα δοκάρια, άπλωσε στα δάπεδα παριανό μάρμαρο, άφησε τους εσωτερικούς χώρους ενιαίους, και συνδυάζοντας το μοντέρνο με το παραδοσιακό, εξόπλισε κάθε γωνιά με έργα τέχνης, ευφάνταστες κατασκευές κι έπιπλα σχεδιασμένα είτε από την ίδια είτε από καλλιτέχνες φίλους της.
Στον βραχώδη κάποτε κήπο, γύρω από τα πέτρινα πεζούλια και τα σκαλοπάτια, υψώνονται τώρα λεύκες και κληματαριές, κι ευωδιάζουν τα γιασεμιά και τα τριαντάφυλλα. Έξω επικρατεί πανδαισία χρωμάτων, αλλά μέσα κυριαρχεί το λευκό, επιτρέποντας να αναδεικνύονται οι δημιουργίες του Γιάννη Δημητράκη, της Αννίτας Αργυροηλιοπούλου, του Ραϋμόνδου, του Anton, της Αιμιλίας Παπαφιλίππου. Ωστόσο, «δεν πρόκειται για μουσείο» επιμένει, «είναι το σπίτι μου». Λάτρης της φύσης κι ορκισμένη χορτοφάγος, η Μαρία Δημητριάδη αναγνωρίζει πλέον όλα τα είδη των βοτάνων, φτιάχνει σπιτικές μαρμελάδες, περιπλανιέται στους μαγευτικούς κολπίσκους των Μικρών Κυκλάδων μ’ ένα παλιό τρεχαντήρι που μετέτρεψε σε σκάφος αναψυχής και βοηθούσης της τεχνολογίας, μπορεί παράλληλα ν’ ανταποκρίνεται στις επαγγελματικές υποχρεώσεις της.

Οι τελευταίες, εδώ και μερικά χρόνια, δεν περιορίζονται στις απαιτήσεις της «Μέδουσας». Έλληνες και ξένοι φίλοι της που διατηρούν εδώ το ησυχαστήριό τους, εμπιστευόμενοι την υψηλή αισθητική της, της αναθέτουν εν λευκώ να ανακατασκευάσει τις κατοικίες τους. «Μιλάμε για υπερπαραγωγές», καμαρώνει . «Έχω δικά μου συνεργεία για κάθε οικοδομική εργασία, και στη διακόσμηση των σπιτιών εντάσσω κι έργα τέχνης». Και σ’ αυτή τη δραστηριότητά της, η Πάρος υπήρξε ποικιλοτρόπως γενναιόδωρη. «Το παλιό κομμάτι της Παροικιάς από το Κάστρο και πέρα, είναι από μόνο του ένα μάθημα κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής! Τα φτωχικά, πνιγμένα στις βουκαμβίλιες νεοκλασικά του, είναι υπέροχα ενσωματωμένα στο τοπίο. Χαίρομαι που ετούτη τουλάχιστον η γωνιά της έμεινε ανέγγιχτη».