ΤΟ ΒΗΜΑ
14 Μαΐου 1982
Έφη Ανδρεάδη
Από το 1913 που ο Καζιμίρ Μάλεβιτς έβαλε ένα μαύρο τετράγωνο πάνω σε ένα άσπρο φόντο και το ονόμασε «κενό» γεννήθηκε μια νέα σχέση με τον χώρο που σημάδεψε όχι μόνο τους φίλους του «σουπρεματιστές», αλλά και πολλά ρεύματα και την κατοπινή δημιουργική δουλειά πολλών καλλιτεχνών που καταπιάστηκαν όλο και περισσότερο να απογυμνώνουν τη δουλειά τους από κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να ενοχλήσει τη σχέση τους με το χώρο του καμβά στην αρχή, κι έπειτα με τον γύρω χώρο και το φως. Η πιο φανερή κατάληξη αυτής της ιδέας είναι ο «μινιμαλισμός» έτσι όπως τον ζήσαμε στην δεκαετία ’60 – ’70, όταν οι ζωγράφοι έβγαλαν τα σχήματα μέσα στο χώρο και έκαναν συμμάχους τους το πάτωμα, το ταβάνι και γενικά το σχήμα των χώρων μέσα στον οποίο παρουσίαζαν το έργο τους πράγμα που ήταν πάντα προνόμιο των γλυπτών. Μια ανάλογη πορεία ακολουθεί και η Ειρήνη Απέργη που εκθέτει στις δύο γειτονικές γκαλερί της «Μέδουσας» και στης «Σύγχρονης Χαρακτικής».
Η δουλειά της στο καμβά είχε κιόλας δείξει την ανάγκη της για ένα γεωμετρημένο χώρο που είχε μια πειθαρχία που την γοήτευε αλλά που δεν άντεχε ως ένα σημείο να την εξυπηρετήσει. ΄Ετσι τώρα «γεωμετρεί» τον χώρο προσπαθώντας να αξιοποιήσει τις ιδέες της στις τρείς διαστάσεις. Πρόκειται για ένα χώρο και πάλι περιγεγραμμένο μια και ο θεατής δεν μπορεί να διαβεί και να διασχίσει και όπου το λευκό φόντο έχει τρείς διαστάσεις μια και κατέχει και τον τοίχο και το πάτωμα.
Βέβαια η «κατασκευή», μιλάμε για την «Πτώση», αυτών των στοιχείων αλλά και το στήσιμο σημαδεύουν και μια στιγμή μέσα στο χρόνο και αυτό ίσως κάνει το έργο πιο σύνθετο από τον «Ποταμό» που βλέπουμε στην «Χαρακτική». Παρ’ όλα αυτά όμως επειδή ίσως οι απαιτήσεις της Πτώσης είναι μεγαλύτερες καταλήγουν σε ένα χαρούμενο αλλά πιο μονοσήμαντο τελικά σύνολο από τον «Ποταμό» όπου η Απέργη και διαφοροποιείται περισσότερο από γνωστά μινιμαλιστικά σχήματα αλλά και με την σχηματοποιημένη αυτή ροή και με τα αποσπάσματα που υπάρχουν στους τοίχους, προχωράει στο σημάδεμα του χώρου με μια ιδιαίτερη χάρη και αποτελεσματικότητα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ιούνιος 1982
Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν
Στα δύο περιβάλλοντα – τον Ποταμό και την Πτώση που παρουσιάζει συγχρόνως σε δύο αίθουσες στην Μέδουσα και στην Σύγχρονη Χαρακτική τεκμηριώνει την επαγωγικά εννοημένη ολοκλήρωση της μέχρι τώρα δουλειάς της.
Αρχίζοντας από ζωγραφικές συνθέσεις με κύριο τρόπο έκφρασης τη γεωμετρική αφαίρεση μια αφαίρεση αντιμετωπισμένη με ένα προσωπικό τρόπο και με μια έντονη αίσθηση πνεύματος, η Απέργη διαφοροποιούσε βαθμιαία τη δουλειά της δίχως ποτέ να ξεφύγει από ορισμένες θεμελιακές συντεταγμένες. Άλλοτε προίκιζε τα ζωγραφικά της έργα με μια αίσθηση βάθους και με μια ιδιόμορφη προοπτική. Τώρα το ίδιο έργο επεκτείνεται τρισδιάστατο στο χώρο.
Στον «Ποταμό» αυτό συντελείται μέσα από ζωγραφικές συνθέσεις πάνω σε ξύλο στον τοίχο και στο δάπεδο της αίθουσας. Στην Πτώση μέσα από ολόγλυφες γεωμετρικές κατασκευές που προβάλλουν: Α) Στον τοίχο αποκομμένες και συνάμα σε μια ιδιόρρυθμη σχέση με αυτόν προκαλώντας ένα συναίσθημα έντασης. Β) Στο δάπεδο ενορχηστρωμένες με ένα ρυθμό – αποτέλεσμα εξαντλητικών μελετών από την καλλιτέχνιδα. Παράλληλα, η Απέργη παρουσιάζει – στους δύο χώρους αντίστοιχα – ζωγραφικές συνθέσεις και κατασκευές από πλεξιγκλάς που υλοποιούν με έναν αντιπροσωπευτικό τρόπο τις διάφορες λύσεις που έδωσε μέχρις ότου καταλήξει σε εκείνες που εκφράζονται από τα περιβάλλοντά της.
Πρόκειται, οπωσδήποτε, για δημιουργίες, που αποτελούν τη φυσική κατακλείδα των μέχρι τώρα προσπαθειών της Απέργη και την απόδειξη ότι η ίδια έχει την ικανότητα να ανανεώνει ευρηματικά την έκφρασή της ακολουθώντας την αίσθηση του χώρου, τώρα που τον κατοικούν. Και το «πετυχαίνουν» αυτό με ένα «φυσικό», διόλου βεβιασμένο τρόπο.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
Ιούνιος 1982
Νίκη Λοϊζίδη
Με τον «Ποταμό» και την «Πτώση», η Ειρήνη Απέργη αναδιαρθρώνει και προβάλλει μέσα στον τρισδιάστατο χώρο τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν δομικά τη ζωγραφική της γλώσσα. Η διάθεση ενός ανοίγματος στην προβληματική του περιβάλλοντος χώρου διαφαίνεται ήδη στις προηγούμενες ζωγραφικές συνθέσεις κατασκευής της, όπου οι γεωμετρικές φόρμες και τα στερεομετρικά σχήματα, αναζητούσαν μέσα από μια ιδιόμορφη προοπτική άρθρωση, τη δύναμη προβολής σε ένα αχανή διαστημικό χώρο. Αυτή τη μεταφυσική αίσθηση του χώρου η Απέργη την υποτάσσει τώρα στις αυστηρές και συγκεκριμένες απαιτήσεις μια έρευνας περιβάλλοντος, που εύστοχα προωθεί και αναπλάθει τις βασικές ιδέες του μινιμαλισμού. Στην «Πτώση», η διάταξη των στοιχείων, οριζόντια και κάθετη τοποθέτηση των ζωηρόχρωμων γλυπτών ως προ της επιφάνεια του τοίχου, δίνει ένα αποτέλεσμα χαρούμενο και παράλληλα στέρεα οριοθετημένο, ενώ στον «Ποταμό» η σύνθεση προτείνει μια πιο πλούσια σε ρυθμό και ευρήματα προβολή των χωροπλαστικών της δυνατοτήτων.
Βεατρίκη Σπηλιάδη
Από τη ζωγραφική ως την έκφραση σε τρείς διαστάσεις, η έρευνα της Ειρήνης Απέργη, καθορίζεται από τη σύλληψη του χώρου. Μια ουδέτερη, σκοτεινή επιφάνεια, σύμβολο του άπειρου και του αχρονικού αποτελεί το σημείο αφετηρίας του ζωγραφικού της έργου, όπως σε άλλους ζωγράφους σημείο αφετηρίας για την οργάνωση στης σύνθεσής τους είναι το άσπρο τελάρο. Η σκοτεινή όμως επιφάνεια στο έργο της Απέργη δεν είναι TABULA RASA, αλλά συνείδηση που έχει υποστεί ήδη αλλεπάλληλες εγγραφές. ΄Ετσι οι εικόνες που παρεμβαίνουν λειτουργούν σαν παράθυρα στην μνήμη.
Σ’ αυτή την περίοδο της ζωγραφικής ενδιαφέρον έχει η παράδοξη προοπτική, το ξεγέλασμα του ματιού, με γεωμετρικές, οικείες μορφές που η οργάνωσή τους στον πίνακα ακολουθεί ένα υπερβατικό όραμα. Οι ανάγλυφες συνθέσεις αργότερα, πρώτες δοκιμές για την έξοδο της Απέργη στο χώρο ακολουθούν ένα εσωτερικό ρυθμό στην ανάπτυξη των γεωμετρικών μορφών που θα οδηγήσει στο περιβάλλον «Ποταμός». Σ’ αυτό το έργο η καλλιτέχνης ανιχνεύει τις δυνατότητες του χώρου τοποθετώντας πάνω στον τοίχο και το δάπεδο την κατασκευή από ξύλο που κόβεται σύμφωνα με τη ζωγραφική της φόρμα.
Το τελευταίο της περιβάλλον με τίτλο «Πτώση» ολοκληρώνει το όραμα που η διατύπωσή του είχε αρχίσει με την ζωγραφική. Οι μορφές – παράθυρα στην μνήμη - υλοποιούνται τώρα σε τρείς διαστάσεις. Τα γλυπτά αυτά που το καθένα λειτουργεί με αισθητική αυτάρκεια τοποθετούνται κάθετα προς τον τοίχο σαν να είναι οι προεξοχές του. Η διάταξή τους μοιάζει να είναι ελεύθερη, αλά ακολουθεί μια πειθαρχία που στην περίπτωση αυτή είναι η φορά εκτόξευσης των αντικειμένων και η πτώση τους. Πάνω στο δάπεδο τα γλυπτά αυτά φαίνονται σαν να έχουν πέσει από άλλο πλανήτη ή να έχουν αποκαλυφθεί σαν εμφανίσεις πανάρχαιων πολιτισμών. Η αίσθηση του βάρους και της στερεότητας που δίνει το περιβάλλον «Πτώση» έρχεται σε αντίθεση με τον «Ποταμό» ου η γραφή του και η ζωγραφική του επεξεργασία δίνει την εντύπωση του ρευστού και του αέναου.