ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Μάρτιος 1986
Αν η μνήμη είναι το παρελθόν μας, πόσο παρελθόν γίνονται τα έργα που περνούν στη μνήμη μας; Αυτό το ερώτημα μας γεννήθηκε στην ανάγνωση των Ζωγραφικών Διαλόγων που ο Μαρτίνος Γαβαθάς εκθέσει στην «Μέδουσα».
Κεντρική ιδέα η εικαστική απεικόνιση μιας φαντασίωσης. Το σκηνικό κάθε σύνθεσης ένας καθημερινός εσωτερικός χώρος με πρόσωπα τους αναγνωρίσιμους ήρωες από την “Ξεχασμένη φρουρά” και τους “Μήνες” του Τσαρούχη, καθώς και μορφές γυναικείες από έργα του Χόκνεϊ. Πρόσωπα αποδοσμένα σε ένα πλαίσιο που κατοικούν ανάμικτα αντικείμενα του δημιουργού και άλλα είδη γνώριμά μας από τις συνθέσεις που προαναφέραμε. Πάνω σε ένα τραπέζι, όμοιο με εκείνο του ζωγράφου, ένα πακέτο τσιγάρα, φρούτα και δίπλα ο ζωστήρας του τσαρουχικού φρουρού. Σε κάθε πίνακα η ίδια πάντα αχνή σκιά, αχνό διάγραμμα του ζωγράφου να συμπρωταγωνιστεί στη σύνθεση όταν αυτός δεν απεικονίζεται ρεαλιστικά σε ένα πρώτο εξώτερο πλάνο σαν θεατής, να συνομιλεί ή να ατενίζει τους ήρωες σε ένα κλειστό διάλογο σιωπηλών βλεμμάτων. Θεωρητικά μια αναφορά στην ίδια την ελληνική ζωγραφική έτσι όπως διαμορφώνεται από τους ίδιους τους ζωγράφους της γηγενούς νεοελληνικής παράδοσης και τις επιδράσεις της γηραιάς Ευρώπης μέσα από την επιρροή των διάσημων δημιουργών της. Στην ουσία η παραδοχή του περάσματος της ζωγραφικής πραγματικότητας στη μνήμη της πραγματικότητας.
Μια έκθεση είναι συνήθως η παρουσίαση μιας δουλειάς μετά από τη μοναχική πορεία της δημιουργίας. Τα έργα που εκτίθενται είναι οι κρίκοι μιας αλυσίδας που θα την θέλαμε αδιάσπαστη κι ομοιογενή. Είναι φορές που η διάσπαση είναι αναπόφευκτη κι έχει το χαρακτήρα και το βάρος μιας ομολογίας που θα μπορούσε να είναι και καθοδηγητική. Σ’ αυτή την περίπτωση η έκπληξη είναι δυό φορές πιο μεγάλη και το καινούργιο διπλά απολαυστικό.
Στην έκθεσή του αυτή τη φορά ο Μαρτίνος Γαβαθάς θέλησε να μας παρουσιάσει δυο διαφορετικές διαδοχικές κατευθύνσεις. Φαινομενικά αντικρουόμενες, μα που αν τις εξετάσουμε από κοντά ανακαλύπτουμε την συνοχή τους και την αλληλοεξάρτησή τους. Από τη μια πίνακες μεγάλοι, παραστατικοί, «κλασσικοί», από την άλλη αφαιρετικές συνθέσεις σε κινούμενο εύθραυστο υλικό. Στους πρώτους ο σκοπός του καλλιτέχνη είναι ο διάλογος με άλλους ζωγράφους της ελληνικής και ξένης μοντέρνας παράδοσης, με τον Τσαρούχη, τον Hockney ή τον Cremonini. Ο πίνακας είναι ο πειραματικός χώρος όπου πλανιέται βασανιστική η ιδέα της ζωγραφικής και ο προβληματισμός της σαν παράδοση σαν παιδεία αναφοράς και ενατένισης. Ο ζωγράφος θυμάται ατέλειωτα. Φαντάσματα της ζωγραφικής τον επισκέπτονται. Θέλει να παλέψει μαζί τους, να τα εξημερώσει, να τα οικειοποιηθεί.
Ο Γαβαθάς δεν είναι ο πρώτος που θέλησε να επιστήσει την προσοχή μας σ’ αυτόν το συνωστισμό των εικόνων της κουλτούρας μέσα στο ατελιέ. Για να αναφερθούμε στο πιο χτυπητό παράδειγμα κι ο Πικάσσο θέλησε να αναμετρηθεί, να «ανταλλάξει απόψεις», για να μην πούμε να καταβροχθήσει ζωγράφους σαν τον Velasquez ή τον Monet. Η περίπτωση του Γαβαθά είναι κάπως αλλιώτικη. Οι αναφορές του παίρνουν εδώ μια διπλή έννοια. Από την μια είναι φόρες τιμής στους μεγάλους και αγαπητούς του καλλιτέχνη κι από την άλλη είναι ένας αποχαιρετισμός: απομακρύνεται απ’ αυτούς αφού κάνει το εγκώμιο της ανεξίτηλης σφραγίδας που του άφησαν,.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι φτιασμένοι αυτοί οι πίνακες χαρακτηρίζεται από το ίδιο πνεύμα. Η κλασσικής σύνθεση διασπάται, η ζωγραφική επιφάνεια είναι α-συνεχής. Αλλού ο πίνακας είναι συμπαγής, αλλού υπάρχουν επικολλήσεις, αλλού το χρώμα είναι έντονο και πυκνό, αλλά διάφανο και δουλεμένο σαν ακουαρέλα. Άλλοτε η φιγούρα είναι αφηγημένη λεπτομεριακά, άλλοτε είναι φλού κι όλα αυτά σε ένα χώρο ανακατεμένο, δύσβατο με αλλοπρόσαλλες προοπτικές. Ωστόσο, καμιά εξπρεσιονιστική υπερβολή, μόνο τάξη και μέτρο, επιμονή, μια σοβαρότητα και με θέληση να ειπωθούν όλα, όλα να βγούνε στο φως. Το στυλ χάνεται μέσα στο παιχνίδι των αναφορών. Η φόρμουλα του De Kooning . «Η τέχνη είναι μια σουπιέρα που όλα τάχει κιόλας μέσα, δεν έχεις παρά να σερβιριστείς», είναι κάτι που ταιριάζει στην υπαινικτικότητα αυτών των έργων του Γαβαθά.
Το πώς είπε αντίο σ’ αυτές τις τόσο γεμάτες εικόνες είναι απόλυτα κατανοητό. Θα ‘λεγες πως ένας άνεμος φύσηξε μέσα στο ατελιέ και διέλυσε βασανιστικά φαντάσματα και ερωτηματικά. Δεν θα ‘φυγαν βέβαια ολότελα. Γιατί σε αυτά τα φαντάσματα γυρίζει πάντοτε κανείς για να αντλήσει καινούριες ζωγραφικές επαναστάσεις. Ωστόσο έρχονται στιγμές όπου ο προβληματισμός μπλοκάρει την χειρονακτική διαδικασία την τόσο σημαντική στην δημιουργία. Ήρθε λοιπόν ο καιρός όπου σταμπάροντας και κόβοντας και κολλώντας γεννήθηκε μια καινούρια εικόνα. Το μεταξένιο χαρτί της γκραβούρας κομμένο σε κορδέλες φιξάρεται μα καρφίτσες. Το αρχικό σχέδιο διασπάται και αναδιοργανώνεται. Τα χρώματα εκρήγνυνται. Το μαύρο γίνεται στοιχείο γραφικό και επιβάλλεται. Είναι συγχρόνως χρώμα και σημείο. Το σύνολο έχει μια κινητικότητα που επιτρέπει λεπτές εναλλαγές. Μας φέρνει στην μνήμη τα αραβουργήματα του Alechinsky , αλλά με ένα γραφισμό και μια ανάγλυφη κίνηση που έρχεται πιο κοντά στην Art Cinetique. Επίσης υπάρχει κάτι κοινό με τις «ψάθες» του Rouan, ενός από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Γάλλους ζωγράφους, του οποίου γενικά όλη η ζωγραφική, κορεσμένη από κουλτούρα, νοσταλγεί την χειροτεχνία. Ο Γαβαθάς δεν ξέρει τον Rouan ούτε ο Rouan τον Γαβαθά, εν τούτοις έφθασαν και οι δυο σε ανάλογες λύσεις στην φυσική πορεία μιας παράλληλης κι αναπόφευκτης αναζήτησης.
“Οι καινούργιες αυτές εικόνες του Γαβαθά θα έλεγες πως φτιάχτηκαν για τη χαρά του ματιού: ελεύθερες, ανάλαφρες, χάρη στο υλικό και στην δομή τους είναι μια πρόκληση για το άκαμπτο φιξαρισμένο έργο… Η ευκαμψία η εφευρετικότητα, η αλεγρία αυτής της εικόνας, φέρνει κάτι σαν ανακούφιση, μια πνοή από φρεσκάδα μέσα σε ένα χώρο που βομβαρδίζεται από άλλες κακόηχες και γεμάτες βαρύ νόημα. Είναι ένα παιχνίδι παιδικό κάποιου που κατέχει βαθειά τους νόμους της ζωγραφικής και της αισθητικής και που μεταχειρίζεται γνώσεις και δεξιοτεχνία για να μας παρουσιάσει όχι μόνο μια πρωτότυπη πηγή απόλαυσης αλλά και μια εικόνα χωρίς τέλος, ανεξάντλητη σαν εκείνα τα μαγικά χαλιά της ανατολής που βοηθούν την προσευχή και την ενόραση”.