ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
17 Φεβρουαρίου 1992
Μαρία Μαραγκού
Το ενδιαφέρον της έκθεσης Χαρακτικής της Μαριόρας Εξαρχοπούλου στην γκαλερί «Μέδουσα» βρίσκεται στην ίδια τη θεματολογία και το χειρισμό της δύο στοιχεία που μοιάζει να συμβάλλουν στην ανανέωση της ίδιας της εικόνας που «παράγει» η χαρακτική και που σπάνια ξεφεύγει από τα παραδοσιακά «κλισέ».
Κύριο θέμα της Εξαρχοπούλου η μοτοσυκλέτα ή μάλλον οι μοτοσυκλέτες, οι οποίες μπαίνουν στη γραμμή ή περιμένουν έξω από τα θερινά σινεμά, ή τα μπαρ. Ένας ολόκληρος κόσμος γράφεται όπως τον βλέπει η καλλιτέχνης από πολλές διαφορετικές όψεις, καθαρά δυναμικός και απειλητικός και άλλοτε μέσα από μικρά σχήματα – κουκίδες, στη μεταμόρφωση του σμήνους των μοτοσυκλετών από την απόσταση στην ομοιομορφία ενός σμήνους εντόμων.
Μαριόρα Εξαρχοπούλου
Λέω καμιά φορά «εγώ δεν έχω πατρίδα» και μ’ αυτό θέλω να πω πως δεν έχω μια μικρή, ιδιαίτερη πατρίδα, ένα χωριό να πούμε, μια μικρή ξεχασμένη πόλη, ένα νησί απ’ όπου ν’ αντλώ, καθώς συμβαίνει σε τόσους και τόσους γύρω μου, κάποιες μνήμες που τις φαντάζομαι ξεχωριστές, σημαντικές, σημαδιακές. Εγώ σ’ αυτή την πόλη γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ συνεχίζω να ζω, να εργάζομαι. Αυτή την πόλη λοιπόν παρατηρώ καθώς αλλάζει χρόνο το χρόνο, μέρα τη μέρα όλα τούτα τα ταραγμένα, ανήσυχα χρόνια. Έτσι και τα ερεθίσματα που έχω έρχονται α’ αυτή την απάνθρωπη, σκληρή, πολύβουη, εξουθενωτική, άρρωστη, αγαπημένη πόλη.
Η πόλη μεγαλώνει. Οι άνθρωποι πληθαίνουν. Εκατοντάδες, χιλιάδες γεμίζουν τα σπίτια και τους δρόμους κι όλοι τους φωνάζουν, φιλονικούν, διαμαρτύρονται, ζητούν ,ελπίζουν, απελπίζονται, χαίρονται, διασκεδάζουν. Όμως όσο πιο πολύ πολλοί μαζεύονται, όσο πιο σιμά βρίσκονται ο ένας με τον άλλο, τόσο πιο μακριά μοιάζει να είναι ο ένας απ’ τον άλλο. Η πόλη θέατρο της μοναξιάς όπου ο καθένας παίζει το δικό του αδιάφορο ρόλο και όλοι τους είναι μονάχοι, κατάμονοι μέσα σε τούτη την πόλη, τη γεμάτη θορύβους, φασαρία, κορναρίσματα, μαρσαρίσματα, τη γεμάτη τετράτροχα και δίτροχα και σκουπίδια και συνθήματα στους τοίχους και αφίσες και τις λογής-λογής συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, τις πορείες, τα κυνηγητά, τα δακρυγόνα, τις φωτιές, κι από κοντά τις δοξολογίες, τους κανονιοβολισμούς για τις επετείους, τους σημαιοστολισμούς, τους λόγους, τα εμβατήρια και τα τραγούδια. Τα δίτροχα έγιναν αμέτρητα σ’ αυτή την πόλη. Γεμίζου, καθώς είναι παρκαρισμένα το ένα σχεδόν πάνω στ’ άλλο, δρόμους, πλατείες, πεζόδρομους, πεζοδρόμια, γήπεδα κι αλάνες, εισόδους θεαμάτων, pub, ντισκοτέκ. Μπήκαν σχεδόν μέσα στα σπίτια μας, φράζουν τις πόρτες μας. Δίτροχες μηχανές φανταχτερές, πανέμορφες. Μηχανές της σούζας, της φιγούρας, της διασκέδασης, με τις εξατμίσεις τους να χαλάνε τον κόσμο και να μας σπάνε τα νεύρα καθώς μας προσπερνούν και χάνονται. Αλλά και δίτροχα μικρά, μηχανάκια γερασμένα, λασπωμένα, τσαλακωμένα, μηχανάκια του μόχθου, της δουλειάς, της ανέχειας, που δίνουν όμως κι αυτά σ’ αυτούς που τα έχουν μια αίσθηση υπεροχής, την υπεροχή μας ανεξαρτησίας, μιας ελευθερίας.
Ποιος δε ζήλεψε ν’ αποκτήσει κάποτε μια μηχανή. Ποιος δε θέλησε να βρεθεί, έστω και για λίγο, πάνω σ’ αυτά τα δυνατά, τα νευρικά, τα γοητευτικά, τα θορυβώδη δίτροχα, να φύγει μακριά, ν’ απομακρυνθεί απ’ όλα τούτα τα παραπετάσματα που μας στήνουν κάθε μέρα, όλο και πιο πολλά, ολόγυρά μας, αόρατα κάποτε, αλλά το ίδιο αδιαπέραστα. Παραπετάσματα που μας φυλακίζουν, μας χωρίζουν, μας απομονώνουν μέσα σε τούτη την πόλη. Παραπετάσματα ου μας στερούν την επικοινωνία, που μας σταματάνε σε κάθε λεπτό, σε κάθε μας προσπάθεια. Αναρωτιέμαι συχνά πώς έγινε και γέμισε η πόλη που κατοικούμε τόσα πουλιά. Αμέτρητα πουλιά περιστέρια. Πουλιά που κατοικούν πλέον μόνιμα σε πλατείες, δρόμους, γειτονιές, πουλιά που φωλιάζουν πάνω σε προτομές, ανδριάντες, αγάλματα, σε παλιές προσόψεις κτιρίων, σπιτιών, πάνω σε στέγες και εξώστες. Κάποτε είναι τόσο πολλά που σου φράζουν το δρόμο. Συλλογίζομαι πως αυτά τα πουλιά συμφιλιώθηκαν πια με τα φερσίματα της πόλης. Είναι τα πουλιά της πόλης.
Και κοντά σ’ όλες αυτές τις καθημερινές εικόνες του δρόμου, της πόλης, είναι και κάποιες άλλες εικόνες ξεχωριστές, πολύτιμες που μας χαρίζουν δυνατή συγκίνηση. Οι εικόνες που παλεύουμε να συγκρατήσουμε όσο γίνεται πιο ζωντανές, πιο έντονες γιατί ανακαλούμε μέσα μας τρυφερές στιγμές στοργής και αγάπης.