ΝΕΑ
18 Ιανουαρίου 1988
Χάρης Καμπουρίδης
Μετεξελίξεις του ρεαλισμού
Από το γαλλικό ρεαλισμό του 19ου αιώνα μέχρι τον κριτικό ρεαλισμό του μεταπολέμου, η καλλιτεχνική διάθεση για το απτό και το συγκεκριμένο δεν φαίνεται να έλειψε ποτέ. Κάποτε αυτόνομα («Νέα πραγματικότητα» κ.α.), άλλοτε ως συμπληρωματικό χαρακτηριστικό σ’ άλλες τάσεις, και πάντοτε σ’ εποχές που η αστική πραγματικότητα ζητεί την κριτική, όπως έγκυρα παρατηρήθηκε απ’ τους μελετητές. Και ο ελληνικός ρεαλισμός, με μόνο παρελθόν την ηθογραφία, εμφανίζεται στα χρόνια του ’60, ενώ η έκθεση των «5 ρεαλιστών» του 1972 αποτελεί την ιστορική του επισφράγιση. Εκτός όμως απ’ τον Μπότσογλου, τον Ψυχοπαίδη και τους άλλους της ομάδας, στη ζωγραφική αυτή περιοχή συνέβαλαν ο Μυταράς, ο Βενετούλιας, ο Κοκκινίδης, ο Κανιάρης, ιδίως ευκαιριακά κι άλλοι.
Ποια είναι όμως σήμερα η «αίσθηση του πραγματικού» – του κοντινού, του βιωμένου, του αληθινού; Και με ποιον καλύτερο δείκτη θα το ανιχνεύαμε, αν όχι μέσα απ’ τις μετεξελίξεις των ρεαλιστών μας. Και να, που μετά τις περιπτώσεις των προαναφερθέντων (που αρκετές μας απασχόλησαν κι εδώ όταν εξέθεσαν), έχουμε μια νέα εκθεσιακή αφορμή, την παρουσία της Άσπας Στασινοπούλου στη «Μέδουσα».
Τα έργα που αντικρίζουμε στην αίθουσα, δύσκολα πια θα τα λέγαμε ρεαλιστικά. Οι φωτομηχανικές εικόνες γυμνού πάνω τους σκεπάζονται σχεδόν απ’ τις εξπρεσιονιστικές επιζωγραφίσεις. Οι βίαιες πινελιές και τα χυμένα χρώματα, όσο και τα συναρμολογημένα ετερόκλητα υλικά, συνδιαλέγονται με το φωτορεαλισμό της εικόνας κι είναι φανερό πως η ζωγράφος δεν ενδιαφέρεται πια για μια κριτική πραγμάτων και καταστάσεων μόνο. Ο ερωτισμός που έχουν οι γυμνές φιγούρες επικρατεί στην ατμόσφαιρα κι ενισχύεται έμμεσα απ’ τι9ς εξπρεσιονιστικές επεμβάσεις πάνω τους και γύρω τους. Οι πίνακες της Στασινοπούλου ενεργοποιούν μάλλον τα σύμβολά τους, παρά τα πειθαναγκάζουν σε προσυμφωνημένες σημασίες. Στιγμές – στιγμές, βλέπουμε ακόμη και απελευθερωτικές εκρήξεις τους, μια αναχώρηση συμβόλων και μορφοπλαστικών δραστηριοτήτων πολύ μακριά απ’ τα συγκεκριμένα πεδία τους. Ο ερωτισμός (και το ταξίδι αναζήτησής του) σαφώς ξεπερνά τις αφορμές και τα πρωτογενή συστατικά του, κι οδηγεί τη ματιά και τη φαντασία σε πιο διαχρονικούς συμβολισμούς: τη σχέση αρσενικού – θηλυκού, στη σχέση, ίσως, των εικονογραφικά προκαθορισμένων ερωτικών συμπλεγμάτων με μια νέα ερμηνεία. Υπενθυμίζει πειστικά μια αγωνία και μια πίστη σε ψυχικές διαθέσεις που, όλοι σχεδόν, χάσαμε στα χρόνια του κριτικού λόγου και του ρεαλισμού.
Ρομαντική, λοιπόν, η ατμόσφαιρα των έργω και δεν είναι η μοναδική περίπτωση εδώ κι αλλού που το φανταστικό, το μακρινό και το άγνωστο υποκαθιστούν το συγκεκριμένο. Μεταφυσικό, θα ‘λεγε κανείς το ίδιο μήνυμα, αν απ’ το χώρο της ιστορίας της τέχνης περνούσε στη ματιά της φιλοσοφίας. Η σημαντική αυτή έκθεση πάντως, μπορεί να μετρηθεί σωστά μέσα απ’ το σύστημα ιδεολογικών αξιών που καταθέτει εκεί βρίσκεται ο ατομικός και συλλογικός της δείκτης. Στο μορφοπλαστικό επίπεδο τα αιτήματα της ζωγράφου δεν προϋπέθεταν καινοτομίες, αλλά ικανότητα στην εκφραστική διεκπεραίωση – αυτήν που η Στασινοπούλου έχει έτσι κι αλλιώς κατακτημένη από καιρό..
ΕΙΚΟΝΕΣ
16 Φεβρουαρίου 1988
Μαρία Κοτζαμάνη
Ατμόσφαιρα υπαινικτική, εικόνες που υπονομεύουν την αυτοπεποίθηση των ορωμένων.
Θραύσματα μορφών και συντρίμμια συναισθημάτων, λεπτομέρειες ατομικών στιγμών και καταστάσεις εξαρτημένων σχέσεων, σύμβολα και ιδεολογίες, όνειρα και επιθυμίες, μορφοποιούνται σε εικόνες που άλλοτε εννοούνται και άλλοτε ονομάζονται, οδηγώντας συνειρμικά σε τολμηρές συσχετίσεις.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η δουλειά που η Άσπα Στασινοπούλου παρουσιάζει αυτή την εποχή στην γκαλερί «Μέδουσα», αποκαλύπτοντας μεθοδικά τη διφορούμενη σχέση μιας πραγματικότητας που λειτουργεί μεταιχμιακά ανάμεσα στο ναι και στο όχι.
Όλα στη ζωγραφική της Άσπας Στασινοπούλου δηλώνουν τη διπλή τους φύση. Ο θύτης είναι ταυτόχρονα και θύμα, το όπλο στοχεύει, το κενό και οι κληρονομημένες παραδοχές της ζωής κάπου αυτοαναιρούνται.
Εξατομικεύοντας για γενικεύσεις η Άσπα Στασινοπούλου απελευθερώνει τελικά τις έννοιες από το περιχαρακωμένο τους νόημα, προβάλλοντας το αίτημα για ένα καινούριο κοίταγμα των πραγμάτων. Για να πραγματοποιηθεί αυτό το αποτέλεσμα, είναι φανερό πως αναλώθηκαν εκφραστικά μέσα σε ανάλογο αντίκρισμα. Με βάση τη φωτογραφία που στην περίπτωση της Στασινοπούλου φέρει τα ίχνη ενός πολύ προσωπικού χειρισμού, ο πλαστικός χώρος συναρμολογείται σταδιακά και αποκαλύπτεται μέσα από την ετερογένεια διαφόρων στοιχείων που, με την πυκνότητα και τη συρροή τους δίνουν το συναίσθημα μιας υπέρβασης.
Ακολουθώντας μια διαδικασία όπου η προσωπική γραφή, με αλλεπάλληλες διαστρωματώσεις χειρονομιακών επεμβάσεων, επικαλύπτει τελικά την αντικειμενικότητα της φωτογραφικής εικόνας, η καλλιτέχνιδα διερευνά τη διφορούμενη σχέση ενός παράλογου αξιοκρατικού μηχανισμού, επισημαίνοντας συγχρόνως τη σχέση ανάμεσα στην εικόνα που αναπαράγεται μηχανικά και στα σημάδια που αφήνει πίσω του το χέρι.
Έτσι η χρήση της φωτογραφίας αποκτά τώρα μια εντελώς διαφορετική σημασία από την πληροφοριακή λειτουργία ή την οργισμένη κριτική καταγγελία της παλιότερης δουλειάς της, όταν σε δύσκολους καιρούς το γενικό αίσθημα αντικαθιστούσε το ατομικό και το φωτογραφικό ντοκουμέντο ενδιέφερε περισσότερο από την επώδυνη καταγραφή συγκεκριμένων ψυχισμών. Τελειώνοντας, θα θέλαμε να πούμε ότι με την τελευταία δουλειά της η Άσπα Στασινοπούλου επιχειρεί μια διεύρυνση της καλλιτεχνικής συνείδησης, αποκαλύπτοντας μέσα από τη ζωγραφική της, πόσο οι βιωμένες εικόνες μας είναι ακόμα άγνωστες.