ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
6 Νοεμβρίου 1990
Μαρία Μαραγκού
Ταξίδια ενδοσκόπησης, κρουαζιέρες αναψυχής
Για εκθέσεις με λόγο ύπαρξης και ιλουστρασιόν γεγονότα, θα μιλήσουμε σήμερα, επαναφέροντας το ερώτημα – εμμονή, από την πλευρά μας, συζητημένο πολλές φορές από τις γραμμές αυτής της σελίδας. Οι αφορμές δίνονται από τα έργου που έχουν να πουν μια δική τους μικρή ιστορία και από εκθέσεις που θαυμάσια θα μπορούσαν να μην είχαν γίνει, από τη στιγμή που δεν είχαν κάτι να πουν.
Η αντιπαράθεση ενδίδει στον πειρασμό να ξαναμπεί στη διαδικασία τοποθέτησης του καλού μάστορα – ζωγράφου, γλύπτη κλπ και του καλλιτέχνη, ο οποίος δύναται κάλλιστα να μην είναι και κάτι α’ όλα αυτά.
Η Αιμιλία Παπαφιλίππου ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, που ματώνει και διασώζει στο έργο της «Τω Μορφέα».
Γκρεμίζει την γκαλερί «Μέδουσα» (εδώ πρέπει να μιλήσουμε για τη Μαρία Δημητριάδη, που επίσης έχει λόγο ύπαρξης ως γκαλερίστα, η οποία δεν περιφέρει αυτάρεσκα τον επαγγελματικό τίτλο, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση που είχαν στις αρχές του αιώνα μας και ως το ’60 τα έργα, οι άνθρωποι που τα έφτιαχναν κι εκείνοι που τα υποστήριζαν και τα διασφάλιζαν) και φτιάχνει μια στέρνα μαύρη, γεμάτη ακατέργαστο λάδι, στην οποία «καθρεφτίζουν» αιχμηρά σώματα, που επικρέμονται, και χρωματικές δράσεις που εκπέμπουν θερμότητα.
Το περιβάλλον προεκτείνεται σε μια άλλη μικρότερη τρύπα – βαρέλι και τέλος σε μια «σπηλιά», όπου φώτα και κραυγές συνυπάρχουν με την οπτική σχέση που δημιουργείται στον επισκέπτη με το άγριο υλικό των τοίχων.
Το «σκηνικό» δεν περιγράφει καταστάσεις. Μετατρέπει την ύλη σε ενέργεια, ακυρώνει το χρόνο ως συστατικό της μορφής, καταργεί την όποια αναφορά σε σταθερά σημεία και δημιουργεί σχέση ψυχολογικής σύζευξης θεατή – έργου, αφού διαπεράσει το σωματικό επίπεδο. Η απειλή και ο τρόμος φτάνουν μέσα από την όραση (από το ίδιο το έργο, τα υλικά και τα σχήματα), την ακοή (ήχοι), την όσφρηση ( η στέρνα με τα πετρελαιοειδή αναδίδει), την αφή (τοιχώματα σπηλιάς).
Ο προσδιορισμός του έργου της Παπαφιλίππου, όπως ο προσδιορισμός κάθε έργου στο οποίο έχει δώσει ψυχή ο καλλιτέχνης, είναι να ξεπεραστεί γρήγορα ότι δέχονται τα αισθητήρια όργανα, για να προχωρήσει ο διάλογος, ν’ ανασκαλευτούν οι αρχέτυπες μνήμες. Έτσι, ενώ το έργο της Παπαφιλίππου ως διατύπωση μιας εικαστικής γλώσσας εντάσσεται στο σύγχρονο και το ευρηματικό, από την άλλη έχει μια θρησκευτικότητα, θα λέγαμε, σε σχέση με ότι ανακαλεί στο μη χρόνο.
Επιπλέον αναζητά την προσήλωση του περιπατητή του, σπάζοντας το φράγμα της παθητικότητας του θεατή, ο οποίος υποπίπτει συνειδητά στην υποβολή μιας αποκάλυψης του κόσμου των αρσενικών και θηλυκών συμβόλων και του περιεχομένου τους, στην κοινή αγωνία της σημαντικής διαδρομής, μέσω της σκάλας που οδηγεί στην καταγωγή μας.
ΤΑ ΝΕΑ
5 Νοεμβρίου 1990
Χάρης Καμπουρίδης
Η μορφή του Μορφέα.
Το μαύρο, χρησιμοποιημένο, λάδι των κινητήρων, όταν απλωθεί γίνεται ένας μαύρος καθρέφτης. Όταν τώρα το κάτοπτρο αυτό, στο πάτωμα μιας γκαλερί, αντανακλά μια αντεστραμμένη σκάλα, κάποιες παράδοξες ρομφαίες, μια ξύλινη αποβάθρα που χτίστηκε τριγύρω και, βέβαια τις μορφές και το βλέμμα των ίδιων των θεατών που συμμετέχουν σ’ αυτό το μυσταγωγικό εικαστικό περιβάλλον της Αιμιλίας Παπαφιλίππου, στη «Μέδουσα», όλος ο γνωστός εκθεσιακός χώρος μεταμορφώνεται σ’ ένα «ολικό έργο» (Gegamt Kunstwerk). Δεν είναι μόνο τα τρισδιάστατα, πραγματικά, υλικά, αλλά και ο ήχος (χαμηλόφωνες κραυγές που αγωνίζονται να γίνουν λόγος), είναι και ένα μικρό υπόγειο που φωτίζεται από ένα ρυθμικό, παγερό φως, σαν αυτό των νοσοκομειακών αστυνομικών αυτοκινήτων, και, προπαντός είναι η αντανάκλαση όλου του χώρου μέσα στον μαύρο καθρέφτη: Όλα μοιάζουν μι ένα αποκαλυπτικό όνειρο που έχει μεν την ένταση ενός εφιάλτη, αλλά και τη γαλήνη μιας μεταφυσικής παραδοχής. Η έκθεση έχει τίτλο : Στον Μορφέα.
Δεν είναι βέβαια ο κατάλληλος χώρος εδώ για να ταξιδέψουμε σ’ όλους του μυθικούς συμβολισμούς που πηγάζουν απ’ αυτό το λιτό και καλοδομημένο έργο στην εσχατολογία των συναισθημάτων, αλλά και της γνώσης, στη σχέση πραγματικού και φαντασιακού, στην κόψη, τελικά, μεταξύ ονείρου και ζωής, στον «τρόπο ύπαρξης του όντος» – όπως ορίζει στα «Μεταφυσικά» ο Αριστοτέλης την έρευνα της αρχής της γνώσης. Το ζήτημα είναι ότι η ζωγράφος παράγει μια τόσο οριακή θεματολογία χωρίς φιλολογική διάθεση, μέσα από λιτότατες εκφραστικές επιλογές, και με εφήμερα (το περιβάλλον θα τελειώσει μαζί με την έκθεση) μέσα.
Είναι η δεύτερη ατομική της με πρώτη την έκθεση «Είναι – Μη Είναι», πριν τέσσερα χρόνια, και με ενδιάμεσα έργα που ανέπτυσσαν επίσης μια υπαρξιακή προβληματική, με αφοπλιστική πειστικότητα. Ο θεατής ζει μια εικαστική αίσθηση που έχει τον συμβολισμό του Μπέκλιν, τον σταματημένο χρόνο του Ντε Κίρικο, την μυσταγωγία του Ταρκόφσκι, και αισθάνεται ότι μαύρη η φαντασιακή δεξαμενή στο κέντρο του έργου είναι ταυτόχρονα μια δεξαμενή του συλλογικού ασυνειδήτου.
Σε μια Αθήνα όπου συνήθως τα καλλιτεχνήματα έχουν επικοινωνιακό παραλήπτη απελπιστικά προκαθορισμένο, η έκθεση της Παπαφιλίππου επιβεβαιώνει ότι μπορούμε να ‘μαστε πάλι και ατομικά αληθινοί και ευρύτερα πειστικοί, αν η μαγιά της εκφραστικής ζύμης είναι προϊόν επίμονης ενδοσκόπησης και εσχατολογικής περιπέτειας. Να κι ένα άλλο μήνυμα απ’ το λάδι του (ψυχικού) καρμπυρατέρ αυτής της έκθεσης, που κάνει τη μορφή του Μορφέα αναγνωρίσιμη.