ΓΥΝΑΙΚΑ
Μάρτιος 1992
Κατερίνα Παπαγεωργίου
Οι άγγελοι του Ραϋμόνδου
Σαράντα χρόνια σκαλίζει τις μορφές τους στο ξύλο. Γιατί τους προτιμάει; Μα γιατί είναι πιο ωραίοι και λιγότερο σκληροί απ’ τους ανθρώπους.
«Για δύο-τρεις μέρες κοιτάζω τα ξύλα. Μεγάλα κομμάτια, από ευκάλυπτο ή πλάτανο. Μετά, με το σφυρί και το σκαρπέλο, τα σκαλίζω για τρεις περίπου μήνες, ώσπου να φτιάξω τον άγγελο που έχω στο μυαλό μου. Σ’ αυτό το διάστημα ζω σε απόλυτη ησυχία, ακούγοντας μονάχα τον θόρυβο που κάνει το σφυρί μου ή τον ήχο απ τη θάλασσα, που είναι κοντά στο σπίτι μου. Συχνά, περνάνε και πέντε μέρες χωρίς να αρθρώσω κουβέντα. Δουλεύω τους αγγέλους μου παρέα με τις σαράντα γάτες, τους σκύλους μου, τις τεράστιες χελώνες και τα περιστέρια μου. Ένας γλύπτης, που έχει ζήσει σαν και μένα, στο πεζοδρόμιο, είναι σαν τον Οδυσσέα. Τώρα οι νέοι, οι κακομοίρηδες, πάνε στο Παρίσι, αλλά τι να μάθουν;».
Εδώ και σαράντα χρόνια, ο 63χρονος γλύπτης Πάνος Ραϋμόνδος, από της Αθήνα, ένας απλός, λακωνικός και πολύ συμπαθητικός άνθρωπος, με μεράκι για την τέχνη του, φτιάχνει αποκλειστικά αγγέλους – σύγχρονες, τοτεμικές μορφές – κυρίως από ξύλο (γιατί στοιχίζει φτηνά και μεταφέρεται εύκολα), αλλά κατά καιρούς κι από άλλα υλικά, όπως μάρμαρο, μπρούντζο γύψο, πηλό ακόμα κι από χρυσό, μια εποχή που ζούσε στην Ιταλία.
Αυτοδίδακτος – έμαθε την τέχνη του παρατηρώντας από παιδί τεχνίτες να σμιλεύουν το μάρμαρο, σε γειτονιά της Αθήνας – δεν σταμάτησε ούτε στιγμή, μα ολόκληρη ζωή, να σκαλίζει τους συμπαγείς ξύλινους αγγέλους του, που κυρίως έχουν γυναικείο σώμα, γιατί, όπως λεει, είναι πιο όμορφοι απ’ τον άνθρωπο, τον εμπνέουν χωρίς να είναι ιδιαίτερα θρήσκος, κι ερεθίζουν τη φαντασία του.
«Συχνά αναρωτιέμαι», λεει, «τι κουράγιο θα μου είχε απομείνει σήμερα, για τη γλυπτική, αν στα 32 μου χρόνια δεν είχα αποφασίσει να εγκατασταθώ στο Παρίσι.
Ως εκείνη την ώρα πάσχιζα τα βράδια να δώσω μορφή στους αγγέλους μου, ενώ τα πρωινά έκανα, τον κτίστη, τον μπετατζή, τον γκαραζιέρη, για να ζήσω παρέα με τους παιδικούς φίλους μου Μίνω Αργυράκη και Τάκη, με τους οποίους συγκατοικούσα. Το 1954, ο Τάκης έφυγε για το Παρίσι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα με κάλεσε κι εμένα κοντά του. Εκεί με πρόσεξαν τόσο, που μπόρεσα να αγοράσω ακόμη κι ένα σπιτάκι, σε κεντρική πλατεία του Παρισιού, όπου έμεινα είκοσι χρόνια ».
Πολύ σεμνός ο Πάνος Ραϋμόνδος, δεν λεει λέξη για τις ατομικές εκθέσεις του στο Παρίσι και στη Ρώμη, για τα έργα του που βρίσκονται σε ξένα μουσεία και συλλογές, αλλά και για κάποιες εκθέσεις στην Ελλάδα, με τελευταία μια ατομική που έκανε πέρυσι στη Μέδουσα. Δεν αναφέρει, επίσης μια νεανική του ιδιοτροπία, όπως το θάψιμο έργων του απ’ τον ίδιο στην Πεντέλη, πριν φύγει για το Παρίσι, για να τα βρουν όπως έλεγε οι μελλοντικές γενιές και να μάθουν την αλήθεια? Στη βάση των αγαλμάτων ήταν σκαλισμένη η ημερομηνία και δύο λόγια για τα πολιτικά γεγονότα εκείνης της ημέρας. Προτιμά να μιλάει για το μεγάλο φωτεινό εργαστήρι, που θαϋϋϋϋ ’θελε, αλλά και να επισημαίνει τις αντιξοότητες, που συναντά στη δουλειά του, ανάμεσα στις οποίες είναι η υπερτίμηση κατά 120 τοις εκατό των υλικών και των εργαλείων, που χρησιμοποιεί, επειδή θεωρούνται είδη πολυτελείας.
«Τραβάς τα πάνδεινα», λεει με πίκρα, «μολονότι δεν πας να τους φας εκατομμύρια, αλλά ένα ξεροκόμματο. Κάπως έτσι επικρατούν σήμερα οι κομπιναδόροι. Τουλάχιστον, ας προστατεύει η πολιτεία τα νέα παιδιά, αλλιώς θα σαπίσουν κι αυτά σαν και μας».
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μάρτιος 1992
Κατερίνα Παπαγεωργίου
Οι άγγελοι του Ραϋμόνδου
Σαράντα χρόνια σκαλίζει τις μορφές τους στο ξύλο. Γιατί τους προτιμάει; Μα γιατί είναι πιο ωραίοι και λιγότερο σκληροί απ’ τους ανθρώπους.
«Για δύο-τρεις μέρες κοιτάζω τα ξύλα. Μεγάλα κομμάτια, από ευκάλυπτο ή πλάτανο. Μετά, με το σφυρί και το σκαρπέλο, τα σκαλίζω για τρεις περίπου μήνες, ώσπου να φτιάξω τον άγγελο που έχω στο μυαλό μου. Σ’ αυτό το διάστημα ζω σε απόλυτη ησυχία, ακούγοντας μονάχα τον θόρυβο που κάνει το σφυρί μου ή τον ήχο απ τη θάλασσα, που είναι κοντά στο σπίτι μου. Συχνά, περνάνε και πέντε μέρες χωρίς να αρθρώσω κουβέντα. Δουλεύω τους αγγέλους μου παρέα με τις σαράντα γάτες, τους σκύλους μου, τις τεράστιες χελώνες και τα περιστέρια μου. Ένας γλύπτης, που έχει ζήσει σαν και μένα, στο πεζοδρόμιο, είναι σαν τον Οδυσσέα. Τώρα οι νέοι, οι κακομοίρηδες, πάνε στο Παρίσι, αλλά τι να μάθουν;».
Εδώ και σαράντα χρόνια, ο 63χρονος γλύπτης Πάνος Ραϋμόνδος, από της Αθήνα, ένας απλός, λακωνικός και πολύ συμπαθητικός άνθρωπος, με μεράκι για την τέχνη του, φτιάχνει αποκλειστικά αγγέλους – σύγχρονες, τοτεμικές μορφές – κυρίως από ξύλο (γιατί στοιχίζει φτηνά και μεταφέρεται εύκολα), αλλά κατά καιρούς κι από άλλα υλικά, όπως μάρμαρο, μπρούντζο γύψο, πηλό ακόμα κι από χρυσό, μια εποχή που ζούσε στην Ιταλία.
Αυτοδίδακτος – έμαθε την τέχνη του παρατηρώντας από παιδί τεχνίτες να σμιλεύουν το μάρμαρο, σε γειτονιά της Αθήνας – δεν σταμάτησε ούτε στιγμή, μα ολόκληρη ζωή, να σκαλίζει τους συμπαγείς ξύλινους αγγέλους του, που κυρίως έχουν γυναικείο σώμα, γιατί, όπως λεει, είναι πιο όμορφοι απ’ τον άνθρωπο, τον εμπνέουν χωρίς να είναι ιδιαίτερα θρήσκος, κι ερεθίζουν τη φαντασία του.
«Συχνά αναρωτιέμαι», λεει, «τι κουράγιο θα μου είχε απομείνει σήμερα, για τη γλυπτική, αν στα 32 μου χρόνια δεν είχα αποφασίσει να εγκατασταθώ στο Παρίσι.
Ως εκείνη την ώρα πάσχιζα τα βράδια να δώσω μορφή στους αγγέλους μου, ενώ τα πρωινά έκανα, τον κτίστη, τον μπετατζή, τον γκαραζιέρη, για να ζήσω παρέα με τους παιδικούς φίλους μου Μίνω Αργυράκη και Τάκη, με τους οποίους συγκατοικούσα. Το 1954, ο Τάκης έφυγε για το Παρίσι, ενώ λίγα χρόνια αργότερα με κάλεσε κι εμένα κοντά του. Εκεί με πρόσεξαν τόσο, που μπόρεσα να αγοράσω ακόμη κι ένα σπιτάκι, σε κεντρική πλατεία του Παρισιού, όπου έμεινα είκοσι χρόνια ».
Πολύ σεμνός ο Πάνος Ραϋμόνδος, δεν λεει λέξη για τις ατομικές εκθέσεις του στο Παρίσι και στη Ρώμη, για τα έργα του που βρίσκονται σε ξένα μουσεία και συλλογές, αλλά και για κάποιες εκθέσεις στην Ελλάδα, με τελευταία μια ατομική που έκανε πέρυσι στη Μέδουσα. Δεν αναφέρει, επίσης μια νεανική του ιδιοτροπία, όπως το θάψιμο έργων του απ’ τον ίδιο στην Πεντέλη, πριν φύγει για το Παρίσι, για να τα βρουν όπως έλεγε οι μελλοντικές γενιές και να μάθουν την αλήθεια? Στη βάση των αγαλμάτων ήταν σκαλισμένη η ημερομηνία και δύο λόγια για τα πολιτικά γεγονότα εκείνης της ημέρας. Προτιμά να μιλάει για το μεγάλο φωτεινό εργαστήρι, που θαϋϋϋϋ ’θελε, αλλά και να επισημαίνει τις αντιξοότητες, που συναντά στη δουλειά του, ανάμεσα στις οποίες είναι η υπερτίμηση κατά 120 τοις εκατό των υλικών και των εργαλείων, που χρησιμοποιεί, επειδή θεωρούνται είδη πολυτελείας.
«Τραβάς τα πάνδεινα», λεει με πίκρα, «μολονότι δεν πας να τους φας εκατομμύρια, αλλά ένα ξεροκόμματο. Κάπως έτσι επικρατούν σήμερα οι κομπιναδόροι. Τουλάχιστον, ας προστατεύει η πολιτεία τα νέα παιδιά, αλλιώς θα σαπίσουν κι αυτά σαν και μας».