ΑΥΓΗ
16 Οκτωβρίου 1984
Παρασκευή Κατημερτζή
«Δεν με ενδιαφέρουν τα ρεύματα της εποχής»
Μιλάει ο ζωγράφος Μάριος Πράσινος που ζει εδώ και τριάντα χρόνια στη γαλλική επαρχία και εκθέτει τις μέρες αυτές έργα του σε δύο αθηναϊκές γκαλερί.
«Παλιά, ένας καλλιτέχνης εθεωρείτο παρίας. Έτσι τουλάχιστον ήταν στα νιάτα μου». Ο Μάριος Πράσινος θυμάται πως όταν θέλησε να παντρευτεί τη γυναίκα του, η μητέρα της του έκλεισε την πόρτα. «Ήμουν ένας ζωγράφος και ξένος. Αυτά ήταν δύο τεράστια ελαττώματα. Τώρα όμως, στις περιπτώσεις που οι ζωγράφοι κερδίζουν πολλά χρήματα, όπως λόγου χάρη ο Πικάσσο ή ο Ματίς, αρχίζουν να τους σέβονται σε κοινωνικό επίπεδο. Δεν ξέρω βέβαια, αν αυτή συμβαίνει παντού. Πάντως, επειδή είμαι ζωγράφος γνώρισα μαρκήσιους και κόμητες, που και πάλι δεν θα τους γνώριζα, αν ήμουν ένας κακός ζωγράφος. Να λοιπόν το πρόβλημα: Δεν υπάρχει γνήσιο ενδιαφέρον για την τέχνη, τουλάχιστον στη Γαλλία. Η αναγνώριση έρχεται αφού πρώτα πετύχεις επαγγελματικά, χάρη στη βοήθεια του κράτους. Αυτό είναι και καλό και κακό. Οι νέοι σήμερα έχουν την τάση να περιμένουν πολλά από το κράτος. Τότε, δεν περιμέναμε τίποτα και γι’ αυτό είχαμε ένα είδος απόλυτης ελευθερίας μπροστά στην κοινωνία. Ήμασταν μεν παρίες, αλλά και ελεύθεροι άνθρωποι. Τώρα βρισκόμαστε «υπό την κατοχή» του κράτους, που με τη μορφή των διαφόρων εκπολιτιστικών εκπροσώπων του και των υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού έρχεται και μας ξετρυπώνει μέσα στα εργαστήρια. Αυτό δεν είναι ίσως κακό, αλλά παραμένει ένα γεγονός…»
Ο Μάριος Πράσινος, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1916 βρέθηκε στην Αθήνα πριν λίγο καιρό για να παραστεί σ’ ένα αφιέρωμα – αναδρομή στην τέχνη του που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο. Τον συναντήσαμε στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσας όπου θα παρουσιάζονται μέχρι τις 29 Οκτωβρίου, πίνακες που αντιπροσωπεύουν την πιο πρόσφατη δουλειά του, με κεντρικό θέμα τα δέντρα.
«Δεν προσπάθησα να ζωγραφίσω τα δέντρα με κάποιο συμβολισμό, αλλά επειδή μου αρέσουν κι επειδή έχουν μια παγκοσμιότητα. Τα θεωρώ όμως αρχέτυπα με την έννοια που δίνει ο Γιούνγκ. Βρίσκονται μέσα στον καθένα μας και για μένα είναι ένα θέμα ανεξάντλητο αφού επιτρέπουν να πεις πράγματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μέσα πάντα από το ίδιο αντικείμενο. Ένα δέντρο με τα κλαδιά του. Αυτό με παθιάζει. Τη στιγμή που ξεκινώ ένα πίνακα, δεν ξέρω ποτέ τι πρόκειται να ακολουθήσει και δεν μπορώ να πω, παρά ότι μου αρέσει και μ’ ευχαριστεί. Αν το έργο δεν βγει καλό, τότε θυμώνω». Και συμβαίνει συχνά αυτό το τελευταίο; ρωτάμε. «Ναι,, πολύ συχνά. Είναι σπάνια η περίπτωση ενός καλλιτέχνη που προχωράει πολύ βαθιά στο θέμα του και τότε γενικά πρόκειται για μια μεγαλοφυία. Ένας μέτριος καλλιτέχνης δεν κάνει τον κόπο να χαϊδέψει το δένδρο, να το αισθανθεί, να ζήσει μαζί του. Ζωγραφίζοντας αυτά τα δέντρα, σκεπτόμουν την αφηρημένη ζωγραφική, στην οποία και θήτευσα κάποιο διάστημα, αλλά πολύ γρήγορα επέστρεψα στην παραστατική τέχνη. Τώρα δεν είμαι παρά ένας επαρχιώτης της Προβάνς που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τα ρεύματα της μόδας. Ίσως πάντως, η χειρότερη μόδα να είναι η πιο πρόσφατη το «BAD PAINTING’ που ζωγραφίζει τα πιο αηδιαστικά πράγματα».
Μιλήστε μας τότε για τη ζωή σας στη γαλλική επαρχία…
«Στο χωριό που μένω, υπάρχουν βουναλάκια που με κάνουν να σκέπτομαι το ελληνικό τοπίο, ιδιαίτερα τα νησιά. Η θάλασσα απέχει μόλις τριάντα χιλιόμετρα. Μετακόμισα εκεί πριν από ένα τρίτο του αιώνα. Στο Παρίσι τότε, μου έλεγαν πως είμαι τρελός, πως θα έχανα τις επαφές μου με τη δημιουργία, ότι θα με ξεχνούσαν όλοι. Αφού σας πω όμως, ότι οι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να επικοινωνήσουν, παρά μόνο, ίσως, στις στιγμές των μεγάλων κινημάτων και ότι όταν βρισκόμαστε μεταξύ μας δεν κάνουμε συζητήσεις για την τέχνη, αλλά για σπαγγέτι ή γιουβαρλάκια, θα προσθέσω ότι, όταν έφθασα στο χωρίο ήμουνα εντελώς απομονωμένος. Σήμερα, στην περιοχή αυτή έχω φίλους λίγο πολύ παντού, αν και μας χωρίζουν εκατοντάδες ή και δεκάδες χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομου. Τώρα όμως, η μισή Γαλλία περνάει από το σπίτι μου και έχω την εντύπωση ότι δεν χρειάζεται να πάω στο Παρίσι για να δείξω τη δουλειά μου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια, ότι πολύ κοντά βρίσκεται το φεστιβάλ της Αβινιόν, το φεστιβάλ της Αιξ αν Προβάνς, το φεστιβάλ της Αρκ. Είναι παράδοξο, αλλά τελικά βρίσκομαι στο κέντρο των κινημάτων και των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Έχω μάλιστα δουλέψει για την ίδρυση του πρώτου φεστιβάλ της Αβινιόν, με τον Ζ. Βιλάρ, έκανα σκηνικά θεάτρου, εκθέσεις, αφίσες.. Περάσαμε αξέχαστες στιγμές.
Για την σχέση των ανθρώπων της γαλλικής επαρχίας με την τέχνη, ο Μ. Πράσινος παρατηρεί: «Στην επαρχία ο κόσμος δεν νοιάζεται καθόλου για την τέχνη. Δεν υπάρχει γι’ αυτούς. Έχω φίλους εδώ και πολλά χρόνια, που δεν έχουν δει ποτέ τους ένα πίνακά μου. Φέτος έκανα μια έκθεση ταπισερί, σε μια καταπληκτική εκκλησία, δέκα λεπτά με τα πόδια από το χωριό . Όλοι οι άλλοι επισκέπτες ήταν αστοί, ντόπιοι συλλέκτες, άνθρωποι που έχουν σπίτια στην περιοχή όπως εγώ. Παριζιάνοι. Όχι οι ντόπιοι. Θα μου άρεσε βέβαια να ενδιαφέρονται και οι ντόπιοι, αλλά δεν μπορώ να τους κατηγορήσω. Πρέπει να προσπαθούμε να καταλάβουμε τον αγρότη. Ήδη έχει πολλά προβλήματα και πολλές έγνοιες με τη δουλειά του. Μερικές φορές παθαίνει ακόμα και νευρική κατάπτωση. Όταν ξεκουράζεται παίζει τους βώλους, πίνει στο καφενείο, ή πάει στο κυνήγι. Δεν πιστεύω ότι έχει να τους πει κάτι η πολιτιστική ζωή. Όμως με τα παιδιά παρατηρείται ένα φαινόμενο: Αυτά ενδιαφέρονται πολύ γι’ αυτό που κάνω. Σαν μεγαλώσουν ωστόσο γίνονται κι αυτά σαν τους γονείς τους. Αρχίζουν να έχουν έγνοιες.
Άλλοτε, ενδιαφερόμουνα πολύ για τα Πολιτιστικά Σπίτια. Έκανα εκθέσεις, πήγαινα στα χωριά κι έκανα διαλέξεις. Ήταν πάντα για δυο τρία άτομα..
– Τι θα θέλατε λοιπόν να σημαίνει το έργο σας για τους άλλους;
Αυτό που θα ήθελα, είναι να τους κάνει να βλέπουν από μόνοι τους μέσα σ’ αυ7τό, ν’ ανακαλύπτουν μ’ άλλα λόγια τον εαυτό τους, όπως ακριβώς ανακαλύπτω κι εγώ το δικό μου εαυτό. Βέβαια, μέσα στα έργα μου εγώ βάζω και κάποιες πλαστικές αγωνίες που δεν έχουν καμιά σχέση με το θεατή. Όσον αφορά όμως τη σημασία του έργου εκεί ο θεατής είναι όπως εγώ, ή σχεδόν όπως εγώ. Συνεπώς, το μόνο που θα ήθελα, είναι να αφιερώσει κάποιο χρόνο να το κοιτάζει. Γιατί μια ματιά δεν φτάνει.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
1 Οκτωβρίου 1984
Μαρία Μαραγκού
«Η αναζήτηση της πρωτοτυπίας είναι μια μορφή πορνείας»
Μια σειρά πορτραίτων, τοπία, εικόνες, φανταστικές, πλάσματα υπερβατικά, έξω από την «κλασσική» γραφή των ονείρων, η τελευταία παρουσία του Μάριου Πράσινου στην Αθήνα.
Στο Γαλλικό Ινστιτούτο όπου το κύριο βάρος των έργων και στην γκαλερί Μέδουσα, με μια σειρά πιο πρόσφατων αναζητήσεών του, ο καλλιτέχνης περνά σ’ ότι χαρακτηρίζεται παραστατική ζωγραφική.
Κι απ’ αυτή την άποψη αναγνωρίζουμε στον Πράσινο το «Ντρίφινγκ» και της αφαίρεσης, το δικαίωμα της έρευνας του αιώνιου καλλιτέχνη. Χωρίς κανόνες και «εκ των προτέρων» αναζητήσεις, με το χρώμα να γεννά τα σχήματα ή τις μορφές από τις εκρήξεις του ή τη σύντμιση, μικρών χρωματικών στιγμάτων, που φέρνουν στο τελάρο το πρόσωπο του παππού. Αλλά και την ύπαρξη, συνάμα, της τεχνικής της παλιάς «καλής» ζωγραφικής, που φαίνεται ν’ απασχολεί τον καλλιτέχνη.
Σε μια χώρα, τη Γαλλία, όπου η μόδα από τον Ατλαντικό επιβάλλει το λεγόμενο badpainting, την κακή ζωγραφική, δηλαδή – δεν είναι η θεία παιδική ή αφελής, ούτε και εμπεριέχει την ιδεολογία του κιτς, που απασχόλησε μέχρι πριν λίγα χρόνια ο Πράσινος αρνείται ν’ ακολουθήσει τον συρμό.
Εξάλλου, για να μην υπόκειται στους κανόνες της αγοράς των μεγάλων κέντρων της τέχνης, έχει εγκαταλείψει από 30 χρόνια το Παρίσι για να ζήσει στην Προβηγκία.
«Το Παρίσι του κακόγουστου Κέντρου Μπομπιντού, φτιάχνει πρότυπα διάρκειας λίγων χρόνων. Και θα ‘ταν για μένα φθοροποιό να ζούσα εκεί όπως εξάλλου και να ζήσω στην Αθήνα.
Η αγωνία δημιουργού.
Ο Μάριος Πράσινος δεν είναι ούτε το γελαστό παιδί που βάφτισε ο ελληνικός Τύπος, ούτε πλασάρει τον εαυτό του σαν τον μέτοικο, που επιστρέφει να δείξει τους καρπούς της δόξας του στους συμπατριώτες.
Γεμάτος από την αγωνία του δημιουργού και του σκεπτόμενου ανθρώπου δεν φαίνεται διατεθειμένος να δεχτεί πως έχει καν πλησιάσει στην λύση των τεχνικών προβλημάτων της τέχνης του, τα οποία εξακολουθεί να διερευνά , μέσα από διαφορετική θεματογραφία και πλάσιμο της ύλης.
Για την ζωγραφική του γράφει ο ίδιος στον «Διάστικτο λόφο», βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία τον περασμένο χρόνο. Για να μπλέξει εκεί και τη ζωή του, τις σκέψεις του – γιατί όχι, ποιος μπορεί να ξεχωρίσει τη ζωγραφική από τη ζωή ενός αληθινού καλλιτέχνη; Δημιουργώντας, τελικά, ένα βιβλίο με αξιώσεις λογοτεχνικές.
«Δεν είμαι συγγραφέας. Το μόνο που ήθελα ήταν να μιλήσω για τα έργα μου. Κι αυτό, επειδή εγώ πιστεύω πως ο κόσμος πρέπει να ξέρει να ερμηνεύει τους κώδικες του ζωγράφου. Ποιος άλλος λοιπόν θα τον βοηθήσει, εκτός από τον ίδιο τον καλλιτέχνη;
Βέβαια, υπάρχουν και συνάδελφοι που υποστηρίζουν πως το έργο μιλάει από μόνο του. Δεν το πιστεύω. Ιδιαίτερα από τότε που ξεκίνησε η εποχή της μοντέρνας τέχνης».
Τον ρωτάω, τι μπορούμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε σαν μοντέρνα τέχνη ή καλύτερα, τι είναι και που φτάνει η μοντέρνα τέχνη του ’84.
«Μια ιστορία, 50 τόσων χρόνων, που δεν ξέρω, πια, που φτάνει. Ο μοντερνισμός εν έτει 1984 φαντάζομαι πως είναι μόνο μια αγωνία για κάτι καινούργιο, πρωτότυπο. Το ένα ρεύμα διαδέχεται το άλλο, κάθε τρία το πολύ χρόνια. Και γερνά», απαντά.
Είναι σήμερα η «Κακή Ζωγραφική», ΄πως ήταν πριν λίγο, ένα βαμμένο σκοινί και πιο πριν τα «λουκάνικα στη βιτρίνα» που στεγάζει το Νεοϋορκέζικο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το πρώτο δείγμα της κάθε τάσης, για ν’ αποκαλύψει τον προβληματισμό του δεύτερου μισού του αιώνα μας, στους επιγόνους μας.
Η καινοτομία
«Η καινοτομία δεν έχει στο χώρο της κανένα μόνιμο νόημα. Οι ζωγράφοι του 14ουαιώνα, ονόμαζαν “Arte Moderna” τη μίμηση των αρχαίων.
Η αναζήτηση της πρωτοτυπίας είναι μια μορφή πορνείας. Μια μανιέρα είναι μια εμπορική μάρκα. Αυτό τραβά την προσοχή, αυτό σου κλείνει το μάτι, αυτό προκαλεί, γυρεύει τον πελάτη. Βρίσκω τη σημερινή τέχνη αρκετά επιτηδευμένη».
Στο μεταξύ, ο Μάριος Πράσινος, ξεκινά το έργο του κάπως σαν τους δασκάλους της μοντέρνας τέχνης. Σ’ ένα άδειο τελάρο, από όπου δεν ξέρει κανείς – ούτε κι ο ίδιος – τι θα προκύψει. Κι αυτή, η μόνη ίσως σχέση που θέλει να έχει μ’ ότι αποκαλούμε μοντερνισμό.
Συχνά δουλεύει, έξω στο φως σαν τους ιμπρεσιονιστές κι άλλοτε κλείνεται στο ατελιέ, δουλεύοντας από μνήμης.
«Δεν έχω την αίσθηση του σήμερα, του χθες, του εδώ και του τώρα! Ζω διασκορπισμένος. Είμαι έντομο, μέσα σ’ ένα δάσος από χόρτα. Είμαι παιδί μέσα σε τούφες από χόρτα».
Παιδί, που ζωγραφίζει τον παππού και τον πατέρα του, τον Σταυρωμένο με το « ΄Αγιο Σεντόνι».
Μνήμες πιο πρόσφατες, μνήμες βυζαντινές, κι αυτή είναι ίσως η σχέση του Πράσινου με τον Ελληνισμό.
Μνήμες χωρίς μύθους, χωρίς προγονολατρεία, χωρίς ψευδαισθήσεις, μύθους που το πολύ να κάνουν τον καλλιτέχνη να ζήσει «στα κλαδιά του δέντρου χαϊδεύοντας τον αέρα με την άκρη του κλωναριού».
ΕΞΟΡΜΗΣΗ
28 Σεπτεμβρίου 1984
Νίκος Καραμπάσης
Στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα, παρουσιάζεται η δουλειά του γνωστού Έλληνα ζωγράφου Μάριου Πράσινου.
«Η Μοίρα του έργου τέχνης είναι η καταστροφή»
Ο Μάριος Πράσινος ένας «ζεστός» αυτοδημιούργητος καλλιτέχνης, γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου 1916 στην Κωνσταντινούπολη από Έλληνες γονείς.
Από 6 χρονών όμως «αναγκάστηκε» να ζήσει στη Γαλλία, αφού ακολούθησε τον πατέρα του εξόριστο για πολιτικούς λόγους. Εκεί σπουδάζει στη Σχολή Ανατολικών γλωσσών και στη Φιλολογία. Το 1934 συναντάται με τους σουρεαλιστές. Δεν θα συμμετάσχει όμως στο σουρεαλιστικό κίνημα.
Μετά το 1940 (στρατευμένος ως εθελοντής το 1939) προσπαθεί να γυρίσει την πλάτη σε εκείνο που θεωρούσε πολύ «λογοτεχνικό» μέσα στη ζωγραφική του μέχρι να περάσει μια μικρή περίοδο «αφηρημένη» μεταξύ 1947-1949.
Το 1950-1951 τον ίδιο χρόνο που επιστρέφει το θέμα (Le troupeaux) και που γίνονται τα πρώτα 150 χαρτόνια για ταπισερί που εκτελούνται την ίδια στιγμή ανακαλύπτει την Eygalieres και φτιάχνει το σπίτι όπου ζει μέχρι σήμερα, αρχίζει τα πρώτα μεγάλα σχέδια, τοπία, άσκηση τόσο σημαντική στα μάτια του, που ποτέ δεν εγκατέλειψε.
Από το 1951 η εργασία του Μ.Π. μπορει να χωρισθεί σε τρεις περιόδους: Τοπία, αποκλειστικά μέχρι το 1960 όπου τα μπουκέτα προαναγγέλλουν τη συνέχεια στα πορτραίτα:Bessie Smith από το 1962-64:Pretextat (ο παππούς) από το 1964-1974, στα «τουρκικά τοπία» από το 1970 Proprotextat (ο σκύλος) και Peretextat (ο πατέρας) από το 1971.
«Τα έργα μου πηγάζουν μέσα από τις παιδικές μου μνήμες» μας λεει ο Μάριος Πράσινος στη συζήτησή μας. «Δε με απασχολεί να δώσω στο θεατή κάτι συγκεκριμένο. Περιμένω να βγει κάτι που να μπορώ να το δείξω, κάτι τρομακτικό, και τότε το δείχνω. Δεν θέλω να περάσω τίποτα στο θεατή. Δεν κάνω «στρατευμένη» τέχνη. Χρειάζεται μια πολύ αφελής τραχύτητα για να είσαι ζωγράφος: η μοίρα του έργου Τέχνης, είναι η καταστροφή.
Το ίδιο γίνεται με τη μνήμη και το ίδιο θα συμβαίνει για ότι είναι ζωντανό μπροστά μας. Το φοβερή οξυδέρκεια έδωσε η φύση στον άνθρωπο!
Δεν μπορώ να δω ότι είναι γύρω μου παρά σαν κάτι εύθραυστο. Νιώθω λύπη μπροστά στο τριαντάφυλλο ή το μάγουλο του παιδιού, που είναι ήδη μαράζωμα, σκόνη και στάχτη. Δεν υπάρχει πέτρα.
Δεν υπάρχουν δέντρα. Τίποτα άλλο παρά άμμος, στάχτη, πριονίδι.. Κι ωστόσο παραμένει η απεγνωσμένη ανάγκη να σταματήσουμε τη φθορά, να ακινητοποιήσουμε το φευγαλέο. Μυρίζω το τριαντάφυλλο, σα να είχα τη δύναμη να απορροφήσω και να διατηρήσω τη δροσιά του. Χαϊδεύω, φιλάω το μάγουλο του παιδιού, σα να μπορούσαν τα δάχτυλά μου η τα χείλη μου να του μεταδώσουν τη λήθη.
Θα έπρεπε να μην αξιώνουμε τίποτε άλλο παρά να φτιάχνουμε εικόνες και να τις δείχνουμε. Αυτό που περιέχουν, δεν το δεσπόζουμε. Τις μεταδίδουμε. Οι αναστατώσεις της Τέχνης είναι περιπέτειες. Η καινοτομία δεν έχει στο χώρο της κανένα μόνιμο νόημα. Οι ζωγράφοι του 14ου αιώνα ονόμαζαν Arte Moderna τη μίμηση των Αρχαίων. Η αναζήτηση της πρωτοτυπίας είναι μια μορφή πορνείας. Μια μανιέρα, είναι μια εμπορική μάρκα. Αυτό τραβά την προσοχή, αυτό σου κλείνει το μάτι, αυτό προκαλεί, γυρεύει τον πελάτη. Βρίσκω τη σημερινή τέχνη αρκετά επιτηδευμένη».
Ένας χείμαρρος «ποιητικός’ θα ’λεγε κανείς ξεχύνεται μέσα από το ζωγράφο Μάριο Πράσινο και όπως μέσα από τους πίνακες βγαίνει η εσωτερική ομορφιά του έτσι και ο λόγος είναι «αποκαλυπτικός».
«Η φύση δεν είναι γραμμένη. Αυτό που συλλαμβάνομε αποτελείται από το κοντινό, το μακρινό, το σκληρό, το μαλακό, στο στεγνό, το βρεμένο, το ζεστό, το κρύο, το κινητό και το ακίνητο, το φως και τη σκιά, το καθησυχαστικό και το φοβερό. Θα ήταν παράτολμη η αξίωση να περικλείσουμε όλα αυτά μέσα σε μι8α εικόνα. Τα μόνα που γράφονται και να αναγνωρίζονται, συμβατικά, είναι το περίγραμμα των πραγμάτων και η μίμηση του όγκου τους, ανεπαρκείς ορισμοί. Η γραμμή δεν είναι παρά ένα ιδανικό ανάμεσα στο αντικείμενο και σ’ ότι το περιβάλλει. Δεν υπάρχει παρά στο εσωτερικό του συστήματός μας για αναπαράσταση: καμιά γραμμή δεν χωρίζει το λόφο από τον ουρανό. Είναι μόνο δυο διαφορετικά αντικείμενα. Η γραμμή θα έδειχνε λοιπόν την αλλαγή φύσεως, μέσα στο θέαμα. Κοίτα που φτάνει το κρασί μέσα στο ποτήρι μου: τι χωρίζει το κρασί από τον αέρα;» Τι αντιπροσωπεύει η ύπαρξή του και η δημιουργία του;
«Δεν ξέρω», μας λεει. Όμως στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1983 «Ο Διάστικτος Λόφος» γράφει: «Δεν έχω την αίσθηση του σήμερα, του χθες, του εδώ και του τώρα. Ζω διασκορπισμένος….. ούτε ηθοποιός, ούτε δημιουργός της ιστορίας μου, δεν είναι παρά μόνο μέσα σ’ αυτό που κάνω».
Ένας ήρεμος «ζωντανός» άνθρωπος δημιουργός και αυτοδημιούργητος, όσο και αυτοδίδακτος αποκαλύπτει: «Η μικροφωτογραφία μαθαίνει στην πρεσβυωπία μας πως ένας πόρος στο δέρμα μας είναι μια σπηλιά και τις τέρας είναι ένας ψύλλος.,.. Η ζωγραφική δεν γίνεται για να την βλέπουμε με μια μόνη ματιά. Ίσως πρέπει να την διαβάζουμε σαν ένα βιβλίο».
Και συνεχίζει: «Η απλή σύγχυση στη θεώρησή μας δείχνει μια πραγματικότητα ήδη εκπληκτική. Η εξαφάνιση και η επανεμφάνισή της εικόνας και όλα τα ενδιάμεσα στάδια διαύγειας στη φωτογραφική συσκευή, αποτελούν μια πολύ πειστική υπερπραγματικότητα: η εικόνα σχηματίζεται εμφανίζεται, μας προσφέρεται και μονομιάς εξαφανίζεται. Κι έτσι βρισκόμαστε πέρα από την εικόνα. Πού βρίσκεται ο ομαλός βαθμός της συλλήψεως;
Η ματιά του μύωπα, η λανθασμένη διευκρίνηση ή ότι βλέπουμε μέσα από τα γυαλιά κάποιου άλλου: μήπως δεν είναι κι αυτό η πραγματικότητα; Και η αντανάκλαση μέσα στο νερό, που θολώνει από τις ρυτίδες του ανέμου; Η άποψη του Delft και τ6ο καθρέφτισμα του μέσα στο νερό, εικόνα της εικόνας, τόσο τέλεια συμμετρικές κι ωστόσο ανόμοιες, είναι η εικόνα του ίδιου πράγματος: η πόλη. Που είναι η πραγματικότητα της εικόνας, αν αρκεί για να αλλάξουμε το σύμπαν να ξεχάσουμε τα γυαλιά μας; Το θέμα που διαπραγματεύεται στους πίνακες που εκτίθενται στην αίθουσα τέχνης Μέδουσα Ο Μάριος Πράσινος είναι «το δέντρο».
Στο βιβλίο του γράφει: «Ούτε που μπορούμε να επινοήσουμε ένα δέντρο. Ένα δέντρο είναι μια σαφής μορφή με φόντο τον ουρανό. Αναγνωρίζουμε από μακριά σαν κάποιο πρόσωπο, την φλαμουριά την βαλανιδιά, το πλατάνι ή το κυπαρίσσι.
Μερικά δέντρα σχεδιάζουν μέσα στον αέρα μορφές τόσο ευκρινείς που και τα πιο άκρινα κλωνάρια τους δείχνουν κομμένα τα όρια της περιμέτρου τους.
Τι άγνωστη δύναμη, τι ευφυία, τι κομψότητα καθορίζουν τον χώρο που πιάνουν.
Ποιος μπορεί να φανταστεί κάτι καλύτερο;
Ο Μάριος Πράσινος χρόνια στη Γαλλία λεει: «Δεν μιλάω καλά, αυτή τη γλώσσα της παιδικής μου ηλικίας – τα ελληνικά – και σκέφτομαι μέσα σε μια δανεισμένη γλώσσα. Κι όμως τι σάρκα έχουν για μένα οι καθημερινές λέξεις μου είναι από πολύ καιρό βολικές για να ονομάσω τα πράγματα.
Οι μητρικές λέξεις είναι τα ίδια τα πράγματα και κουβαλούν μέσα τους κάθε γεύση και οσμή, είναι οι λέξεις της όρεξης και της δίψας. Αυτή η μητρική γλώσσα που είχα αποκρύψει, ξεχάσει κάπως και που ξανάμαθα, είναι το βίος μου, η ταυτότητά μου».
Μια τελευταία ερώτηση: Ποια θα ήταν η συμβουλή σας σε κάποιον ου θέλει να γίνει ζωγράφος, σε κάποιον μαθητή σας; «Είχα διδάξει ένα χρόνο στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Μασσαλία, για εμπειρία. Με τους μαθητές μου δεν συζητούσαμε τόσο πολύ για Τέχνη αλλά για τη ζωή.
Κι αυτό πιστεύω ότι είναι το πιο σημαντικό. Πηγαίναμε στη θάλασσα με ψωμί, τυρί και κρασί και κουβεντιάζαμε.
Και8 όσοι εξακολουθούν να είναι καλλιτέχνες, θυμούνται με «αγάπη» αυτήν την περίοδο.
Όσο για τη συμβουλή: Να κοιτάξει παντού να μην κάνει τίποτα, προτού να κοιτάξει καλά. Και προτιμώ να κοιτάξει πρώτα τη φύση και όχι πολλούς πίνακες».
Ο Μάριος Πράσινος που πιστεύει ότι «μόνο οι καλλιτέχνες έχουν μάτια» αποκαλύπτει τον κόσμο του μέσα από τα χρώματα και τις σκιές του άσπρου μαύρου με μια δικιά του τεχνική ( με κηλίδες) και δεν απομένει παρά να ανακαλύψουμε τον κόσμο του, την Τέχνη του, για να γίνουμε πιο «πλούσιοι».