ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
4 Φεβρουαρίου 1999
Μαρία Μαραγκού
Στο Κολωνάκι και την Αγορά
Δύο φίλοι των εφημερίδων μπαίνουν κιόλας στο “Σίτι”. Τους καλώ για κρασί στη “Μέδουσα’, όπου ο Παναγιώτης Λιναρδάκης χαλάει τον κόσμο με τις ροκ μουσικές που τρυπούν τα σκοτάδια, στα οποία έχει οργανώσει την έκθεσή του. Πρόκειται για ωραία τρέλα. Τα έργα δεν έχουν και τόση σημασία, όσο η ατμόσφαιρά τους. Underground κατάσταση, σουρεαλισμός αυθεντικός, έξω από συνταγές. Φωτογραφίζομαι μαζί του, πίσω από ένα κρανίο αλόγου, εύρημα της άμμου, με χρυσό δόντι. Έχει σημασία, μου εξηγεί, ως προς τη θέση της αναμνηστικής, γιατί το δόντι το πλήρωσε 240.000. Το πήγες στον οδοντίατρο ή στο χρυσοχόο ρωτώ. Δεν έχει όμως σημασία. Όπως δεν έχει σημασία να δούμε τα έργα ένα προς ένα. Ποιος είναι τόσο σκληρός να σταθεί σε λεπτομέρειες μιας δουλειάς που του ΄δωσε τη χαρά της συνάντησης με μια αυθεντική, απελπισμένη τρέλα; Τελειώσαμε.
Φεβρουάριος 1999
Στο κάδρο
Μαρία Μαραγκού
Παναγιώτης Λιναρδάκης
Τι είναι το έργο; Ο,τι παράγει ο καλλιτέχνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος που κάνει τέχνη; Η φωτογραφία, από την πρόσκληση της έκθεσης του Παναγιώτη Λιναρδάκη (γκαλερί Μέδουσα) προτρέπει για μια κοινή παρουσία, αντικειμένου-σώματος του καλλιτέχνη.
Δεν είναι βέβαιο ότι ο Λιναρδάκης είναι performer, εξάλλου και οι πληροφορίες μας από τα εικαστικά τεκταινόμενα δεν συγκλίνουν σε κάτι τέτοιο, ωστόσο ο τρόπος που η ένδυση και η έκφραση του προσώπου του μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει μια σχέση ζωτική αλλά και σωματική.
Εκείνο που προβάλλει στο έργο της φωτογραφίας είναι μια φόρμα λευκή, με ανάγλυφα στοιχεία. Η φόρμα παραπέμπει στη φύση αλλά και στη νόηση που δεν δανείζεται από τη φύση, επεξεργάζεται, παράγει.
Ο καλλιτέχνης ακουμπά στη φόρμα, σαν άλλος Ηρακλής, τονίζοντας μια σχέση. Ακουμπά, επάνω της αλλά και την τοποθετεί υψηλότερα από τον ίδιο.
Το έργο δεν είναι το γλυπτό αλλά η σημασία που παράγει σε σχέση με τον άνθρωπο-κατασκευαστή της, άρα συνυπεύθυνο. Ο ίδιος παίζει με τους όρους της διαφήμισης, παίρνει θέση σχολιάζοντας, αλλά και προχωρεί στην ανάδειξη της επιλογής μιας πολυτιμότητας. Έργο και άνθρωπος προβάλλουν από κοινού, αναπροσδιορίζοντας τους ρόλους και τη σημασία τους.
Από τα χρόνια όπου η λεζάντα μπήκε στο έργο τέχνης και το σχόλιο έγινε σώμα με την όποια φόρμα, ο καλλιτέχνης νομιμοποιείται να υπερασπίζεται τη σκέψη του και με τη σημασία των λέξεων της γραφής. Η ανάγνωση της φωτογραφίας, πάντως διαθέτει στη «λεζάντα» της και μπόλικο μαύρο χιούμορ. Δύο, πετρωμένα σώματα, αναμένουν την ιστορία ή το …πεπρωμένο,
DOWN TOWN
5 Φεβρουαρίου 1999
Νίκος Σταθούλης
Domestic Farm. Τι είδους φάρμα είναι αυτή του Παναγιώτη Λιναρδάκη, με ζώα, ανθρώπους, φυτά, περιβάλλοντα μέσα στο αστικό τοπίο; Τι σημαίνει η γυναίκα-Κριός; Μια χελώνα; Ένα αμφίβιο; Τι δουλειά έχει ένα γουρούνι στα Media; Τι περιμένει στη μετάλλαξη της εποχής; Γιατί τα κλωνοποιημένα παιδιά του κάθονται πάνω στη μολυβένια γραμμή;
Στα έργα του Παναγιώτη Λιναρδάκη οι αξίες δεν λερώνονται με τίποτα. Θυμίζουν έργα πρωτόλεια της Νίκι ντε Σανφάλ, με την πολυουρεθάνη και τα κουκλάκια. Θυμάμαι τον καλλιτέχνη στο περιοδικό Art. Ήταν η ψυχή του. Και όντως, παντού – πάνω στο εργαστήριό του, στους τοίχους γύρω του, στο χώρο μέσα στο ατελιέ του, πολλές φορές και πάνω του – τον συνόδευε ένας ολόκληρος κόσμος, πιστός αθώος και ωραίος. Το φως, ο ήχος, η τεχνολογία, οι ακτίνες, οι σύγχρονες κι απανταχού αισθήσεις βρίσκονται μέσα στα έργα του. Διασκεδάζεις. Χαίρεσαι. Ανασαίνεις. Ανακουφίζεσαι. Να τέσσερα συναισθήματα που λείπουν πολύ συχνά όταν έρχεσαι σ’ επαφή με πολλά έργα Σύγχρονης Τέχνης. Γιατί στα έργα του καλλιτέχνη υπάρχει ανθρωπιά. Μια αμείωτη δύναμη, εσωτερική- που ξεκινά ποιος ξέρει από τι και που-κάπου δικαιολογεί την τέχνη του καλλιτέχνη, ο οποίος αποφεύγει τις υπεκφυγές. Η δουλειά του είναι καθρέφτης της ελαφρόμυαλης και κυνικής κοινωνίας που έχει φτάσει στα πρόθυρα του αυτοεμπαιγμού.
Η ζωγραφική, η γλυπτική, η φωτογραφία, η περφόρμανς, ο ίδιος ο εαυτός του Παναγιώτη Λιναρδάκη είναι τα εκφραστικά εκείνα μέσα του οποίου του επιτρέπουν να κυριαρχεί στη Domestic Farm. Με μουσική ambient, νέο ραπ και ότι άλλο φανταστείτε εσείς, στο περιβάλλον στο οποίο μπορείτε να παρευρεθείτε, αφού έτσι κι αλλιώς σας πάει… Ο Παναγιώτης Λιναρδάκης είναι ένας ανέστιος – από κινήματα – και πλάνητας καλλιτέχνης, η ύπαρξη του οποίου απειλείται, επειδή δεν νιώθει ξένος ανάμεσα σε πλείστους “επαγγελματίες” συναδέλφους του.
Γιώργος Τζιρζιλάκης
«Domestic Farm»
Παναγιώτης Λιναρδάκης
Τα μυξερά σασβάνια
Ζητώ προκαταβολικά τη συγκατάθεση των φανατικών της σοβαρότητας προκειμένου να πω μερικά λόγια (555 λέξεις ακριβώς) για τον Παναγιώτη Λιναρδάκη. Είχα την ευκαιρία να δουλέψω μαζί του για τέσσερα χρόνια κάτω από λάμπες φθορίου, στοιβαγμένες εικόνες νέας τέχνης και καπνούς. Χαζέψαμε – μαζί ε τους υπόλοιπους-βροχές πίσω απ’ το τζάμι, τους απέναντι να καβγαδίζουν, αναπνοές που έκαναν τα κρύσταλλα να δακρύζουν, τις φυσιογνωμίες και το περπάτημα των επισκεπτών. Απ’ την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση η μανία του μ’ εκείνα τα μικρά «τερατάκια» και τα «ζωάκια» που έστηνε γύρω του. Μια σανιδωμένη σαύρα ήταν επί της υποδοχής, ενώ αισθανόσουν διάχυτη, σαρκαστική και ολωσδιόλου διαβρωτική, την ανάσα όλων των άλλων στα ανάκατα συρτάρια και στο μαύρο ξεκλείδωτο ντουλάπι πλάι του. Όπου πήγαινε ο Παναγιώτης θαρρείς τον ακολουθούσε αυτή η διαβολική και ξέφρενη «παρέα» που έμοιαζε να έχει καλλιεργήσει μια τρυφερή αλληλεγγύη και συνενοχή. Αργότερα επιβεβαίωσα ότι τον ακολουθούσαν στο αυτοκίνητο, στο κλειστοφοβικό ατελιέ, στο σπίτι, παντού: Ότι είχα δηλαδή να κάνω μι μια υπαρξιακή κατάσταση και την εντατικοποίηση ενός τρόπου ζωής. Η στιγμιαία επιθυμία μας να συντονιστούμε με την ιδιότυπη μουσική τους συχνότητα θα μπορούσε να είναι μια εκδήλωση της ανάγκης να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας κατά έναν τρόπο λιγότερο σπασμωδικό και καχύποπτο. Αυτοί οι αλλόκοτοι «φίλοι» του Παναγιώτη αντλούσαν την υπόσταση και τη δύναμή τους από τις περιστασιακές μεταμορφώσεις τους, τη συσσώρευσή τους, τις μπαγαποντιές του ασυνείδητου, τη ψαύση των προσωπικών ορίων, τη διερεύνηση του εγώ, την παραμυθένια ατμόσφαιρα κι εν τέλει την αυτοσχέδια σουρεαλιστική εικονοποιία. Κοιτώντας προσεκτικά τη μικρή σανιδωμένη σαύρα για μια στιγμή ο πρασινομάλης Ubu στροβιλίζεται και γλιστρά κάτω απ’ τα πόδια, ενώ στην απέναντι αυλή της εκκλησίας η Αλίκη ψιθυρίζει: «Σουρδείπνωνε, σουρδείπνωνε, τα μυξερά σασβάνια». Αν υπάρχει κάτι στο οποίο ο Αντρέ Μπρετόν έπεσε έξω, ήταν αυτό που έγραψε στο πρώτο μανιφέστο του 1924: «Δεν νομίζω ότι ο σουρεαλισμός θα γίνει κλισέ στο εγγύς μέλλον».