Βασιλοπούλου, Βιβή.
“DNA τρυφερότητας.” Επενδυτής (Έργα & Ιδέες), 24-25 Νοεμβρίου 2001, σ. 14.
Από την προχρονισμένη «Απειλή» στην έκθεση του ’91 και τον «Οδυσσέα» του ’92 στη «Μέδουσα» ως τη σημερινή «Περιπέτεια του ίχνους» στον ίδιο χώρο, «πολλά πέλει». Και πράγματι έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλά.
Από ασήμαντη αφορμή ανοίγεται ένα ρήγμα στο τούνελ που ταξιδεύει μέσα μας. Κι εμείς καλούμαστε να αναγνωρίσουμε σε μια μας πράξη αυτό που είδαμε: την Απειλή. «Απειλή η κοινής αποδοχής». Όπως και οι στίχοι, κοινής υπογραφής και τότε και ύστερα. «Η απειλή της προστασίας, της αφθονίας και της άγνοιας, της άγνοιας και της έλλειψης, της έλλειψης και της γνώσης, της γνώσης και της αφθονίας το ασυγχώρητο».
Και η «εικονογράφηση» της Απειλής α¬δρή, μεστή, ισχυρή, περιεκτική σε νόημα, σχέδιο, χρώματα, ζωγραφική ψυχή και ύλη.
Και ύστερα «Στον Οδυσσέα», «Ταξίδια άγνωστα σπλάχνα» κλεισμένα σε καρά¬βια. Χρόνος κόκκινο βαθύ. Χρόνος υγρός – ο Φαέθων, η Πανδώρα, ο Αιγαίας, η Δανάη, ο Προμηθέας.
Μνήμη συλλογική, ατομική καταγραφή, επιλογή και διατύπωση δυναμική, προσωπική με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αυτός ο χαρακτήρας αποκαλύπτει στην τωρινή παρουσίαση μία άλλη πτυχή αποϋλωμένη, αέρινη, φανταστική, εμβληματική και συμβολική, που απομονώνει, προ¬βάλλει και επαναλαμβάνει ιχνοστοιχεία της προηγούμενης δουλειάς σε μια έρευνα διάγνωσης του εικαστικού DNA.
Η Βαρβάρα Μαυρακάκη εμβαθύνει με απέραντη τρυφερότητα και ανασύρει ενδεικτικά χαρακτηριστικά δείγματα της δι¬κής της προσωπογραφίας στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής.
Η έκθεση αυτή δεν είναι αναδρομική, το αντίθετο, είναι μονάχα η εισαγωγή για τη δουλειά που περιμένει. Και τώρα με έργα χώρου, τρίπτυχα και απόψεις, θα μας περιμένει στη «Μέδουσα» της Οδού Ξενοκράτους μέχρι τις 12 Ιανουαρίου.
Σχινά, Αθηνά.
“Βαρβάρα Μαυρακάκη: Γκαλερί Μέδουσα.” Η Λέξη, Νοέμβρης-Δεκέμβρης, 2001, τεύχ. 166, σ. 733.
Σε κάθε έκθεση της Βαρβάρας Μαυρακάκη διαπιστώνεται κι ένα μεγάλο άλμα, πού έχει σχέση με την εξελικτική της πορεία, χωρίς να χάνεται η συνεκτικότητα με τα προγενέστερα της στάδια και το concept των έργων της ζωγράφου. Στην πρόσφατη παρουσίαση των καινούργιων της έργων, που περιλάμβαναν επίτοιχα και «εγκατάσταση χώρου» με μεικτά υλικά, η καλλιτέχνις αξιοποίησε την διαφάνεια μέσα από στρωματογραφικές επαλληλίες της γραφής της που είναι κατά βάση απεικονική. Τα αποσπασματικά αποτυπώματα από ίχνη που αφήνει ή μνήμη, ό χρόνος, ή ανθρώπινη χειρονομία, τα περάσματα ζώων (από τις διαδρομές που αφήνουν στο διάβα τα πατήματά τους), οι επιπτώσεις στο μαλακό έδαφος ριπισμάτων του ανέμου ή οι υδάτινοι κύκλοι της κυματικής συμβολής πάνω στην επιφάνεια των νερών εγγράφουν στο οπτικό πεδίο δρά¬σεις και ενέργειες τροχιών και ρυθμικών μοτίβων. Ο εικονικός και φαντασιακός χωροχρόνος διαπλέκεται με τον πραγματικό των απειράριθμων περιηγήσεων του βλέμματος, αλλά και των μετατοπίσεων του σώματος του περιηγητή μέσα από την «εγκατάσταση».
Με ταινίες που θυμίζουν γλώσσες μιας σειραικής ακολουθίας, η οποία ποικίλλει στις τοπογραφικές της μικρομονάδες, προβάλλοντας τις στίξεις του λόγου της εικόνας που έχει αναιρεθεί ή μετουσιωθεί, καθώς και τα οργανικά στίγματα μιας κινησιολογικής χωρογεωγραφίας που σχηματίζει τον χάρτη δρομολογίων της σε κατακόρυφο και οριζόντιο επίπεδο, ή Β. Μαυρακάκη συνδέει το παρελθόν με το παρόν, την πρόθεση με το αποτέλεσμα, το στιγμιαίο γεγονός με την υπερχρονική διάρκεια, το ζωντανό αποτύπωμα με το υπερβατικό απολίθωμα.
Χωρίς εγκεφαλισμούς από τη μια πλευρά και χωρίς, από την άλλη, την καθήλωση στην υφολογία της ματιέρας, η ζωγράφος διατηρώντας έναν ελεγχόμενο λυρισμό συγκερασμένο με μια δωρική λιτότητα αποκαλύπτει έναν εσωτερικά παλλόμενο μικρόκοσμο, πού εμπεριέχει στην συμπτωματολογία του νομοτέλειες και παραδοξότητες, οι οποίες αφορούν το τυχαίο, το απρόβλεπτο και πιθανό, ως επιβεβαίωση ενός αθέατου κανόνα. Ενός κανόνα πού εντοπίζεται στις ρίζες της μορφοποίησης, συνενώνοντας την φαινομενολογία με την οντολογία, την υποκειμενικότητα με τον εξαντικειμενισμό, στις δομές των έργων αυτών που ταυτίζονται, με εναλλακτικότητα και ευελιξία ως προς την «ιερογλυφική» ανάγνωση τους, τόσο με τα επίπεδα διαστρωμάτωσης, όσο και με κάθε ξεχωριστή επιφάνεια. Η ευαισθησία και η αισθαντικότητα της υλικής διαπραγμάτευσης ανα¬δεικνύουν την ποιητική των έργων, που λειτουργούν σαν πυξίδες ή οδοδείκτες μιας βαθύτερης αλήθειας που κρύβεται στις σκιές των πραγμάτων.
[Χωρίς τίτλο]. Στο Βαρβάρα Μαυρακάκη. Αθήνα: Μέδουσα, 2001. (Κατ. ατ. έκθ., κείμενο στα ελληνικά και αγγλικά).
Aσκώ
το σώμα
να συνηθίσει
τους καιρούς
την έλλειψη
ανάγκης
Χώρος άτυπος
υπάρχων.
Χτυπάς
από τα μέσα
τα στερεά
υποχωρούν
κι ανοίγεσαι
στο όλον
Ο χρόνος
δεδομένος
ο χρόνος
του ρυθμού
και της
τάξης
του κόσμου
Σιγανά
σιγανά
προχωρώ
στο καινούργιο
το αρχαίο
το πιο
μελλοντικό
Τα θραύσματα
αιωρούνται
ελεύθερα
αυτάρκη.
μια αναγνώριση
θέσεων
επιτρέπει
την
συμμετοχή μου
Και τι θα γίνει
με το όλον;
παρατηρείς
σεβαστικά
και επιλέγεις
το κατά δύναμιν
κάθε φορά
Ας πούμε
το μαύρο
του χώματος
το μαύρο
της πίσσας
το μαύρο
το ιερό
Μοιάζουν
πατήματα πουλιών
ριπές
ανέμων
Έχουν αρχίσει
οι επισκέψεις
εισβάλλουνε
στο χώρο
πάνω σε κάμποτο
γραμμένοι
καμένοι
στάζουνε ύδωρ
καθαρό.
Πεντακάθαρο
Είμαι
μονάχα
η εισαγωγή
για την
δουλειά
που ελάχιστη
μα αληθινή
με περιμένει