ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
10 Μαρτίου 1987
Μαρία Μαραγκού
Από τις μαύρες σιδερένιες φιγούρες ο Νάκης Ταστσιόγλου περνά στη λιτή φίνα φόρμα του πλέξιγκλας ερευνώντας τη γεωμετρική τάξη και την αρμονία, μέσα από τους μετασχηματισμούς των διάφανων σωληνώσεων.
Η ενδιαφέρουσα παρουσία του Ταστσιόγλου (γκαλερί Μέδουσα) προσβλέπει κυρίως στα διάφορα επίπεδα της κατασκευής και τις δυνατότητες που προσδίδει στην όλη δόμηση η διαφάνεια και η ελευθερία του «παιχνιδιού», όση επιτρέπει το συγκεκριμένο υλικό.
H ΕΒΔΟΜΗ
29 Μαρτίου 1987
Βιβή Βασιλοπούλου
Με την τελευταία του δουλειά ο Νάκης Ταστσιόγλου απομακρύνεται από το γνώριμο «περιβάλλον» με τις μαύρες σιδερένιες φιγούρες – συλλογική δουλειά με την Έρση Βενετσάνου και τον Κώστα Βρούβα – και διαλέγει ένα σύγχρονο μετα-βιομηχανικό υλικό με διαφορετικά χαρακτηριστικά: Το πλέξιγλας είναι άσπρο διάφανο, καλός αγωγός του φωτός όπως λεει ο ίδιος.
Η διαφάνεια του υλικού μαζί με τις άλλες τους ιδιότητες εξυπηρετεί αποτελεσματικά τους στόχους του καλλιτέχνη για καθαρές στέρεες φόρμες. Ο όγκος του είναι διαπερατός από την όραση και την σκέψη. Ο Ν. Ταστσιόγλου «αγνοεί» την απαίτηση της γλυπτικής παράδοσης για συμπαγή μάζα και αντιπροσωπεύει τη δική του «στερεότητα του κενού».
Η φόρμα λιτή σε κατασκευή και περιεχόμενο υποβάλλει ταυτόχρονα και την ιδέα ενός γερά δομημένου έργου, που μπορεί να αναπτυχθεί και σε μνημειακό αφού είναι γνωστό ότι δεν είναι οι διαστάσεις που καθορίζουν το είδος αλλά οι μορφοπλαστικές αξίες που ενυπάρχουν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
25 Μαρτίου 1987
Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν
Μια κλασική «υφή» χαρακτηρίζει τα γλυπτά του Νάκη Ταστσιόγλου που βλέπουμε στην «Μέδουσα». Η διαφάνεια του υλικού πλήρως εναρμονισμένη με την απέριττη, λιτή γραμμή του γλυπτού συνωμοτεί δημιουργικά με το φως για να καταλήξει σε ένα αισθητικά ωραίο αποτέλεσμα. Πρόκειται για γλυπτά που ενσωματώνονται στο χώρο όχι μόνο χάρη στην αυτοδύναμη διαφάνειά τους αλλά και χάρη στη «γραμμή» με την οποία τα προικίζει, κάθε φορά ο καλλιτέχνης.
Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης - ΜΑΡΤΙΟΣ 1987
Βιβή Βασιλοπούλου Ιστορικός Τέχνης
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νάκης Ταστσιόγλου εκθέτει στη Μέδουσα. Το 1983 στην ίδια αίθουσα μαζί με την Ερση Βενετσάνου και τον Κώστα Βρούβα, είχαν δημιουργήσει το δικό τους «περιβάλλον» με τις γνώριμες πια μαύρες σιδερένιες φιγούρες. Για την τωρινή του δουλειά ο Νάκης Ταστσιόγλου διαλέγει ένα σύγχρονο υλικό με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά: το πλεξιγκλάς είναι άσπρο διάφανο, καλός αγωγός του φωτός, όπως λέει ο ίδιος. Η διαφάνεια του υλικού μαζί με τις άλλες του ιδιότητες εξυπηρετεί αποτελεσματικά τις αναζητήσεις του καλλιτέχνη για καθαρές στέρεες φόρμες. Ο όγκος τους είναι διαπερατός από την όραση και τη σκέψη. Ο Νάκης Ταστσιόγλου «αγνοεί» την απαίτηση της γλυπτικής παράδοσης για συμπαγή μάζα και αντιπροτείνει τη δική του «στερεότητα του κενού». Η φόρμα λιτή σε κατασκευή και περιεχόμενο, πλην όμως «σημαντική» υποβάλλει ταυτόχρονα και την ιδέα ενός γερά δομημένου έργου που μπορεί να αναπτυχθεί και σε μνημειακό, αφού είναι γνωστό ότι δεν είναι οι διαστάσεις που καθορίζον το είδος, αλλά οι μορφοπλαστικές αξίες που ενυπάρχουν. Η γεωμετρική τάξη, η αρμονία και η απλότητα χαρακτηρίζουν το σύνολο του έργου, ενώ τα επί μέρους στοιχεία, οι ευθείες, οι τεθλασμένες, τα επίπεδα, η εγκάρσια, -διαφοροποιημένη ανάλογα- τοποθέτηση των διαδρομών (σωληνώσεων) συμπληρώνουν την έκφραση και μορφοποιούν τους εσωτερικούς ρυθμούς του έργου. Στα τελευταία του έργα τα διάφορα επίπεδα μετακινούνται και η όλη κατασκευή προσδιορίζεται από την ελεύθερη σχέση των δομικών στοιχείων. Αλλωστε «σε όλες τις κατασκευές πρέπει να βλέπει κανείς συστήματα μετασχηματισμών» λέει ο Piaget. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι μπορεί στις κατασκευές του Ν. Ταστσιόγλου, η γεωμετρία να υπαγορεύει τους δικούς της κανόνες, ωστόσο και το συναίσθημα διεκδικεί τη δική του συμμετοχή στο ελάχιστο: στον καθρέφτη που παράγει το είδωλο, προεκτείνοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά τη σύνθεση, στο χρώμα που «κρύβεται» εξπρεσιονιστικά στο πλεξιγκλάς, στη διακριτική σιδερένια «χορδή», στη «λυόμενη» κατασκευή που προκαλεί το θεατή να συμμετάσχει.