ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
25 Φεβρουαρίου 1981
Ντόρα Ηλιοπούλου Ρογκάν
Ματιές στις εκθέσεις
Στα 31 χαρακτικά έργα (σε λινόλεουμ, τυπωμένα στο χέρι) που παρουσιάζει ο Θ. Εξαρχόπουλος στη «Μέδουσα» πέρα από την τελειότητα του μετιέ αποδεικνύει το έντονα δυναμικό προσωπικό του ύφος και ακόμη κάτι περισσότερο: Ένα ακμαίο δημιουργικό ένστικτο που κατορθώνει να ενορχηστρώνει και να προβάλλει με έναν πρωτόφαντο τρόπο ακόμη και τα αντικείμενα από το άμεσα, καθημερινό περιβάλλον.
Στις δύο κύριες ενότητες των έργων που παρουσιάζονται, εδώ: εκείνα όπου μέσα από μια γεωμετρική απόδοση κυριαρχούν απόλυτα οι αντιθέσεις του μαύρου και του λευκού (Τοπίο με Ήλιο, Περίπτερο κ.α.) και εκείνα στα οποία προβάλλουν σχηματικά – διάφορα αναγνωρίσιμα αντικείμενα (Λάμπα, Πολυθρόνα, Χτένι, Γραβάτες, κ.α.) ο δημιουργός κατορθώνει κάθε φορά να προκαλεί ισχυρές εντυπώσεις. Χάρη σε μια μεγάλη ικανότητα για σύνθεση μέσα από την οποία αξιοποιείται ιδιαίτερα το χρώμα ο Εξαρχόπουλος πλάθει στην κάθε περίπτωση ένα αρχέτυπο προικισμένο με την ιδιότητα μιας χρυσής τομής ανάμεσα στο γνώριμο, το εφήμερο και την «ιδέα» που βρίσκεται πίσω του και αντέχει στο χρόνο. Πρόκειται για μια δουλειά που δηλώνει μια έντονη προσωπικότητα και που κατορθώνει να προκαλεί εντυπώσεις με ένα υποδειγματικό στη λιτότητά του τρόπο.
Θανάσης Εξαρχόπουλος
ώρες – ώρες συλλογίζομαι πως ,μπορεί να ‘ναι κάπου μια μυλόπετρα που γυρίζει κι αλέθει το άσπρο πώς το μαύρο απλώνει όλο και πιο πολύ, μαύρο του κάρβουνου, του ύπνου, μαύρο του πηγαδιού πώς δεν γίνεται να μιλάμε για χρώματα μέσα σε τούτο το φως που θαμπώνει τις φωνές μας, που ξεσηκώνει φαντάσματα, σκιές, δύσκολα σημάδια λες και μαστορεύουμε χρόνια στη σκοτεινή μεριά του φεγγαριού από μια άποψη μοιάζει να συντρέχω εδώ στην τελετή κάποιας κατάθεσης λοιπόν, ένα παράθυρο στη νύχτα δεν φτάνει για ν’ αποκτήσουμε τη βεβαιότητα του μαύρου, δε φτάνει ένας καθρέφτης για ν’ αποτιμηθεί η έκταση του μαύρου υπολογισμοί, συσχετισμοί, καταγραφές κι επινοήσεις, διαδρομές πολύπλοκες αν θέλετε, ιχνηλασίας στις όχθες του μαύρου ότι απόμεινε, στα χρόνια που σας ξέρω είναι φοβέρες, φτιασίδια, μάταια φτηνά στολίδια κι άλλα που δε σημαίνουν τίποτα πια θέλω να πω δεν είναι εύκολο να απλώνεις γύρω σου τόσες εικόνες σκορπάνε ολούθε τα κουρέλια του καιρού, γεμίζει το φεγγάρι σκιάχτρα κι ο ήλιος ξημερώνει μαύρος κι οι πέτρες μαύρες ένας φράχτης γίνεται παράξενος ο τόπος