Oι Συστοιχίες της Μαρίας Βλαντή
Η πλαστική είναι η αντίθετη διαδικασία της γλυπτικής όπως η αφαίρεση είναι ο αντίποδας της αναπαράστασης. Με τα δύο αυτά ζεύγη αντιθέσεων που χρησιμοποιεί η Μαρία Βλαντή στη νέα ενότητα γλυπτών, μας εισάγει στο δικό της διάλογο για τη μορφή και το χώρο, την υπόσταση των μορφών μέσω της συνέχειας, της διακοπής ή της αντιστοιχίας τους, το δυναμισμό του μεγέθους και της πυκνότητάς τους σε οριζόντια ή κάθετη κατεύθυνση, τη στρωματογραφία της ύλης τους.
Πριν επτά χρόνια (Μέδουσα, 2002), στις πήλινες σχηματοποιημένες αφαιρετικές μορφές που αποκαλούσε ‘Μορφότυπα’ ένα κάθετο βαθύ κόψιμο στην επιφάνειά τους άφηνε το βλέμμα του θεατή να εισχωρήσει στο σκοτεινό πεδίο και επέτρεπε στη φαντασία να σχηματίσει την εντύπωση μίας αυστηρής θεότητας του κενού. Συνεχίζοντας τη μελέτη της φόρμας των κεραμικών όγκων και προσπαθώντας να βρει λύσεις στην υφή και το χρώμα του υλικού, στην ενότητα με τίτλο ‘Όψεις’ (Μέδουσα, 2006) πολλαπλασίασε τις παχιές ή λεπτές χαραγματιές στην τραχιά ή γυαλιστερή επιφάνειά του. Ήταν σαν να πάλευε με τη γυμνότητα της ίδιας της φόρμας την οποία επιχειρούσε να ντύσει όπως οι Σουμέριοι γλύπτες, πεντέμισι χιλιάδες χρόνια πριν στο Ν. Ιράκ, με χαράξεις στον μαλακό πηλό ντύνανε τις κωδωνόσχημες και κυλινδρικές περίοπτες θεότητες που τοποθετούσαν πάνω σε λατρευτικούς πάγκους στα ιερά τους.
Για την Μαρία Βλαντή, η χάραξη έγινε το εργαλείο της ποίησής της στην επιφάνεια της τριμερούς κεραμικής φόρμας από τη στιγμή που αποφάσισε με έναν άλλο τρόπο να καταστήσει πιο γόνιμο το αποτέλεσμα των χαράξεων. Μια βαθιά χάραξη που σκίζει τη φόρμα και η τομή της ταυτίζεται με το κενό, οδηγεί σε μια αινιγματική ανιμιστική θεολογία, τύπου Lucio Fontana, η οποία όμως δεν αιτιολογείται στις παρούσες ιστορικές καταστάσεις. Από την άλλη, με μια και μοναδική με ή πολλές επιφανειακές χαράξεις στην κεραμική επιφάνεια, κινδυνεύει να παγιδεύσει τη φόρμα σε μια εξωτερική διακοσμητικότητα με τρόπο, ώστε να χαθεί η αυτονομία της κεραμικής μορφής στο χώρο και να υποδαυλιστεί το περιεχόμενό της. Η χάραξη είναι αποτέλεσμα του εργαλείου που κρατά το χέρι πάνω στην επιφάνεια. Από το συνδυασμό των χαράξεων δημιουργήθηκε η πρώτη γραφή στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, που αρχικά ήταν ιδεογραφική και στη συνέχεια εξελίχτηκε σε σφηνοειδή. Κατά συνέπεια, η χάραξη πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μέρος του εικαστικού περιεχομένου του έργου. Κατασταλάζοντας στην άποψη ότι η χάραξη δεν πρέπει να κατακερματίζει ή να διακοσμεί την επιφάνεια της ύλης η Μαρία Βλαντή προχώρησε στην υποδόρια μελέτη της ύλης. Έτσι, ανέπτυξε ένα ‘επιφανειακό ξεφλούδισμα’ που σύντομα απλώθηκε στην επιφάνεια και το βάθος του κεραμικού γλυπτού. Καθώς η ίδια επεκτεινότανε στη μελέτη της ξεφλουδισμένης ύλης, δημιούργησε μια νέα σειρά πρωτότυπων έργων στα οποία κυριαρχούν η ακρίβεια και η τάξη. Ενώ τα κάθετα γλυπτά της ολοκληρώνονται από τρία μέχρι και πέντε διαφορετικά κεραμικά τμήματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο ώστε να εφαρμόζουν με απόλυτη ακρίβεια σε ύψος μέχρι και δύο μέτρα, οι συστηματικές κάθετες ή οριζόντιες χαράξεις που επαναλαμβάνονται ρυθμικά στο κοίλο ή προεξέχον τμήμα, δημιουργούν άμεσους δεσμούς συνέχειας και ροή της φόρμας από το επιμέρους τμήμα στη γενική μορφή.
Η νέα εργασία της Μαρίας Βλαντή είναι μία σταδιακή αποκάλυψη και διερεύνηση των αλληλοεπικαλυπτόμενων εννοιών που εσωκλείει μια μορφή της αφηρημένης τέχνης στην εποχή που θριαμβεύει η νέο-ποπ ηλεκτρονική εικονογραφία. Το συμπαγές τραχύ ή λειασμένο περίβλημα του έργου σε ανοιχτούς και άλλοτε σε σκούρους χρωματισμούς εναλλάσσεται με τις εσωτερικές γραμμώσεις και δημιουργείται ένας διάλογος ανάμεσα στην επιφάνεια και το πεδίο των γραμμών, που επιτρέπει να μην αλλοιωθεί η αισθητική του συνόλου. Ο θεατής που θα επιχειρήσει νοηματική ανάλυση των μορφών της, αντιλαμβάνεται ότι η ίδια η μορφή παραμένει αμείλικτα εκτεθειμένη στην απροσδιοριστία και το διφορούμενο, βασικά στοιχεία ομορφιάς της αφηρημένης τέχνης. Μπροστά στις αφαιρετικές κεραμικές φόρμες της Μαρίας Βλαντή, η αντίληψή που έχουμε για την τρισδιάστατη αναπαράσταση του κόσμου επιχειρεί να τις συμπληρώσει μέχρι να φτάσουμε στο οικείο, το προσιτό. Τοποθετημένα κατακόρυφα τα ζεύγη, κατ’ αντιστοιχία ή αντιπαράθεση, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι οι συνθέσεις της αναφέρονται στη σχέση αρσενικού / θηλυκού, επιφάνειας / βάθους. Στις συνθέσεις πλάτους η σύνδεση των τεμαχισμένων κεραμικών μεταξύ τους εντείνει τη σχέση κενού / πλήρους, επιφάνειας / χώρου. Και στις δύο περιπτώσεις, το μέγεθος και η πυκνότητα προκαλούν ένα συναίσθημα αναπόφευκτου δυναμισμού, ενώ η τοποθέτησή τους σε κάθετη ή οριζόντια κατεύθυνση, συνδράμει στο να κατανοήσουμε την κοινή τους πρόθεση να εισχωρήσουν στον οικείο και φυσικό χώρο του ανθρώπου και να δημιουργήσουν έναν νέο χώρο, ώστε οι αφηρημένες μορφές να επιβιώνουν και παράλληλα να τον γεμίσουν ενέργεια.
Αυτή την πρόθεση εμπεριέχουν οι τρισδιάστατες μορφές της κεραμικής γλυπτικής της Μαρίας Βλαντή. Όσο παράδοξος και αντιφατικός να ηχεί ο όρος ‘κεραμική γλυπτική’ στη στενή έννοια της τεχνικής διαδικασίας που προϋποθέτουν αυτές , -αφού στη γλυπτική αφαιρείς το σκληρό υλικό ενώ στην πλαστική πλάθεις τον μαλακό πηλό-, η καλλιτέχνης με έναν μοναδικό τρόπο γεφυρώνει τις δύο ανόμοιες τεχνικές σε ένα επιθυμητό και πρωτότυπο αποτέλεσμα μεθοδευμένης αφαιρετικής τέχνης, προσφέροντας την ευχαρίστηση της ακροβασίας και της διφορούμενης ερμηνείας.
Γιάννης Κολοκοτρώνης,
Επίκουρος Καθηγητής
Ιστορίας της Τέχνης
ΔΠΘ, Πολυτεχνική Σχολή ,
Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών