ΕΣΤΙΑ
1 Νοεμβρίου 2003
Κρίστα Κωνσταντινίδη
Στα «δικά μας»
Τα “πρωτοφανή» σε μέγεθος διεθνή εικαστικά γεγονότα, αλλά και οι σημαντικές – πλην όμως ξενόφερτες – συλλογές έργων τέχνης που έκλεψαν την παράσταση, φοβάμαι πως μας κράτησαν μακριά από αίθουσες με εκθέσεις δικής μας… παραγωγής. Κι είναι αρκετές αυτές που ξεχωρίζουν
Ξεκινώντας από την θεματική ομαδική «Ψέματα και αλήθειες» στη «Μέδουσα», με συμμετοχή των Γιώργου Γυπαράκη, Αννίτας Ξάνθου και Νάκη Ταστσιόγλου.
Στην ουσία, πρόκειται για τρεις αυτοτελείς ατομικές εκθέσεις με έργα δυνατά που, παραδόξως, δεν αλληλοαναιρούνται. Εξαιρετική, η αντιπαράθεση των δύο αντικρυστών επίτοιχων γλυπτών του Ταστσιόγλου, που σηματοδοτούν ένα πολύ ώριμο ενδοσκοπικό άνοιγμα την πορείας του. Ελκυστική απλώς, η βιτρίνα της γκαλερί, με τον χορό του “Αέρα”: ένα από τα σκέλη μιας τετραλογίας της Ξάνθου, βασισμένης στους φυσικούς νόμους. Το ποιητικό βίντεο του Γυπαράκη, κινείται στη σφαίρα του ονείρου “Luna Deducere”, τίτλος δανεισμένος από τις ωδές του Οράτιου, με εικόνες από το ρυθμικά επαναλαμβανόμενο παιχνίδι της κόρης με το φεγγάρι. Η δεύτερη του «Ελάχιστου», ως προς τη φόρμα, και την κίνηση.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
3 Νοεμβρίου 2003
Μαρία Μαραγκού
Σε εκθέσεις με θεματικό πλαίσιο αυτόν τον καιρό η Γκαλερί Μέδουσα.
Η Μαρία Δημητριάδη καλεί την Έφη Στρούζα, η οποία δουλεύει με τρεις συνεργάτες της γκαλερί, τους Γιώργο Γυπαράκη, την Αννίτα Ξάνθου και τον Νάκη Ταστσιόγλου.
Και οι τρεις δημιουργούν έργα, τα οποία δεν εμπλέκονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μπορεί ο επισκέπτης να δει τρεις μικρές ατομικές.
Ο Γυπαράκης με βίντεο και μια σκούπα που κινείται και βγάζει αβίαστο χαμόγελο στο θεατή, η Ξάνθου με ένα ποιητικό έργο σε διαρκή κίνηση στη διαμορφωμένη βιτρίνα της γκαλερί και Ταστσιόγλου με μια πύλη από πλεξιγκλάς που σου κόβει την ανάσα με την δύναμή της, στο απόγειο της ωριμότητας της δουλειάς του.
CITY PRESS
14 Νοεμβρίου 2003
Ίρις Κρητικού
Στην αίθουσα τέχνης Μέδουσα της Μαρίας Δημητριάδη συνεχίζεται έως τις 22 Νοεμβρίου η ομαδική έκθεση του Γιώργου Γυπαράκη, Αννίτας Ξάνθου και Νάκη Ταστσιόγλου, με τίτλο «Ψέματα & αλήθειες», που επιμελήθηκε η κριτικός τέχνης ΄Εφη Στρούζα.
Η έκθεση παρουσιάζει μια εικαστική τριλογία που πραγματεύεται αυτό που έχει οριστεί από τη σύγχρονη θεωρητική σκέψη ως η «οντολογική ατέλεια της πραγματικότητας». Πρόκειται για τρεις διαφορετικές καλλιτεχνικές προσεγγίσεις του «ψεύδους» που ενυπάρχει στις τρέχουσες δομές της φυσικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, και της «αλήθειας» που η τέχνη αναζητά στο μύθο, το παραμύθι, την ουτοπία, και το όραμα. Οι τρεις καλλιτέχνες επινοούν ευφυή τρισδιάστατα περάσματα από έργο σε έργο και αναζητούν τα εναύσματα που ανοίγουν στη σκέψη ανεξάντλητες διαδρομές, Ορατός κατά τη διάρκεια της αναζήτησης αυτής είναι ο αναπόφευκτος ανταγωνισμός μεταξύ της διαδικασίας της δημιουργίας και του έργου τέχνης.
“Αληθινά Ψεύδη”
Μια απόπειρα ποιητικού αποπροσανατολισμού
Ήδη κατά τη δεκαετία του ’60, ο George Steiner στο έργο του «Η Σιωπή και ο Ποιητής» σημείωνε ότι «ζούμε σε μια κουλτούρα που γίνεται βαθμιαία μία αεροδυναμική σήραγγα κουτσομπολιού – ενός κουτσομπολιού που εκτείνεται από τη θεολογία και την πολιτική σ’ έναν άνευ προηγουμένου θόρυβο». «Αυτός ο κόσμος δεν θα τελειώσει ούτε μ’ ένα βρόντο ούτε μ’ ένα λυγμό, αλλά μ’ έναν τίτλο εφημερίδας, μ’ ένα σλόγκαν, μ’ ένα μυθιστόρημα της πεντάρας πιο χοντρό κι από κέδρο του Λιβάνου» έγραφε.
Με αφετηρία το συλλογισμό του Steiner, που υπενθυμίζει στο ίδιο έργο ότι «όταν οι λέξεις στην πολιτεία είναι φορτωμένες βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτε δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα», σαράντα σχεδόν χρόνια μετά η επιμελήτρια της έκθεσης και κριτικός τέχνης Έφης Στρούζα επικαλείται τις «φωτεινές αυτές και επίκαιρες σκέψεις» στην πορεία αναζήτησης ενός εναλλακτικού δημιουργικού χώρου, ικανού να αντιταχθεί σε ένα καθεστώς καλλιτεχνικού ολοκληρωτισμού. Επιλέγει έτσι να απευθυνθεί σε καλλιτέχνες που υπό μια έννοια αποτελούν τους εν δυνάμει «ποιητές», στους οποίους αναφέρεται ο Steiner. Πρόθυμοι να εγκαταλείψουν μία «ατελή πραγματικότητα» παρατηρούν με ψυχραιμία το αδιέξοδο που προκύπτει καταμεσής της και επιβεβαιώνουν ότι «μόνη η τέχνη μπορεί ατιμώρητα να αμφισβητεί τις δομές της πραγματικότητας αυτής, να τις σχολιάζει νοητικά ή ρεαλιστικά, να προβάλλει οράματα στο κενό και να δημιουργεί μέσα στο χάσμα». Η εκθεσιακή ενότητα «Ψέματα και Αλήθειες» περιστρέφεται εν τέλει γύρω από ένα αέναο χαρακτηριστικό της τέχνης που κανείς δεν αμφισβητεί: τη θεμιτή της μετακίνηση ανάμεσα στο ψευδές και το αληθές.
Ξεφεύγοντας από τη λογική της «ενσωμάτωσης» που συναντούμε στις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, ο Γυπαράκης, η Ξάνθου και ο Ταστσιόγλου, εγκαθίστανται σε έναν «ου-τόπο» και εξετάζουν από κοινού τη μυθοπλαστική ιδιότητα της τέχνης, αποφεύγοντας να αποπροσανατολιστούν από το ψεύδος ή την υπερπληροφόρηση της καθημερινότητας. Ο καθένας χωριστά καταθέτοντας τον προσωπικό του μύθο, αναζητά την αλήθεια που βρίσκεται «κάπου αλλού». Απέχοντας από κάθε τάση ρητορίας, σχολιάζουν καίρια το γεγονός ότι η αλληλοδιαδοχή άπειρων εικόνων που κατακλύζουν την καθημερινή ζωή και εμφυτεύονται στη μνήμη χωρίς να έχουν βιωθεί, «καθιστούν όλους και τον καθένα ξεχωριστά μέτοχο και φορέα και το χειρότερο, χειριστή, ενός εικονιστικού ρεπερτορίου, που δεν του ανήκει». Εγκαταλείποντας, έτσι τις εικόνες που μεταφέρει η μνήμη και επιλέγοντας να μην λειτουργήσουν σαν «πλανόδιοι μεταπράτες μιας ψευδούς εμπειρίας», πραγματοποιούν μια κοινή παραβίαση, αντιπροτείνοντας «αληθινά» ψεύδη τέχνης και υιοθετώντας μία υπαινικτική ποιητική «άγραφων» σελίδων, που κατακλύζει θριαμβικά τα κενά της πληροφόρησης.
Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του θεατή, μία σκούπα λικνίζεται μαγεμένης (εγκατάσταση) από το παιγνίδι ενός κοριτσιού με το φεγγάρι (video), στην ευφυή και απολύτως αληθοφανή αναπαράσταση του Γυπαράκη, που μιλά για την επιθυμία και το παιχνίδι στην τέχνη. Προτείνοντας μουσικά δέντρα, όπου τεχνητά φυσήματα καταργούν τη χρησιμότητα των περίπλοκων ενεργειακών μηχανισμών της σύγχρονης τεχνολογίας, η Ξάνθου αναπαριστά την απλή αλήθεια των νόμων της φύσης. Ο Νάκης Ταστσιόγλου εξυμνεί και ταυτόχρονα καταργεί τον ορθολογισμό της αρχιτεκτονικής λογικής, αναιρώντας τη διαχωριστική ιδιότητα των σκληρών υλικών (σίδερο), με τη χρήση της διαφάνειας και του φωτός (Plexiglas).
Μια απόπειρα ποιητικού απο-προσανατολισμού από
τον ΓΙΩΡΓΟ ΓΥΠΑΡΑΚΗ την ΑΝΝΙΤΑ ΞΑΝΘΟΥ τον ΝΑΚΗ ΤΑΣΤΣΙΟΓΛΟΥ
(στον κήπο των εκπεσμένων ηδονών ο ποιητής του Ιερώνυμου Μπος βασανίζεται πάνω στην ίδια του την άρπα) 1
Ως δέκτες της πληροφόρησης για την εικαστική παραγωγή ανά τον κόσμο, επανειλημμένα και με έμφαση βεβαιωνόμαστε, σε κάθε μαζική σύναξη καλλιτεχνών της υφηλίου, ότι η ώρα «μηδέν» για την τέχνη είναι προ πολλού προ των πυλών. ΄Η τουλάχιστον, αυτή η συνολική εικόνα κατασκευάζεται από πολλαπλές έγκυρες θεωρητικές σκοπιές.
Η τέχνη, εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, φαίνεται να «μπλοφάρει» με μέσα που δανείζεται από τα εξαρθρωμένα μέρη μιας ολότητας, της οποίας η σύνθεση έχει σβηστεί, χαθεί, κατακερματιστεί, ύστερα από μια σειρά από πολλαπλές προσθήκες, επεμβάσεις, μεταλλαγές του αρχικού της σχεδίου. Η αίσθηση της απώλειας είναι οικεία στον άνθρωπο εδώ και πάνω από εκατό χρόνια. Καμιά αποκάλυψη άγνωρης αλήθειας με αυτή τη διαπίστωση. Σήμερα, όμως, αυτό που περισσότερο μας τρομάζει δεν είναι το άγνωρο, αλλά το κοινά γνώριμο και γνωστό. Η διερεύνηση των αιτιών σχηματισμού αυτού του γνώριμου και οικείου τοπίου, μέσα από την προβολή των κοινωνικών, πολιτικών και φυσικών του παραμέτρων και χαρακτηριστικών δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει τη μέθοδο της αποδόμησης. Μόνο που η αποδόμηση, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, δεν έχει στην πραγματικότητα παρά να απο-δομήσει τα ήδη κατακερματισμένα μέλη διάφορων ιδεολογικών και θεσμικών συνόλων, που εδώ και δεκαετίες έχουν αποκολληθεί από κάποιο κεντρικό κορμό κυρίαρχης σκέψης.
Παρ’ όλη αυτή την κρίσιμη και ζωτική στιγμή που διέρχεται η τέχνη, η απόπειρα απογείωσής της δεν διαφαίνεται. ΄Ισως, αυτή να είναι και η πιο ειλικρινής στάση, που μπορεί κάποιος να υιοθετήσει στην προσπάθεια ανάδειξης ενός επίκαιρου συλλογικού χώρου προβληματισμού, μέσα στη λογική των μεγάλων εκθέσεων. Οι μεγάλες διεθνείς εκθέσεις δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη λογική του «κορπορατισμού», γιατί από αυτά τα σώματα τροφοδοτούνται. Η κριτική γι αυτό, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται μέσα στο πλαίσιο των αρχών δήλωσης ενός οικουμενικού προβληματισμού, που υπογραμμίζει το διχασμό του δημιουργικού δυναμικού της κοινωνίας από την ορθολογική πολιτική της παγκόσμιας άρχουσας τάξης.
Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος εναλλακτικός χώρος δημιουργικός, που θα πρέπει παράλληλα να μας απασχολεί και που θα πρέπει ισοδύναμα να προβληθεί, όχι ως δρόμος εξομάλυνσης αλλά περισσότερο ως δράση ουσιαστική που διεξάγεται μέσα στο χώρο ενός αέναου χαρακτηριστικού της τέχνης, ο οποίος παραμένει σταθερά αλώβητος από κάθε εξωτερική αλλοίωση, και που έχει να κάνει με μια εγγενή ιδιότητά της : της θεμιτής της μετακίνησης ανάμεσα στο ψευδές και το αληθές. Κάθε ανάγνωση της ιστορίας της τέχνης αναπόφευκτα αναγνωρίζει αυτό το φύσει κεκτημένο εργαλείο του καλλιτέχνη, σε κάθε γλωσσικό χειρισμό που υιοθετεί όταν προσεγγίζει την πραγματικότητα για να την αναπαραγάγει, να τη σχολιάσει, να την αναλύσει είτε νοητικά είτε ρεαλιστικά.
Η παρούσα έκθεση επιδιώκει να χαρακτηρίσει την πνευματική υπόσταση του έργου των τριών καλλιτεχνών, του Γιώργου Γυπαράκη, της Αννίτας Ξάνθου και του Νάκη Ταστσιόγλου κάτω από το φως αυτής της σκοπιάς παρατήρησης της σύγχρονης καλλιτεχνικής πράξης. Το νόημα της συνάντησής τους σ’ έναν κοινό εκθεσιακό χώρο δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο από μια ενιαία πορεία. Ως σύγχρονοι καλλιτέχνες, έχουν και οι τρεις διαμορφώσει το προσωπικό τους ιδίωμα, παίρνοντας ως δεδομένη πλατφόρμα δράσης μια κοινή πραγματικότητα: αυτή, που έχει διαρθρωθεί από την έλλειψη ενός κεντρικού ιδεολογικού άξονα, από την απουσία ουσιαστικού περιεχομένου και προοπτικής στη σύγχρονη ξέφρενη και αυξανόμενη κινητικότητα των πληθυσμών, όπως και στην ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία συντελείται ο εξαναγκασμός της αστραπιαίας και στιγμιαίας οπτικής και νοητικής πρόσληψης της πληροφορίας. Το κοινό χαρακτηριστικό, όμως, που μπορεί να αναγνωριστεί στο έργο τους είναι ο τρόπος χειρισμού της μυθο-πλαστικής ιδιότητας της τέχνης: μέσα στο διαφορετικό κόσμο του καθενός διαφαίνεται η ομολογία της αποχής από το ψεύδος και τη νοητική σύγχυση, από τον απο-προσανατολισμό που προκαλεί η υπερ-πληροφόρηση. Ο καθένας ξέχωρα, με τον προσωπικό του μύθο, φαίνεται να συν-υπογράφει την κοινή συνείδηση της άλλης πραγματικότητας της τέχνης, αυτής που μπορεί πάντα να φανερώνει ότι η αλήθεια είναι κάπου αλλού. Παράλληλα, όμως, απέχουν από κάθε τάση ρητορικής κατάθεσης μιας αδιάσειστης διάστασης της πραγματικότητας. Αναγνωρίζουν ως επουσιώδη δράση κάθε απόπειρα αναζήτησης μιας αλήθειας μέσα στη χαοτική πραγματικότητα, όπου ο σύγχρονος πνευματικός άνθρωπος και ο καλλιτέχνης είναι εκ των πραγμάτων ταγμένος να αντιμετωπίσει. Παίρνουν, όμως, από κοινού ως δεδομένο το γεγονός ότι η αλληλο-διαδοχή των ά-πειρων εικόνων που κατακλύζουν την καθημερινή ζωή, αυτών των εικόνων που εμφυτεύονται στη μνήμη χωρίς να έχουν βιωθεί, καθιστούν όλους και τον καθένα ξεχωριστά μέτοχο και φορέα και το χειρότερο, χειριστή, ενός εικονιστικού ρεπερτορίου, που δεν του ανήκει. Οι εικόνες που μεταφέρει η μνήμη μας, σήμερα, μας καθιστούν άκληρους και πλανόδιους μεταπράτες μιας ψευδούς εμπειρίας.
Επίκαιρα παραμένουν τα λόγια του George Steiner ότι ζούμε σε μια κουλτούρα που γίνεται βαθμιαία μια αεροδυναμική σήραγγα κουτσομπολιού• ενός κουτσομπολιού που εκτείνεται από τη θεολογία και την πολιτική σ’ έναν άνευ προηγουμένου θόρυβο…Αυτός ο κόσμος δεν θα τελειώσει ούτε μ’ ένα βρόντο ούτε μ’ ένα λυγμό, αλλά μ’ έναν τίτλο εφημερίδας, μ’ ένα σλόγκαν, μ’ ένα μυθιστόρημα της πεντάρας πιο χοντρό κι’ από κέδρο του Λιβάνου1. ΄Υστερα από πάνω από σαράντα περίπου χρόνια που διατυπώθηκαν αυτές οι φωτεινές και επίκαιρες σκέψεις, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι όταν οι λέξεις στην πολιτεία είναι φορτωμένες βαρβαρότητα και ψέμα, τίποτε δεν μιλάει δυνατότερα από ένα άγραφο ποίημα1.
Η συνάντηση των τριών καλλιτεχνών σε αυτή την έκθεση, στην πραγματικότητα, αντιπαραθέτει τα ψεύδη της τέχνης ενώπιον των ψευδών της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Η διαφορά, όμως, βρίσκεται στο ότι οι καλλιτέχνες αποτολμούν να αναιρέσουν ως πραγματικότητα την εικόνα ενός περιχαρακωμένου ατομικού κόσμου, αποδεχόμενοι την έλλειψη της αισθητικής αρτιότητας του χώρου που καταλαμβάνει ο καθένας. Η απόπειρα διατήρησης κάθε ξέχωρης ιδιαιτερότητας – και αυτό το ξέχωρο είναι πάντα το προνόμιο κάθε καλλιτεχνικής ύπαρξης – σ’ έναν κοινό τόπο, μπορεί να πραγματωθεί πειστικά όταν αναδεικνύει ένα χώρο μη-συνάντησης, έναν ου-τόπο, όπου δεσπόζει η αίσθηση του κενού, ενός ζωτικού κενού και πάλι, που επιτρέπει την αναπνοή ανάμεσα στο «διαφορετικό». Η αιχμή της δράσης τους, μέσα από αυτή τη συνάντηση, αποκτά νόημα καθώς εξελίσσεται χωρίς ρητορικά σχήματα, χωρίς ρεαλιστικές εξάρσεις, υπαινικτικά σχεδόν ψιθυριστά στην αναζήτηση αυτών των «άγραφων» σελίδων, στην προσπάθεια ανάδειξης της ποιητικής που εδρεύει στα κενά της πληροφόρησης. Θα παρομοίαζα αυτή τη συνάντηση σα μια κοινή παραβίαση, χωρίς προ-συμφωνημένο σχέδιο, του φαινομενικά τετελεσμένου χαρακτήρα της σύγχρονης πραγματικότητας. ΄Εχουμε παραχαράξει πολλές αλήθειες κι έχουμε εξαγνίσει πολλά ψεύδη με τη μέθοδο της κατηγοριοποίησης της καλλιτεχνικής πράξης, του στοχασμού, της πνευματικής δράσης σε κοινά γλωσσικά και θεωρητικά σχήματα.
Πού βρίσκονται τα όρια της πραγματικότητας, κοινωνικής και πνευματικής, και πού η ψυχή της; Μέσα από την αντιπαράθεση του λόγου αυτών των τριών καλλιτεχνών, είναι φανερό ότι τα όρια και η ψυχή στην τέχνη συνεχίζουν να μετατοπίζονται σε πολλαπλές γλωσσικές δομές, σε πολλαπλές μορφές συμπεριφοράς. Με τη συνάντησή τους σ’ έναν ου-τόπο νομιμοποιούν ως προνόμιο της τέχνης το γάμο ψεύδους-αλήθειας. Με το ανοιχτό πνεύμα του έργου τους, καταφέρνουν να υποδηλώσουν την αδιάκοπη μετατόπιση των εννοιών συγκεκριμένων γλωσσών σε άλλα, πλασματικά βάθρα μιας εναλλακτικής αλήθειας.
Τα περάσματα μέσα από τα έργα των τριών καλλιτεχνών δημιουργούν αυτά τα αναγκαία κενά, που υπογραμμίζουν νοητικά τη γειτνίαση του διαφορετικού με το διαφορετικό. Ο χαρακτήρας μιας ενιαίας «πραγματικότητας» καταργείται. Σα να ανοίγονται κάποιες κενές σελίδες, αυτές που δεν μπορούν παρά πάντα να υπάρχουν σε κάθε μη-ολοκληρωτική αντίληψη της πραγματικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, αποτολμούν να μιλήσουν για την επανάκτηση του δικαιώματος μιας ελεύθερης περιπλάνησης στην «ατελή πραγματικότητα» της σύγχρονης ροής της ιστορίας μας. ΄Εχει ειπωθεί με πειστικά επιχειρήματα ότι ο μόνος τρόπος να εξηγήσουμε πραγματικά το καθεστώς της ελευθερίας είναι να ισχυριστούμε την οντολογική ατέλεια της «πραγματικότητας»: υπάρχει πραγματικότητα μόνο στο βαθμό που υπάρχει ένα οντολογικό χάσμα, μια ρωγμή στο κέντρο της.
2 Πόσο μεγάλο ρήγμα στο σώμα μιας δεδομένης πραγματικότητας δημιουργεί η φυσική αναπαράσταση από τον Γυπαράκη μιας σκούπας που λικνίζεται μαγεμένη μπροστά στο παιγνίδι ενός κοριτσιού με το φεγγάρι; Τι πιο αληθινά πραγματικό σε αυτή την επιθυμία και στην επινοητικότητα του παιγνιδιού, που διεκδικεί η τέχνη;
Ποιες πραγματικότητες κρύβονται στην αλήθεια των νόμων της φύσης, που η Ξάνθου αναπαριστά με το ψεύδος των τεχνητών της μουσικών δέντρων, με τα τεχνητά φυσήματα που αντιστρέφουν τη λογική της χρησιμότητας των περίπλοκων ενεργειακών μηχανισμών της σύγχρονης τεχνολογίας; Τι πιο ψευδές και αληθινό μαζί από την ταυτόχρονη εξύμνηση και κατάργηση του ορθολογισμού που διέπει την αρχιτεκτονική λογική στις τομές, που ο Νάκης Ταστσιόγλου επιχειρεί μέσα στο φυσικό χώρο, αναιρώντας τη διαχωριστική λειτουργικότητα των σκληρών υλικών και δομών, με τη χρήση της διαφάνειας και του φωτός;
Μια τέτοια πολλαπλή έκθεση του καλλιτέχνη στην «α-τέλεια» κάθε πραγματικότητας, εσωτερικής και εξωτερικής, υποκειμενικής και αντικειμενικής, δεν είναι δυνατόν να αντέξει την αντιπαράθεση με το συμπαγή χαρακτήρα του εξωτερικού δομημένου περιβάλλοντος, φυσικού και κοινωνικού, παρά μονάχα μέσα από την ισχύ της καλλιτεχνικής του υπόστασης σε σχέση με την ισχύ του «άγραφου» ποιήματος. Και αυτή η αντιπαράθεση δηλώνει μια ζωτική πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα είναι οικεία και στους τρεις καλλιτέχνες. Αυτό το χάρισμα του καλλιτέχνη αξίζει να αξιολογήσουμε και πάλι. Γι αυτό αξίζει να ξαναστοχαστούμε.
΄Εφη Στρούζα Οκτώβριος 2003
ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΥΠΑΡΑΚΗΣ
Ο Γιώργος Γυπαράκης παρουσιάζει δυο ανέκδοτα έργα: το βίντεο, με τίτλο «LUNA DEDUCERE», και τη «Σκούπα». Ο τίτλος του βίντεο είναι δανεισμένος από τις ωδές του Ορατίου. Η νυκτερινή εικόνα, όμως, που βλέπουμε στο βίντεο με το επαναλαμβανόμενο παιγνίδι μιας κόρης, πάνω στην ακρογιαλιά, που κατεβάζει το φεγγάρι στη γη παίζοντας μπάλα μαζί του, είχε ήδη πλαστεί από τον Γυπαράκη, πριν ανακαλυφθεί η σύμπτωση ανάμεσα στην εικονολογία της ρωμαϊκής ποίησης και το φανταστικό, εικονοποιητικό ρεπερτόριο του σύγχρονου καλλιτέχνη.
Μαζί με την προβολή, μέσα στο χώρο, εξελίσσεται ρυθμικά, μ΄ ένα έρποντα λίκνισμα η κίνηση μιας σκούπας πάνω στο πάτωμα. ΄Ενα χυδαίο, καθημερινής χρήσης αντικείμενο διεισδύει, σα μαγεμένο, μέσα σε αυτήν τη αναπάντεχη εικόνα του παιγνιδιού με το φεγγάρι. Μια κοινή σκούπα μεταλλάσσει τη χρηστικότητά της και μεταμορφώνεται σ΄ ένα παράξενο «πράγμα», που φαίνεται να ερωτοτροπεί σαγηνεμένο με μια άλλη φανταστική εικόνα, να ταλαντεύεται ανάμεσα στην ταύτισή του με τα έμψυχα ή τα άψυχα όντα. Η αναίρεση ενός υποτιθέμενου διαχωρισμού ανάμεσα στα αντίθετα, ανάμεσα στα πράγματα και στον άνθρωπο, ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, στο ζώο και τον άνθρωπο, ανάμεσα στο μυθικό και πραγματικό χώρο και χρόνο, υπήρξε μια από τις σταθερές βάσεις που στήριξαν και ενέπνευσαν το ποιητικό εικαστικό έργο του Γυπαράκη από τα πρώτα του ώριμα έργα, από το 1994 έως σήμερα. Στα έργα του, η εικαστική γλώσσα γίνεται ένα αιχμηρότατο και συνάμα απαλό εργαλείο με το οποίο καταφέρνει, χωρίς ίχνος ρητορικής επίφασης, να καταργεί κάθε μονοδιάστατη και απόλυτη όψη της όποιας πραγματικότητας, υποκειμενικής ή αντικειμενικής. Η τέχνη φαίνεται να προβάλλεται σαν μια τεράστια υποδοχή ζύμωσης των αντιθέτων, σαν ο αντικατοπτρισμός του ενστίκτου στην πράξη, των ζωικών και ορμονικών λειτουργιών στο πνεύμα, του αρχέτυπου στην καθημερινή δράση, της ψυχής στην ύλη και αντίστροφα.
Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια, η παρουσία του Γυπαράκη στην καλλιτεχνική σκηνή έχει προσκομίσει μια ανανεωμένη, ξέχωρη και πηγαία ποιητική ματιά στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο της «συγχρονικότητας» ανάμεσα σε ανεξάρτητα γεγονότα, που συνδέονται μεταξύ τους από την αρχέγονη ψυχική συμμετοχή του ανθρώπου στο υπαρκτό και το φανταστικό. Τα δυο φαινομενικά ανεξάρτητα έργα, που παρουσιάζει σε αυτή την έκθεση, συνενώνονται σ΄ ένα, δημιουργώντας μια απρόσμενη σύνδεση σ’ έναν ου-τόπο. Η συνάντηση μιας σκούπας με το κορίτσι, που κατεβάζει τη σελήνη παίζοντας πάνω στην ακρογιαλιά, αναδεύει πολλαπλούς συσχετισμούς. Αναστρέφει τη σημασία των εικόνων και των αντικειμένων στο πριν και στο μετά της γένεσής τους, στο μέσα και στο έξω από τον πραγματικό χώρο και χρόνο όπου ίστανται Φέρνει τα πάνω-κάτω μ΄ ένα τόσο επιθυμητό τρόπο, ώστε η αναστροφή της ορθολογιστικής ανάγνωσης της σημασίας των πραγμάτων να καθρεφτίζει μια από τις πιο πραγματικές ανάγκες του ανθρώπινου νου: την υπέρβαση των ορίων που θέτει η κάθε λογική ιεράρχηση των νοητικών κατασκευών σε σχέση με την απροσμέτρητη έκταση του ψυχικού και συναισθηματικού κόσμου.
Ε.Σ.
ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
ΑΝΝΙΤΑ ΞΑΝΘΟΥ
Τέσσερις παραλλαγές πάνω στο ίδιο μοτίβο, θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς τα έργα με τα οποία συμμετέχει η Αννίτα Ξάνθου στην έκθεση.
Το «Μουσικό Δέντρο», η «΄Αρπα», οι «Σταγόνες Αλήθειας» και ο «Αέρας» συνθέτουν μια τετραλογία που αναπαριστά μια σειρά δρώμενων με πρωταγωνιστές τους πρωταρχικούς φυσικούς νόμους, που φαίνονται να συνομιλούν για το «θαύμα» της κίνησης και του ήχου. Με τα έργα της, η Ξάνθου εστιάζει την προσοχή στη σημασία που έχει η κατανόηση των πραγμάτων δια μέσου την εμπειρικής γνώσης της φύσης, όπου αλάνθαστα διδάσκεται η διαφοροποίηση των ιδιοτήτων κάθε στοιχείου μέσα από την αλληλεπίδραση. ΄Ετσι, για την καλλιτέχνιδα, το φως, το ύδωρ, ο αέρας, η ύλη δεν είναι συστατικά που από μόνα τους προσφέρουν μια αισθητική εμπειρία. Το φως μετατρέπεται σε θερμική ενέργεια που υποκινεί την ανοδική εξέλιξη μιας σταγόνας νερού, η υλική υπόσταση ενός δέντρου γίνεται ο δίαυλος μιας μουσικής απήχησης, ο αέρας συνελίσσει τη ρυθμική κίνηση μιας δέσμης από ταινίες μέσα σ΄ ένα δεδομένο χώρο. Μια σειρά από αντικείμενα, κατασκευασμένα από πρωτογενή υλικά της φύσης ή της τεχνολογίας συνθέτουν το χορό μιας παράστασης που αντί για σχολιασμό επαναλαμβάνει μια αληθινή ιστορία αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα στοιχεία της φύσης.
Κι όμως, η δράση αυτής της ιστορίας εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας σαν ένα φανταστικό παραμύθι, σα μια σειρά από «κόλπα» κάποιου τεχνουργού, που ξέρει να διεγείρει το συναίσθημα της έκπληξης, που γνωρίζει πώς να υποκινεί τις αισθήσεις να ανταποκριθούν χωρίς αντίσταση μπροστά στο πρωταρχικό, στο τόσο απλό και συνάμα μυστήριο γάμο της αλήθειας και του ψεύδους που ενυπάρχει σε κάθε νοητική ή τεχνική επεξεργασία των νόμων της Φύσης. Στα έργα αυτά, απηχεί το σταθερό ενδιαφέρον της για τις αλήθειες που μπορεί να πηγάζουν ατελεύτητα από κάθε προσέγγιση και διείσδυση μέσα στα πολλαπλά σήματα που μας στέλνει η Φύση. Η σταθερή μέθοδος που υιοθετεί σχεδόν ενστικτωδώς από τα πρώτα έργα που εκθέτει, το 1994 στην πρώτη της ατομική έκθεση, αλλά και αυτή που φαίνεται να την διακατέχει από τα πρώτα της ανέκδοτα «κατασκευάσματα» σε πολύ νεαρά ηλικία, βασίζεται και εμπνέεται από την αβίαστη σχέση της ιδίας με τον κόσμο της Φύσης. Στην πραγματικότητα, η τέχνη της Ξάνθου αντανακλά τον τρόπο τον τρόπο ζωής της ίδιας, την παίδευση της όρασης και του εικαστικού λόγου, με πρότυπο τη θαυμαστή συνομιλία με τη φύση.
Το «θαυμαστό» στοιχείο που ανακαλύπτει ο άνθρωπος, από τη φυσική παιδική ηλικία του και από την παιδική εμπειρία της «πρώτης» γνώσης, σταδιακά στο ρουν της ωρίμανσης, εκτίθεται στην απειλή της εξειδίκευσης της γλώσσας και των δομών σκέψης σε διαχωρισμένους τομείς δημιουργικότητας, της επιστήμης και της τέχνης. Αντίθετα, για την Ξάνθου, η γνώση φανερώνεται ως το αποκύημα μιας εμπειρικής, ολικής σχέσης με τον πλούτο των πληροφοριών, που ενυπάρχουν στη φύση. Με τα έργα της, χαρακτηρίζει τη δράση της τέχνης ως αντικατοπτρισμό της δράσης της φύσης, καταργώντας το ψεύδος της επιμερισμένης γνώσης, που αποτελεί τον άξονα κίνησης του σύγχρονου πολιτισμού.
Ε.Σ.
ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
ΝΑΚΗΣ ΤΑΣΤΣΙΟΓΛΟΥ
Ο Νάκης Ταστσιόγλου αποτελεί, στην έκθεση αυτή, το συνδετικό κρίκο μεταξύ της ορθολογιστικής και της ονειρικής ανάγνωσης της πραγματικότητας. Η επέμβασή του στο φυσικό χώρο της αίθουσας, όπου εξελίσσεται η αφήγηση της αμφισημίας μεταξύ του ψεύδους και της αλήθειας, έρχεται να δημιουργήσει ορισμένα αρχιτεκτονικά περάσματα, που λειτουργούν σαν υλικές, γεωμετρικές δομές μετάβασης από την υλική πραγματικότητα στην πλασματική. Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για τη δημιουργία μιας αμφίδρομης πορείας ανάμεσα στα όρια της γεωμετρίας και της υπέρβασής τους, ανήκουν στο ρεπερτόριο των γλωσσικών δομών και υλικών, που χαρακτηρίζουν το έργο του από τα τέλη της δεκαετίας του ’80: γεωμετρικές τομές στο φυσικό χώρο, εναλλαγή στη χρήση συμπαγών και διάφανων υλικών, στοιχεία με τα οποία σταθερά καταργεί και ταυτόχρονα πολλαπλασιάζει τις διαστάσεις των λογικών δομών του αντικειμενικού χώρου και κόσμου. Δυο μεταλλικές επιφάνειες επενδύουν σε οριζόντια διάταξη δυο αντικριστούς τοίχους. Σε μια από αυτές, ένα κάθετο στοιχείο από πλέξιγκλας εντείνει την εξωτερική γεωμετρική ισορροπία της εικαστικής αυτής παρέμβασης. Η αντιπαράθεσή τους φαίνεται να δημιουργεί μια νέα, ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στα δεδομένα, δομικά στοιχεία του χώρου. Η εντύπωση, όμως, είναι απατηλή, καθώς καθένα από αυτά τα πρόσθετα παραπετάσματα εμπεριέχει και μια διαφορετική εσωτερική ιστορία: μια τομή, μια σχισμή πάνω στην επιφάνεια του κάθε στοιχείου λειτουργεί σαν το άνοιγμα ενός μαγικού κουτιού. Από τη μια πλευρά, μια αχτίδα φωτός έρχεται να ορίσει την ύπαρξη μιας σχεδόν αόρατης κάθετης γραμμής που προεξέχει από το συμπαγή τοίχο, ενώ το μάτι, πλησιάζοντας τη σχισμή, χάνεται σ’ ένα απέραντο, άμορφο χάος. Αντικριστά, συνομιλεί η άλλη σχισμή της εντελώς επίπεδης και απέριττης επιφάνειας. Στο πλησίασμα, η λιτή της εξωτερική μορφή ξαφνικά καταργείται από τον πολλαπλασιασμό της αντανάκλασης του βλέμματος μέσα στο έργο. Με αυτή την επέμβαση, ο καλλιτέχνης αποκαλύπτει ότι αποφασιστικός παράγοντας στην ανατροπή της φαινομενικής ορθολογιστικής όψης των πραγμάτων είναι η αδυναμία να περιοριστεί η οπτική αντίληψη και συνεπώς η νοητική και ψυχική μας σχέση με το περιβάλλον σε δεδομένα, προκαθορισμένα όρια.
Στη συγκεκριμένη συνάντησή του μ΄ ένα σύνολο από διαφορετικά και αμφίσημα εικαστικά σήματα, δίνει μια ακόμη μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό το πανάρχαιο και πάντα επίκαιρο ερώτημα του περάσματος από μια δεδομένη διάσταση σε μιαν άλλη. Κατασκευάζει μέσα στον τρισδιάστατο χώρο τη διάφανη πύλη, μέσα από την οποία ο θεατής εισχωρεί σε μιαν άλλη ακόμη, πολυδιάστατη οπτική εμπειρία. Δυο διάφανα παράλληλα τριγωνικά σχήματα, σε κάθετη και λοξή διάταξη, φαίνονται να λοξοδρομούν σε σχέση με τις οριζόντιες και κάθετες δομές του αρχιτεκτονικού χώρου. Πέφτουν αιχμηρά από την οροφή, καρφώνοντας την αιχμή τους στο δάπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, τα δομικά στοιχεία του έργου του γίνονται πια μέρος μιας σωματικής εμπειρίας μέσα σ΄ ένα πολυμερή χώρο, όπου η αίσθηση της μετάβασης από το μέτρο στο ά-μετρον, από το συγκεκριμένο στη διάσπασή του σε πολλαπλά επίπεδα προέκτασης μέσα στον πραγματικό χώρο, επιβεβαιώνουν απλά και φυσικά τη συνεχή μετατόπιση της ψυχής από το βατό στο άβατο, από την αληθοφάνεια κάθε κατασκευής, νοητικής ή φυσικής, στο ψεύδος των πραγμάτων. Ε.Σ.