ΑΥΓΗ
4 Μαΐου 1993
Βαγγέλης Κεχριώτης
Περιπτύξεις
Η διάθεση ενός καλλιτέχνη να μεταφέρει στο έργο του την αγωνία ή ακόμη και τον τρόμο των οραμάτων του λειτουργεί τόσο μέσα από την επιλογή των μορφικών αποδόσεων όσο και μέσα από την πολυσύνθετη δομή του χρώματος.
Η ζωγράφος Πέπη Σβορώνου – Κοκκινίδου, που παρουσιάζει τη δουλειά της στην αίθουσα τέχνης Μέδουσα με τον τίτλο «Περιπτύξεις» δηλώνει ευθύς εξαρχής ότι δεν την ενδιαφέρει μια τέχνη ψυχαγωγική ή διακοσμητική. Αντίθετα στοχεύει να δονήσει το ψυχισμό του θεατή, να διαταράξει τις ισορροπίες ή ίσως ίσως και να τον τρομάξει. Να του μεταφέρει εκείνο το θεϊκό τρόμο της δημιουργίας που θέτει ξανά σε αμφισβήτηση τα μεγάλα αντιθετικά ζευγάρια της ύπαρξης. Το καλό και το κακό, το άσπρο και το μαύρο, τη ζωή και το θάνατο. Τα έργα της αναταράσσονται από μια έκρηξη, όχι μόνο χρωματική και μορφική, αλλά τέτοια που προκαλεί τη διάσπαση των πρωτογενών αυτών στοιχείων που συγκροτούνται και κονταροχτυπιούνται μέσα στον υπαρξιακό λαβύρινθο που κινούνται. Σε κάθε πίνακα, κεντρική θέση κατέχει μια ή δύο μορφές στις οποίες η λογική του συμπλέγματος έτσι κι αλλιώς λειτουργεί ενοποιητικά. Και πρόκειται για ένα σύμπλεγμα όχι μόνο των μορφών μεταξύ τους, αλλά και των μορφών με όλο το χώρο, που τις πλαισιώνει.΄Ετσι οι μορφές γίνονται ρευστότερες κι ο χώρος συμπαγέστερος. Οι αναφορές στην κληρονομιά του Picasso και του Munch, είναι σαφείς στον τρόπο με τον οποίο οι μορφές αλλοιώνονται και συμβολοποιούνται. Από την άλλη μεριά η συγκλονιστική πολυχρωμία, η πλατιά γλυπτή πινελιά, τα χρώματα που ενοποιούν τις μορφές με το περιβάλλον τους, ολοκληρώνουν την αγωνιώδη ατμόσφαιρα και εκπληρώνουν το στόχο τους που δεν είναι άλλος από την πνευματική εγρήγορση του θεατή.
Ειρήνη Φλώρου Ιστορικός Τέχνης
ΤΟ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΙ Η ΑΡΠΥΙΑ
Άνθρωπο-ζώο, Άνδρας-γυναίκα. Έρωτας, χρώμα, ενέργεια, στρόβιλος, πάθος. Ένταση, επίθεση, ασφυξία, πλησμονή… ζωγραφική.
Οι εικόνες που εκθέτει η Πέπη Σβορώνου_ΚΙοκκινίδου, στη δεύτερη ατομική της έκθεση, είναι εικόνες άγριες, ερωτικές κι απειλητικές. Εικόνες μάχης με δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του καλού και του κακού, του ανθρώπου και του κτήνους, του θύματος και του θύτη. Εικόνες όπου το γειτόνεμα του εναγκαλισμού με την απειλή, και της ισότιμης συνύπαρξης με τη δυναστευτική εξουσία, καθώς και η εναλλακτική κυριαρχία του καλού πάνω στο κακό (το χερουβείμ στο κεφάλι του αλόγου που καλπάζει) και το αντίστροφο ( η Άρπυια γαντζωμένη στο ζώο), δημιουργούν μια «μυθολογική» υπαρξιακή διάσταση που εξυπηρετείται άμεσα και σοφά από την εικαστική γλώσσα των έργων, δημιουργώντας ενότητα μορφής και περιεχομένου. Οι πίνακες της Πέπης Σβορώνου Κοκκινίδου που έχουμε μπροστά ,μας εικονογραφούν έναν κόσμο πυκνό, δυναμικό κι ασφυκτικά κλειστό, κτισμένο λες από έντονα κορεσμένα χρώματα, που επιτίθενται στην επιφάνεια με τη βαριά τους υλικότητα και τη συνδυαστική τους δύναμη.
Επιφάνειες πυκνές και πολύχρωμες ισορροπούν με άλλες μονόχρωμες, ενεργοποιημένες και μεγάλης έντασης, δημιουργώντας μαγνητικά πεδία, όπου συναντώνται θετικά και αρνητικά φορτισμένες δυνάμεις. Γιγάντια, απροσδιόριστα ζώα διαλέγονται με όντα μικροσκοπικά, που ισορροπούν τη σύνθεση και σηματοδοτούν το χώρο. Η εξπρεσιονιστική γραφή με αναφορές στην C.O.B.R.A, τις εκφραστικές παραμορφώσεις του Picasso και την οδύνη των μορφών του Munch είναι ωστόσο μια γραφή έντονα οργανική που βγαίνει από τα βάθη της ύπαρξης της ζωγράφου και διαμορφώνεται σε χρωματικά «σήματα», που αναφέρονται σε πρωταρχικές έννοιες (καλό-κακό, αγάπη-μίσος) και πηγάζουν από τη χειρονομιακή αμεσότητα και τον «πρωτόγονο» αυθορμητισμό ενός παιδιού. Ο δρόμος προς τη «γέννηση» του έργου είναι κι αυτός οργανικός, εφ’ όσον διαμορφώνεται σταδιακά, καθώς προχωρά το σμίξιμο των χρωμάτων που γεννούν τους συνειρμούς και τελικά τη διήγηση. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι μια μαγική εικόνα που άλλοτε διαβάζεται σαν ένα παλλόμενο, αφηρημένο τοπίο – η πλαγία ίσως του βουνού κι ο λαξεμένος βράχος των λατομείων της Μήλου κι άλλοτε σαν ερωτικός, θανάσιμος εναγκαλισμός, το «γλυκύτατό μου έαρ» του θρήνου της Παναγίας.