ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΑ 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2007
Ανδροπαρέες και σενάρια στο κέντρο της πόλης.
Ο φωτογράφος των γυναικών, χαρισματικός και γοητευτικός άνδρας, ανήκει στην παρέα τεσσάρων ατόμων που συναντιούνται και κάνουν στενή συντρόφια, πριν από επτά χρόνια στο Μιλάνο. Ένα είδος σεναρίου ξετυλίγεται, δίχως ιδιαίτερη πλοκή, όπου κυρίως περιγράφονται χαρακτήρες και εσωτερικές καταστάσεις. Στο σενάριο, ο φωτογράφος των γυναικών, κάποιος Χ. ενδιαφέρεται για τη διαδικασία κυρίως και όχι για το αποτέλεσμα της φωτογραφίας και για την επανάληψη χάριν της οποίας πιστεύει ότι πιθανώς προσεγγίζει την τελειότητα. (Εδώ μπαίνουν, όπως καταλαβαίνετε, αντιλήψεις του καλλιτέχνη-σεναριογράφου). Ο Μίλτος Μιχαηλίδης, νέος σχετικά καλλιτέχνης (γεν. 1971) προστρέχει στο σενάριο, το όποιο θα μπορούσε να έχει κινηματογραφική δομή στην ανάπτυξη του για να θίξει το ζήτημα της μνήμης. Η μνήμη, βέβαια, δεν είναι κάτι παγιωμένο, όπως ο χρόνος σε μια φωτογραφία, αλλά ζωντανή και δρώσα κατάσταση που εύκολα μεταλλάσει μορφές και ενίοτε δημιουργεί νέα αισθήματα.
Εδώ ο καλλιτέχνης τη χρησιμοποιεί ως αρχική πηγή εικόνων και της αφιερώνει μια ολόκληρη έκθεση, στην γκαλερί «Μέδουσα» με τίτλο «Ο φωτογράφος των γυναικών». Η φιγούρα του φωτογράφου αλλά και των μοντέλων και κυρίως τα ζητήματα του φωτισμού του κλειστού χώρου του δωματίου απασχολούν τον Μίλτο Μιχαηλίδη στη δική του αντιμετώπιση της ζωγραφικής (δηλαδή ώρες ατελείωτες προετοιμασίας, δοκιμές και συζητήσεις) όπου επιχειρεί να μας εισαγάγει στη διαδικασία.
Είναι μια εξαιρετική δουλειά αυτή η ζωγραφική του κλειστού χώρου, επίμονη και κοπιώδης στις παραλλαγές του ίδιου δωματίου, με διαφορετικό φως, εισαγωγή φιγούρας, αλλαγή θέσης και κάδρου.
ΑΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ…
Γνώρισα τον V. στο Μιλάνο, στο σπίτι τηs Evangelina Carlson. Μου συστήθηκε ως ο φωτογράφος των γυναικών. Ιδιαίτερα χαρισματικός άνθρωπος μου έκανε μεγάλη εντύπωση από την αρχή. Αργότερα όταν μια κάποια φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ μας , με κάλεσε και στο εργαστήριο του. Ήταν πραγματικά ο φωτογράφος των γυναικών. Της αινιγματικής και μελαγχολικής Γερμανίδας Vilma Bauer, της κομψής και ανεπιτήδευτης Sharlene Benoit από την Ελβετία, της απρόβλεπτης και ατίθασης Γαλλίδας με το παράξενο όνομα Lacey Michaud. Η Evangelina τους είχε ονομάσει το Κουαρτέτο του Μιλάνου, γιατί με εξαίρεση την ίδια ο V. παρέμενε πάντα πιστός στα τρία γοητευτικά μοντέλα του. Ως φωτογράφος ο V. έδινε περισσότερη σημασία στη διαδικασία της φωτογράφησης. Το αποτέλεσμα τον ενδιέφερε λιγότερο. Πίστευε ότι με την επανάληψη πετυχαίνει κανείς την τελειότητα. Γι’ αυτό και η εμμονή του στα τρία αυτά πρόσωπα. Όταν τα φωτογράφιζε περνούσε ώρες ολόκληρες κάνοντας δοκιμές με τις κάμερες και τα φώτα. Μερικές φορές σπαταλούσε μέρες σε προετοιμασίες και συζητήσεις χωρίς να τραβήξει ούτε μια πόζα. Στο τέλος κατέληγαν οι τέσσερις τους να κάνουν βόλτες στα μπαρ του Naviglio Grande μέχρι το πρωί. Σ’ αυτό το αλλόκοτο κουαρτέτο η Evangelina και εγώ ήμασταν τα επιμέρους στοιχεία. Είχαμε όμως και εμείς τους ρόλους μας. Η Evangelina λειτουργούσε λίγο και σαν χορηγός. Όσο για μένα είχα το ρόλο του παρατηρητή. Ο V. με συμπάθησε από την αρχή. Δέχτηκε λοιπόν την παρουσία μου για καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους. Ό,τι έβλεπα και άκουγα θα μου ήταν εξαιρετικά χρήσιμο στο μέλλον. Αυτή τουλάχιστον ήταν η άποψη του και δεν είχα κανένα λόγο να την αμφισβητήσω. Τις περιόδους που ερχόταν στο Μιλάνο η γυναίκα μου, από το Μονπελιέ όπου έμενε εκείνη την εποχή, γινόταν και αυτή μέλος της παράξενης παρέας. Σ ΄αυτήν ο V. ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία για έναν ακόμη λόγο. Ήταν εξαιρετικός χορευτής και λάτρης του ταγκό. Όταν χόρευαν μαζί ή τον έβλεπε να χορεύει την έκανε ,όπως μου έλεγε αργότερα, να θυμάται την Αργεντινή, τη μισή της πατρίδα. Πέρασε αρκετός καιρός έτσι και ομολογώ πως ό,τι έβλεπα και άκουγα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο. Σιγά-σιγά όμως όλη αυτή η μανία για επανάληψη και οι ατέρμονες προετοιμασίες άρχισαν να με κουράζουν. Η λάμψη του Μιλανέζικου Κουαρτέτου άρχιζε κι’αυτή να ξεθωριάζει τουλάχιστον στα δικά μου μάτια. Δεν μπορούσα να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό της Evangelina, ακόμα και η ομορφιά των τριών άλλων κοριτσιών με άφηνε αδιάφορο. Ανυπομονούσα όλο και περισσότερο για τις μέρες που ερχόταν στο Μιλάνο η γυναίκα μου. Βλέπαμε τότε και καμία χορευτική φιγούρα της προκοπής, μιλούσαν γαλλικά και με τη Lacey.Άλλαζε κάπως το σκηνικό. Η αλήθεια ήταν ότι είχα πλέον αρχίσει να ασφυκτιώ. Συνέχιζε να με ενθουσιάζει η διαδικασία, αλλά πια αναζητούσα και το αποτέλεσμα. Πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο ίδιος ο V. Δεν παρεξηγήθηκε καθόλου. Μου είπε ότι έφτασε πλέον ο καιρός να κάνω κάτι μόνος μου, η περίοδος της μαθητείας είχε τελειώσει. Έτσι μου έδωσε την άδεια να αποδεσμευτώ από τις υποχρεώσεις μου απέναντί του. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν επτά χρόνια. Έχω επιστρέψει πολλές φορές στο Μιλάνο. Τον V. και την συντροφιά του δεν θέλησα ποτέ να τους ξαναδώ. Μια μόνο φορά στο βιβλιοπωλείο Mondadori αναγνώρισα από μακριά την μελαγχολική φιγούρα της Vilma Bauer, αλλά δεν έκανα καμία κίνηση. Αναπολώ συχνά εκείνα τα χρόνια χωρίς να τα νοσταλγώ. Δεν έχω κρατήσει παρά μόνο μερικές φωτογραφίες που λειτουργούν σαν αφετηρία όταν το μυαλό αρχίζει να θυμάται. Κάτι σαν καύσιμο δηλαδή. Μια ματιά σ’ αυτές και η περίοδος του Μιλανέζικου Κουαρτέτου ξετυλίγεται μπροστά μου, όπως την έχει συγκρατήσει η μνήμη μου…