Wordpress
29.01.2012
Παντελής Τσάβαλος
Εγκαινιάστηκε την περασμένη Πέμπτη, στη Μέδουσα, η έκθεση με τη νέα δουλειά της Ελένης Ζούνη.
Πρόκειται για δυο ενότητες φαινομενικά χωριστές, αλλά ουσιαστικά αλληλένδετα δεμένες, καθώς το άγγιγμα πυροδοτεί αναπόφευκτα το στοχασμό για την ίδια την πράξη και ο στοχασμός με τη σειρά του ανατροφοδοτεί την ανάγκη για το άγγιγμα.
Ο σκεπτόμενος έλκει την καταγωγή του από το γλυπτό του Rodin, μια μορφή βαθιά χαραγμένη στη συλλογική μας μνήμη, ερμητικό σύμβολο της δύναμης του ανθρώπου να στοχάζεται πάνω στην αδυναμία του να πραγματώσει όσα επιθυμεί. Η Ζούνη ξεκινά από αυτή την αφετηρία και προχωρά στην εξελικτική μεταμόρφωση του σκεπτόμενου. Ακυρώνει την υλική του υπόσταση και μέσα από τη ζωγραφική πράξη τον μετουσιώνει σε ένα εικαστικό πεδίο πάνω στο οποίο προβάλλονται οι αντιληπτικές διεργασίες της ίδιας της έννοιας του στοχασμού.
Ο σκεπτόμενος αποκτά φασματική υπόσταση, ορίζει τον χώρο και ορίζεται απ’ αυτόν, συνομιλεί με τη σκιά του και με τον άλλο του εαυτό, παγιδεύεται στο κενό της απουσίας του, πραγματώνει το εκτόπισμα της παρουσίας του, φυλακίζεται στις κάθετες γραμμές της λογικής του, ονειρεύεται περάσματα του συναισθήματός του, περιβάλλεται από σκόρπια γράμματα, λέξεις, λόγια χωρίς να ξέρει αν τον απειλούν ή τον θωπεύουν. Ακροβατεί ανάμεσα στην αδυναμία της υπαρξιακής αμφιβολίας και στη δύναμή της ικανότητάς του να στοχάζεται για αυτήν…
Το άγγιγμα είναι η επαφή, το φιλί, το χάδι, η απώθηση. Η ανάγκη να εγκαταλείψουμε για λίγο τον ερμητικό, προσωπικό μας κόσμο και να αφεθούμε στον άλλον, στον κόσμο της ένωσης. Η εκρηκτική χαρά που πυροδοτεί αυτή η ένωση, αλλά και ο φόβος της απώλειας που εμπεριέχει. Τα κόκκινα γίνονται εκφραστικά ποτάμια συναισθήματος, αλλά και ανοιχτές πληγές. Οι μπρουντζίνες σχηματίζουν το γράφημα του πυροτεχνήματος της ένωσης με το σύμπαν που χαράζεται γύρω μας και μέσα μας. Το μαύρο γίνεται το κενό της απουσίας όταν η λάμψη του πυροτεχνήματος σβήνει και ερχόμαστε πάλι αντιμέτωποι με το κενό…
Η Ζούνη χειρίζεται με εξαιρετικά επιδέξιο τρόπο τη σύγχρονη εκδοχή του παλαιού αιτήματος της τέχνης ανάμεσα στη vita activa και τη vita contemplativa, την πράξη και το στοχασμό. Τα έργα της προσφέρουν και σε μας τη δυνατότητα να μετέχουμε σε αυτό το αίτημα, να νοιώσουμε και να στοχαστούμε, να αφεθούμε κι εμείς στο αμφίσημο πέλαγος που εκτείνεται από την ευφορία της πραγμάτωσης μέχρι την οδύνη της απώλειας. Η δύναμη των έργων βρίσκεται στην ίδια τη σχέση τους με το θέμα της ενότητας: η συνεχώς ανατροφοδοτούμενη σχέση ανάμεσα στη στοχαστική διεργασία και τη ζωγραφική πράξη, στο άγγιγμα και τον σκεπτόμενο.
Μην τη χάσετε!
Δύο διαφορετικές ενότητες έργων περιλαμβάνει η νέα εικαστική παραγωγή της Ελένης Ζούνη. Ο τίτλος της έκθεσής της, Ο σκεπτόμενος το άγγιγμα, ήδη προϊδεάζει σχετικά με αυτόν το δυϊσμό. Η πρώτη ενότητα αφορά έργα μεγάλων διαστάσεων, τα οποία απεικονίζουν ανθρώπους, ζώα ή ανθρώπους με ζώα, σε μια παράδοξη, αναπάντεχη ένωση. Η δεύτερη έχει ως αρχή, ως βάση, ως έμπνευση τον Σκεπτόμενο, το γνωστό γλυπτό του Auguste Rodin. Το ερμητικό, το αινιγματικό και το διφορούμενο που αφορούν τις συνθέσεις της ξεκινά από τον ίδιο τον τίτλο. Απ’ τη μια ο σκεπτόμενος κι απ’ την άλλη το άγγιγμα; Ο σκεπτόμενος που συλλογιέται το άγγιγμα; Ο σκεπτόμενος την ώρα που αγγίζει το πρόσωπό του οραματίζεται παράξενα ζευγάρια σε διαφορετικές συνευρέσεις; Η ταυτόχρονη παρουσίαση δύο διαφορετικών, εικονογραφικά, ενοτήτων χαρακτηρίζει από παλαιότερα τις εκθέσεις και τις παρουσιάσεις της Ε. Ζούνη. Το 2001, στην ατομική της στην Γκαλερί Μέδουσα, παρουσιάζει ταυτόχρονα μια ενότητα με έργα της προσωπικής εικαστικής της γραφής και μια ενότητα με πορτρέτα παιδιών από χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή της Λατινικής Αμερικής. Το 2004, και πάλι στην ατομική της με τίτλο Υπέροχοι άνθρωποι, στην ίδια γκαλερί, παρατηρούμε μια παράλληλη παρουσίαση. Απ’ τη μια την εξέλιξη της προσωπικής της τέχνης και, από την άλλη, μια δεύτερη ενότητα με παραποιημένα πορτρέτα επωνύμων, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με ψηφιακά επεξεργασμένες φωτογραφίες. Οι δεύτερες ενότητες παλιότερα ήταν στην ουσία ασκήσεις μιας ενασχόλησης με εικόνες της παγκοσμιοποιημένης σύγχρονης πραγματικότητας.
Στην παρούσα έκθεση, του 2012, η δεύτερη ενότητα μοιάζει να είναι μια ανάπαυλα με πειραματισμούς σε μορφές και έργα-σταθμούς, μεγάλης αναγνωρισιμότητας, της ιστορίας της τέχνης, βασικά του Rodin, αλλά και των Van Eyck, Rembrandt, Gustave Moreau και άλλων. Πιθανά, με τις ασκήσεις αυτές να επιθυμεί να διακόψει για λίγο τη συνεχή, επίπονη ενδοσκόπηση των εσωτερικών διεργασιών για ένα σχηματοποιημένο απείκασμα μιας εσώτερης πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που αποδίδεται στην τέχνη της με τους προσωπικούς μορφολογικούς κώδικες και με την ιδιαίτερη εικαστική αλφάβητο, μέσα από την πνευματική εγρήγορση και τη συναισθηματική φόρτιση του ψυχικού κόσμου της ζωγράφου. Τα έργα που αφορούν το άγγιγμα, τόσο υπαινικτικά, τόσο δυσανάγνωστα, τόσο ερμητικά, αποπνέουν μια ηρεμία, μια λεπτότητα, μια συγκινησιακή φόρτιση, στην κυριολεξία μέσα από το ελάχιστο. Στο Ζευγάρι που φιλιέται, το φόντο, από μοτίβα παλαιότερων έργων της, σαν μια ταπετσαρία από χρυσό, εκτελεσμένη με μπρουντζίνες, κατακλύζει τις επίπεδες επιφάνειες των μορφών. Η στάση, η ένωση στα χείλη πραγματοποιείται ήρεμα και απλά. Ένα κομμάτι κόκκινο, ανάμεσα στις δύο μορφές, σαν λίμνη, σαν κηλίδα, που απλώνεται για να οριοθετήσει τις δύο ανθρώπινες οντότητες, σαν μια χαρτογραφία από την εξωτερική στην εσώτερη διάσταση. Τα περιγράμματα και οι νύξεις απόδοσης των χαρακτηριστικών αποτελούν ταυτόχρονα το ελάχιστο και το ουσιώδες.
Στο έργο τού Σκύλου με τον άντρα, το άγγιγμα βγάζει περισσότερη ένταση, ίσως και πόνο, ενώ η εκτέλεση με κόκκινο και σχέδιο με στοιχεία και γραμμές από κάρβουνο αποδίδει μεγαλύτερη υλικότητα, βάθος, απτικότητα στη σύνθεση. Τα δύο Λευκά ζώα που φιλιούνται –θα μπορούσαν να είναι ελάφια, μονόκεροι, σκύλοι– επαναφέρουν την αίσθηση της ηρεμίας, ενώ σχεδιαστικά αποδίδονται με ελάχιστες γραμμές. Το ενδιαφέρον στοιχείο της σύνθεσης επικεντρώνεται στην αντίθεση του φόντου, με γραμμές από μπρουντζίνες στο άνω τμήμα και βαθύ μαύρο στο κάτω. Στα έργα που αφορούν τη δεύτερη ενότητα, τον Σκεπτόμενο, και κυρίως στα δίπτυχα, επανέρχεται τονισμένος ο δυϊσμός, τόσο σε επίπεδο εικονογραφίας όσο και σε μορφοπλαστικό επίπεδο. Με διάφορες τεχνικές, σε ξύλο, με μολύβι και χρώμα, σε μουσαμά με ακρυλικό, με σκόνη αγιογραφίας, με χαρτόνια, με φωτογραφικό χαρτί, με ζωγραφική σκόνη απλωμένη με τα χέρια, αναπτύσσεται η μορφή του καθιστού άνδρα. Ο Σκεπτόμενος, με λευκό φόντο, με μπλε σκούρες πινελιές, με σκόρπια μαύρα γράμματα, με μαύρες ρίγες, σε διάφορες εκδοχές, που παρουσιάζουν μετωπικά ή σε πλάγια θέαση, τον καθιστό σκεπτόμενο με το ακουμπισμένο χέρι. Γιατί η ζωγράφος επέλεξε τον γνωστό Σκεπτόμενο; Ίσως τη γοήτευε η ίδια η μορφή ως φόρμα. Μάλλον όμως αποφάσισε να τον ζωγραφίσει γιατί ανταποκρίνεται στις εννοιολογικές της αναζητήσεις ως προς το περιεχόμενο, μιας και ο καθιστός άνδρας είναι επαρκώς βυθισμένος στην υπαρξιακή του δίνη και της χρησιμεύει ως μοντέλο για τις δικές της αναπτύξεις. Στα δίπτυχα, το δεύτερο τμήμα αναπαράγει μια αναπάντεχη ένταση με τις εξπρεσιονιστικές εκρηκτικές φόρμες ενός μπερδεμένου κόσμου.
Η συμβολική, minimal σχηματοποίηση των μορφών, των γραμμών, των κηλίδων, των αποτυπωμάτων, τόσο γενικότερα στις συνθέσεις, όσο και ειδικότερα στο φόντο, ή στις μορφές, αποτελεί μια καθοριστικού τύπου συνθήκη της ζωγραφικής της Ε. Ζούνη και ίσως ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία μέσα στην εξελικτική πορεία της τέχνης της. «Στον Κοκκινίδη είχα αρχίσει να αποδομώ τον άνθρωπο και δούλευα το σχήμα της ατράκτου» λέει η ίδια για το δάσκαλό της και την περίοδο της μαθητείας της στη Σχολή. Η αποδόμηση του ανθρώπου μέχρι σήμερα καταλήγει σε μια διανοητική σχηματοποίηση, με φιγούρες που άλλοτε μοιάζουν με παραταγμένα ανθρωπάκια, άλλοτε γίνονται μικρές διαδοχικές γραμμές κι άλλοτε μετατρέπονται σε γραμμές που χύνονται, που λιώνουν προς τα κάτω. Μοτίβα μιας σχηματοποίησης που έχει αντιστοιχίες προέλευσης αλλά και γενεσιουργό αιτία στην πρωτόγονη τέχνη, μιας προσδοκίας επίτευξης μέσα από τη σχηματοποιημένη απεικόνιση.
Οι συνθέσεις της Ελένης Ζούνη έχουν την αφετηρία τους στη διανοητική επεξεργασία, πλαισιώνονται όμως κι από την έντονη διαίσθησή της, όπου το ίδιο το σώμα της συμμετέχει στην ίδια τη δημιουργία, όπως για παράδειγμα στην ενέργεια σχεδιασμού των κύκλων. Στις συνθέσεις αυτές –συχνά ερμητικά δυσανάγνωστες για το θεατή–, για την ίδια όλα τα συστατικά και κάθε λεπτομέρεια του συνόλου καταλήγουν να είναι ελεγμένα. Το μέρος και το όλον, ο μικρόκοσμος και ο μακρόκοσμος των απεικονίσεών της, με τις οικείες τεχνικές και τις μεθόδους της, με την ιδιαίτερη αισθητική της, τελικά καταλήγουν σ’ αυτόν το γοητευτικό, σχηματοποιημένο, ερμητικό συμβολισμό που αποδίδει με το ελάχιστο όλο το πνευματικό και ψυχικό πλαίσιο της εσωτερικής της πραγματικότητας.
Δρ. Λίνα Τσίκουτα-Δεϊμέζη Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης