ΟΙΚΙΑ Αύγουστος 2006
ΟΙΚΙΑ
Αύγουστος 2006
Γωγώ Αργυροπούλου
Ζώντας δημιουργικά
Το σπίτι της γκαλερίστα Μαρίας Δημητριάδη φλερτάρει με τον αττικό ουρανό, το φως και το απόλυτο λευκό προκειμένου να αφήσει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στα «μονάκριβά» της, τα έργα τέχνης μιας πλειάδας σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την γκαλερί της Μέδουσα.
Μαρία Δημητριάδη είναι το κατά κόσμον ονοματεπώνυμο της «Μέδουσας», το όνομα της γυναίκας που είναι η ψυχή της γνωστής γκαλερί του Κολωνακίου η οποία εδώ και είκοσι επτά χρόνια γράφει τη δική της ιστορία τέχνης. Η Μαρία δεν είναι «κοσμική», με την τρέχουσα έννοια τουλάχιστον, είναι όμως αδύνατον να περάσει απαρατήρητη. Είναι η πάντα λευκοντυμένη και γυμνασμένη φιγούρα που κινείται με έναν αέρα σιγουριάς μέσα στον κόσμο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μια δυναμική και ευφυέστατη γυναίκα, καλλιεργημένη, με καλά ακονισμένο ένστικτο,, που ζει διά της τέχνης, από την τέχνη και για την τέχνη. Ο προσωπικό της χώρος αναμενόμενο είναι να έχει «άποψη», που καθρεφτίζει μάλιστα την δική της κοσμοθεωρία και εκφράζει απόλυτα αυτή τη σύγχρονη και με τον τρόπο της απαιτητική γυναίκα. Το διαμέρισμά της βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την γκαλερί, σε μια μοντέρνα πολυκατοικία που «βλέπει» στο δρόμο, το δρόμο μάλιστα στον οποίο η ίδια γεννήθηκε. Με το που ανοίγεις την πόρτα του ασανσέρ βρίσκεσαι μπροστά σε έργα τέχνης που έχουν ξεχυθεί στον κοινόχρηστο πλέον χώρο «δώρο» της Μαρίας στους συνενοίκους της πολυκατοικίας. Το σπίτι βρίσκεται ψηλά για να έχει θέα στην πόλη και ουσιαστικά η πρόσοψή του είναι συρόμενοι υαλότοιχοι που καταργούν τα όρια του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου. Οι γλάστρες στη βεράντα μοιάζουν να είναι μια φυσική κουπαστή που προφυλάσσει χωρίς να εμποδίζει το βλέμμα. Προσφέρουν δε μια αίσθηση ασφάλειας αλλά και την ψευδαίσθηση ότι καθήμενος στον καναπέ του σαλονιού θα μπορούσες να απλώσεις το χέρι και να πιάσεις τα φυτά, μιας και ότι υπάρχει ένθεν και ένθεν της τεράστιας μπαλκονόπορτας μοιάζει να συνδιαλέγεται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ενός ενιαίου χώρου. Το λευκό μάρμαρο των δαπέδων τονίζει αυτή την εντύπωση του ενιαίου συνόλου και το φως της ημέρας αλλά και της νύχτας ζωντανεύει ότι υπάρχει μέσα στο σπίτι. Ιδιαίτερα το βράδυ, με τα φώτα της πόλης να σβήνουν πάνω στο μαύρο του ουρανού, κάτι «μαγικό| καταργεί τη βαρύτητα και μπορεί να σε ταξιδέψει μέχρι το άπειρο του Σύμπαντος, αρκεί να κουλουριαστείς στον καναπέ και να αφεθείς στη στιγμή. Όπως προείπαμε, ο χώρος αυτός μοιάζει πολύ με τη γυναίκα που τον δημιούργησε και τον βιώνει. Είναι ολόλευκος και ολόφωτος, αφαιρετικός και γεμάτος τέχνη. Η διαύγεια, η καθαρότητα των γραμμών, η πρακτικότητα και μόνο τα απολύτως απαραίτητα χρηστικά αντικείμενα είναι αυτά που κάνουν το κέλυφος φιλόξενο όσον αφορά στην πληθώρα των έργων που διαθέτει η ιδιοκτήτρια, ενώ η θηλυκή τρυφερότητα συναντιέται με τη ροκ διάθεση, σε ένα εργένικο σπίτι με ταυτότητα. Τα έργα τέχνης των Απέργη, Γρηγοριάδη, Θεοφυλακτόπουλου, Ζογγολόπουλου, Ζούνη, Κουλεντιανού, Λιναρδάκη, Μασούρα, Μαυροείδη, Ξάνθου, Πράσινου, Ρόρρη, Ραϋμόνδου, Σπέντζα, Ταστσιόγλου, Τζιώτη, Τράγκα, Anton, Stevenson και βέβαια του μεγάλου Takis τα οποία συντροφεύουν τη Μαρία Δημητριάδη είναι πολυσήμαντα γιατί, εκτός των άλλων, είναι και δημιουργίες – δηλαδή «παιδιά» – φίλων της. Τον έχει φορτίσει συγκινησιακά όπως μόνο ένα έργο τέχνης μπορεί να κάνει και κανένα άλλο άψυχο αντικείμενο. Ολόκληρο το σπίτι, ενώ με μια πρώτη ανάγνωση μπορεί να πει κανείς ότι είναι λιτό, ήσυχο και επίτηδες ουδέτερο, στη συνέχεια το βλέπει να αποκαλύπτει τις ευαισθησίες του, που έχουν να κάνουν με μνήμες και παιδικά παιχνίδια, με μια γενικευμένη διάθεση παιχνιδιού και άσβεστης δίψας για ελευθερία. Αυτό το σπίτι δεν έχει τίποτα που να παραπέμπει στο «μέσο όρο». Όπως ακριβώς και η ενδιαφέρουσα κυρία που το κατοικεί. Η δυναμική αντίθεση λευκού-μαύρου, το γυαλί και μια πρακτικά οργανωμένη κουζίνα, λευκή σαν χειρουργείο, συναντιούνται με τα ευτελή παιχνίδια που σκαρφάλωσαν στα ράφια της βιβλιοθήκης, τις προσωπικές φωτογραφίες, τα διάσπαρτα λευκώματα με τις λατρεμένες γάτες, το πολύ θηλυκό μπάνιο και τις ψαγμένες μουσικές που «γεμίζουν» το χώρο. Πίνακες και γλυπτά έχουν κατακλύσει το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη, από την είσοδο και το καθιστικό μέχρι την κουζίνα και το διάδρομο. Το απόλυτο λευκό του κελύφους σπάει μόνο στην τραπεζαρία και την κρεβατοκάμαρα με τα δάπεδα που στρώθηκαν με παρκέ. Στα ταβάνια λευκές ράγες με σποτ που κατευθύνουν το φως θυμίζουν γκαλερί, αλλά αυτό είναι και η μόνη τυποποιημένη λύση, αφού τα έργα είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, άλλων εποχών, διαφορετικών καλλιτεχνών, «ελεύθερα» μέσα στο χώρο, χωρίς περιοριστικούς κανόνες και σκοπιμότητες, που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζουν έκθεση ούτε καν συλλογή ενός συλλέκτη με συγκεκριμένο γούστο και εμμονές. Εδώ η τέχνη «ζει» και αναπνέει. Σε καμία περίπτωση δεν εκτίθεται με τη διττή σημασία αυτής της λέξης. Ένα μαύρο καθιστικό της Αντρέ Πούτμαν φερμένο από το Παρίσι, μια δερμάτινη πολυθρόνα του πατέρα της , ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι του Takis κι άλλο ένα μεταλλικό του Αλέκου Τριαντόπουλου στην Είσοδο, καθώς κι ένα γυάλινο στην κουζίνα πλαισιωμένο μεταλλικές καρέκλες από μέταλλο και πολυεστερικό καλώδιο κι ένα κρεβάτι σχεδιασμένο από την ίδια και επενδυμένο με ύφασμα, είναι ότι χρειάστηκε η Μαρία Δημητριάδη για να επιπλώσει το κολωνακιώτικο λοφτ της που «βλέπει» την πόλη αφ’ υψηλού. Λευκά υφάσματα και πολύτιμα παλιά σερβίτσια, κρυστάλλινα ποτήρια και κηροπήγια – άλλα του παππού της κι άλλα του Takis – μια αγκαλιά φρέσκα λουλούδια είναι ότι κάνει τη διαφορά, ανάγοντας την καθημερινότητα σε πολύτιμη εμπειρία πέντε αστέρων και των πέντε αισθήσεων. Οι πέντε Άγγελοι του Πάνου Ραϋμόνδου που προσγειώθηκαν στο σαλόνι, ολόσωμα ξύλινα γλυπτά που στέκονται κοντά στην αδιόρατη γραμμή μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, μοιάζουν να πετούν για να εξυψωθούν σε άλλες σφαίρες. Η μαγεία της τέχνης που ξανανοίγει το βλέμμα και απογειώνει το πνεύμα, που γίνεται ανάσα ζωής και τροφή, καλό είναι να μη «φυλακίζεται μόνο στα μουσεία και στις γκαλερί. Πρέπει να είναι παρούσα στην καθημερινότητά μας και ανά πάσα στιγμή απτή, να είναι «λόγος» και προτεραιότητα, όπως ακριβώς συμβαίνει στο σπίτι της Μαρίας Δημητριάδη.