ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
Ιούνιος 1986
Νίκος Γρηγοράκης
Η Μαρία Ζιάκα, που εξέθεσε τον Μάϊο – Ιούνιο στην Γκαλερί Μέδουσα την τελευταία ζωγραφική της δουλειά, είναι μια καλλιτέχνης που ανήκει στην γενιά του ’70. Αφού σπούδασε πρώτα ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, στη συνέχεια σπούδασε χαρακτική από το 1970-74 στο Λονδίνο.
Γνωστή περισσότερο ως χαράκτρια – τον περασμένο χρόνο (1985) πήρε το βραβείο χαρακτικής (χαλκογραφίας), παρουσίασε για πρώτη φορά ζωγραφική δουλειά της, το 1976 στην Αθήνα.
Αυτή τη φορά (στην τέταρτη ατομική της έκθεση ζωγραφικής), παρουσίασε 20 έργα που η θεματογραφία τους «συσπειρώνεται» κυρίως γύρω από τοπία και μερικά εσωτερικά. Χρωματικά επικρατούν μια ενότητα σε μπλε και μια άλλη σε μαβιά. Εκεί που θα ήθελα να σταματήσω πριν προχωρήσω στην μορφοπλαστική ανάλυση του έργου της είναι η τεχνική αντιμετώπιση των έργων αυτής της έκθεσης. Υλικό της χρωματικής της έκφρασης είναι το παστέλ. Μια μικτή τεχνική με λάδι και σκόνες από παστέλ, που το χρώμα ξερό περνά μέσα από το «σουρωτήρι» και επικάθεται στην επιφάνεια του χαρτιού σαν πούδρα προσδίνοντας με αυτόν τον τρόπο μια ιδιαιτερότητα στην ζωγραφική της επιφάνεια. Μια τεχνική της χαλκογραφίας (ακουατίντας), τεχνική οικεία που δανείζεται η χαράκτρια από τις γνώριμες χαρακτικές λύσεις. Μια κάποια «σκληράδα» της ματιέρας του λαδιού, οδήγησε την Ζιάκα να χρησιμοποιήσει αυτή τη λύση για την πλαστικότητα των έργων της (λάδι με σκόνες παστέλ).
Η γλυκερότητα του μετιέ του παστέλ αντισταθμίζεται στα έργα της από την καθαρή και σκληρή φόρμα των όγκων. Κι αυτό γιατί, για να μπορέσει να συλλάβει και να αποτυπώσει στον ελληνικό τοπίο που κάθε στιγμή αλλάζει τα- τη στιγμή που περνάει το φως από έξω προς τα μέσα ή τν ώρα που ο ήλιος δίνει τη θέση του στο σκοτάδι, η ζωγραφική χειρονομία πρέπει να είναι ταχύτατη, τόσο όσο και η μεταλλαγή του φωτός, ώστε να αιχμαλωτίσει την αμεσότητα της εντύπωσης. Έτσι, καταφεύγει πάνω σε χάρτινη επιφάνεια ώστε να μη δεσμεύεται από τις τεχνικές διαδικασίες που υπαγορεύουν άλλα υλικά και τεχνικά μέσα.
Το τοπία της Ζιάκα που υφολογικά ανήκουν σε μια γεωμετρική αφαίρεση τέμνονται από άξονες που μοιράζουν τη σύνθεση κα θεμελιώνουν έτσι τη δόμησή τους. Αποφεύγοντας τις ευκολίες της εικαστικής γραφής ή τις φλυαρίες με τις οποίες «παραγεμίζουν» τις ζωγραφικές συνθέσεις, η Μ.Ζ. από τα πρώτα της κιόλας βήματα τόσο στο ζωγραφικό της έργο, όσο και στο χαρακτικό, συνδέθηκε με τη μη παραστατική τέχνη. Χρησιμοποιώντας περιορισμένη σχετικά χρωματική διάλεκτο (κυρίαρχο το μπλε και λίγα κόκκινα, κληρονομιά λιτότητας χρωματικών τόνων από την χαρακτική) αφού καταγράψει τον κυρίως όγκο – φόρμα του θέματος, δηλαδή το ουσιώδες, διαγράφει τα συμπληρωματικά στοιχεία με μια τονικότητα που εναλλάσσεται τμηματικά. Η Μ.Ζ. μας δείχνει στην τελευταία της ζωγραφική προσπάθεια, τη συνέπειά της στην ερευνητική της ανησυχία, σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά της, και μας δημιουργεί την εντύπωση ενός θετικού αποτελέσματος πλαισιωμένου με εγκεφαλικούς συνειρμούς και συνεχίζει.