ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
12 Μαρτίου 2001
Μαρία Μαραγκού
Σωματικές μορφές
Λάδι και ακρυλικό, διαλυτικό και παλέτα, τελάρο. Παλιά, πολύτιμα μέσα της ζωγραφικής για όσους βέβαια αντέχουν να τα χειριστούν. Θέμα; Απαραίτητο στην παλιά ζωγραφική, απαραίτητο στα σύγχρονα μέσα. Κάποιους καλλιτέχνες τους ξεπερνά και άλλους τους καταπίνει. Ο θεατή εμμένει στη σιωπή. Χρειάζεται να αφιερώσει στο χρόνο του βλέμματος έως να δει ότι το όποιο θέμα είναι άχρηστο δίχως να το δικαιώνει η ζωγραφική. Ο Πλάτων μας κληροδοτεί τη σκέψη για το σώμα, στον «Τιμαίο», αναφέροντας ότι το ωραίο και αξιαγάπητο θέαμα οργανώνεται με την αντιστοιχία του σώματος και της ψυχής. Αν η ψυχή είναι πιο ισχυρή από το σώμα, το κλονίζει και το εξαντλεί, αν το σώμα είναι δυνατότερο από την ψυχή τη συνθλίβει, επιφέροντας τη μέγιστη ασθένεια που είναι η αμάθεια. Μορφή και περιεχόμενο, το παλιό καλό ζητούμενο. Μην το προσπερνάμε, όσο και αν τα μέσα που ευκολύνουν την ταχύτητα και την αρτιότητα προσφέρονται αφειδώς. Οι καλλιτέχνες που βλέπουμε σήμερα ανήκουν σε μια γενιά που μέστωσε στην ωριμότητα του όψιμου μοντερνισμού, καταδυναστεύτηκε από τους πατέρες της στην τέχνη για να βρει μπροστά της τους επερχόμενους. Λίγοι κατάφεραν να επιβιώσουν ουσιαστικά, έχοντας αποκοπεί από τη «δυνάστευση» του ομφάλιου λώρου τους που τους κρατούσε δεμένους στα ινδάλματα του ’60.
Οι αναφορές, ζωντανές, η διάθεση προσέγγισης προσωπικού λόγου στα πράγματα, εμφανής.
Ο Γιάννης Τζερμιάς ελευθερώνει τεράστια ενέργεια βουτώντας, στην κυριολεξία, στο κόκκινο χρώμα, άλλοτε καθαρό και άλλοτε βαμμένο στο καφέ και στο μαύρο. Έχει ανάγκη το μεγάλο μύθο και ακουμπώντας επάνω του γράφει στο τελάρο, αναφερόμενος όχι στα κείμενα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη αλλά στο πάθος του λόγου. Στις πράξεις των φόνων και στα αίτια. Η τελευταία του έκθεση (γκαλερί Μέδουσα) ταυτίζει το θέατρο με τη ζωγραφική, όχι γιατί χρησιμοποιεί ως θέμα τον Αίαντα ή τη Μήδεια αλλά, επειδή προσχωρεί στην ταχύτητα του λόγου, όπως εκφέρεται, ταυτίζοντάς τη με την απεριόριστη χρήση του χρώματος. Πληθωρικός ο Γ. Τζερμιάς, χρησιμοποιεί ενδοζωγραφικά και εξωζωγραφικά υλικά, κλείνει τη ζωγραφική σε βιβλία (παλιά του συνήθεια) μεγάλου μεγέθους, ορίζει τη σχέση θεατή-ζωγραφικής, επιζητώντας την ανάγνωσή της, από τη δική του χειρονομία. Ο θεατής, δηλαδή, χρειάζεται να ανοίξει μόνος το βιβλίο της ζωγραφικής για να διαβάσει τα δεινά της Μήδειας.
Οι ταυτίσεις βίαιες, οι χειρονομίες δραματικές. Η δόση που παίρνουμε; Ίσως υπερβολική, αφού ουδείς μπορεί να δει ολόκληρη την έκθεση του Τζερμιά. Προτείνουμε, ένα βιβλίο την ημέρα, σε όσους δύνανται. Εμείς οι άλλοι, μένουμε με την εικόνα των επίτοιχων που ολοκληρώνουν άριστα το περιεχόμενο των αιτημάτων του ζωγράφου.
Σχέση σώματος και ψυχής της ζωγραφικής, ζητήσαμε και οι απαντήσεις σαφώς δεν οδηγούν σε πλήρη συμπεράσματα. Δεν θα χρειαζόταν άλλωστε. Η ιστορία εξακολουθεί να γράφεται, δίχως απαραίτητα να την ορίζει χρονικά η αρχή, η μέση και τέλος που έτσι κι αλλιώς παραμένει άγραφο.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ
11 Μαρτίου 2001
Βιβή Βασιλοπούλου
Κόκκινο του έρωτα και του θανάτου
Στην αίθουσα τέχνης « Μέδουσα» η έκθεση του Γιάννη Τζερμιά Κ (Χ)ΡΟΝΟΣ.
Στον πρόλογο του καταλόγου ο δικός τους λόγος.
Θεώρημα: «Ο έξω από τα τείχη χώρος, αντικειμενικός χρόνος, ο μέσα από τα τείχη χώρος, υποκειμενικός χρόνος, ο φόνος διαφωνεί με την αναπαράσταση, στο φόνο ο χώρος απουσιάζει, υπάρχει μόνο ο χρόνος, ο χρόνος του θύματος, ο χρόνος του φονιά». Ο χρόνος – φονιάς ωστόσο υπάρχει ο χώρος του ζωγράφου = κατοικημένος πυκνά με ώριμους «ενοίκους», με αναμνήσεις προσωπικές και μνήμη συλλογική, με αναφορές σε προηγούμενα και προοπτική για τα επόμενα, με έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Και αυτός ο τραγικός χώρος εδώ παραχωρείται από το δημιουργό του στο χρόνο και την τραγωδία.
Στη Μήδεια, στον Αίαντα, στο Φιλοκτήτη, στον Αγαμέμνονα. Στα «βιβλία» τους και τις ματωμένες σελίδες που έγραψαν.
Στο κόκκινο αίμα και χρώμα με την υπέροχη μακέρα. Του έρωτα και του θανάτου.
Στο βάθος του χρόνου και αυτού του πολύσημου κόκκινου είδα τη φωτιά του «Προμηθέα» να καιει και τον αναζήτησα παντού. Υπήρχε. Κι ας μην αναφερόταν ρητά. Γι’ αυτό, αντί για άλλο σχόλιο, θα καταθέσω υπερθεματίζοντας τα λόγια για το χρόνο που είχε γράψει ο Κ. Καρνασιώτης για το δικό του Προμηθέα.
Από εκείνη την «εικαστική πρόταση» έλειπε το κόκκινο. Αλλά ήταν οι λέξεις πορφυρωμένες . Από το χρόνο. Και «σημαντικές».
«Ο χρόνος λαμβάνει ιδιαίτερη υφή και διάσταση σε αυτή την αισχυλική τραγωδία.
Όλα συντελούνται εμπρός στα μάτια του θεατή, όμως μοιάζουν σαν άλλης στιγμής γεγονότα, ως κάποτε να έχουν συμβεί η ως να πρόκειται να εμφανιστούν από το επέκεινα».
Και το πιο τραγικό να «έχει περισσότερο καιρό απ’ όσο θα ‘θελε», όπως λεει για τον εαυτό του ο Προμηθέας.
«Τον μυριετή χρόνον αθλεύσω». Είμαστε σταυρωμένοι πάνω στο χρόνο.
Ωστόσο, στη χρήση του χρόνου λογαριαζόμαστε. Και στη χρήση του χώρου.
Δεν πρέπει να βρεθεί έλλειμμα. Ο πραγματικός δημιουργός τα ξέρει καλά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
11 Απριλίου 2001
Νίκος Ξυδάκης
Τα όπλα του εξπρεσιονισμού
Έως που φθάνει η ζωγραφική; Ο Γιάννης Τζερμιάς, ζωγράφος με πορεία και επιτεύγματα, επιχειρεί να δώσει κάποιες απαντήσεις στην τελευταία του έκθεση, με ζωγραφική γύρω από θέματα της Ιλιάδας και της αρχαίας τραγωδίας. (Φιλοκτήτης, Αίας, Μήδεια). Συνεχίζει την προβληματική που άρχισε πριν από πέντε χρόνια, όταν είδαμε ανάλογη έκθεσή του για τους προσωκρατικούς.
Ο Τζερμιάς είναι θερμός, ορμητικός εξπρεσιονιστής τη ζωγραφική του τη χαρακτηρίζει η χειρονομιακή πινελιά, το ταμπλό του είναι αφαιρετικό συχνά, η φιγούρα μόλις διασώζεται, καθώς ενδιαφέρει κυρίως η δυναμική του θέματος, η έκφραση, η ζωγραφική αίσθηση. Πώς λοιπόν ένα άγριος ή αφαιρετικός, εξπρεσιονιστής θα καταφέρει να εικονίσει θέματα από τα ομηρικά έπη και την τραγωδία; Ο Τζερμιάς δίνει την απάντησή του, αλλά η αίσθηση που αποκομίζει ο θεατής είναι ότι, παρ’ όλο τον φανερό κόπο και τις επίσης φανερές αρετές του καλλιτέχνη, το θέμα πλακώνει τη ζωγραφική.
Αντιθέτως, όταν γέρνει προς μια «εννοιακή», ας την πούμε ζωγραφική, η καλή ζωγραφική του περιορίζεται μόνο στα μη περιγραφικά μέρη, εκεί όπου δεν πρέπει σώνει και καλά να δείξει το ξίφος, να αναπαραστήσει τη σκηνή.
Είναι δύσκολο, μετά τον αττικό αγγειογράφο με την άκρα στιλιστική λιτότητα, να αφηγηθείς διαφορετικά την αυτοκτονία του Αίαντα, πρέπει να επινοήσεις ΄να ριζικά νέο εικονιστικό σύστημα.
Ωστόσο, τέτοια μείζονα θέματα, που έχουν ιστορηθεί με τέτοιους τρόπους, τολμώ να πω ότι θέτουν τα ίδια τους, όρους αναπαράστασής τους; ένα αέρινο μανιερισμό, μια παραστατικότητα ακραία στυλιζαρισμένη.
Ο Τζερμιάς δεν ζωγραφίζει έτσι. Δεν είναι επίσης μοδάτος, ή εξυπνάκιας οπορτουνιστής, για να βρει κόλπα και να υπεκφύγει. Αναμετριέται στα ίσα. Ο εξπρεσιονισμός του δεν αφηγείται, δεν παριστάνει, είναι. Και είναι ενδοσκοπικός, ουσιαστικά, κοιτά προς την κρυμμένη ανεικόνιστη ουσία, προς το άπιαστο. Παίζει με τις εντάσεις, τις αντιθέσεις, τις σιωπές, τον ρυθμό.
Τι μένει; Μια άνιση αναμέτρηση του ζωγράφου με τα αρχέτυπα της θεματικής του. Τα όπλα τ ου είναι καλά, αλλά όχι πάντα αποτελεσματικά για την συγκεκριμένη μάχη.
ΤΑ ΝΕΑ
4 Απριλίου 2001
Χάρης Καμπουρίδης
Αναμετρήσεις με στερεότυπα
Σε ποιες αναλογίες μπορούν το υποκειμενικό χρώμα ή το εξπρεσιονιστικό σχέδιο να διαπραγματευθούν την γυμνή ανθρωπομετρική φόρμα ή την αφήγηση αρχαιοελληνικών μύθων; Στοχαστικές πινελιές από τον Γιάννη Τζερμιά (Μέδουσα)
Άλλο το «χύμα» και άλλο το τυποποιημένο. Όταν ο ζωγράφος θεωρεί τον πίνακα σημαντικότερο απ’ την εμπειρική πραγματικότητα που όλοι αναγνωρίζουμε, τότε αποφασίζει και χρησιμοποιεί όποια χρώματα και σχήματα του αρέσουν, συχνά και χωρίς καμιά συνάφεια με τον έξω κόσμο. Αντίστροφα, όταν έχει «θέμα» με αναγνωρίσιμες εικόνες, τότε ο πίνακας θεωρείται δέσμιος – «αντανάκλαση» – του πραγματικού κόσμου. Ρομαντισμός, πάθος, υποκειμενισμός, «τέχνη για την τέχνη» στην πρώτη περίπτωση, κλασικισμός λογική, κοινωνικότητα, «τέχνη για την κοινωνία» στη δεύτερη. Είναι οι δύο διαχρονικοί «άσπονδοι φίλοι», οι δύο μεταβλητές που καθορίζουν την τέχνη όλων ων εποχών, σε εναλλασσόμενα ποσοστά.
Πριν από 15-20 χρόνια ο εξπρεσιονισμός ήταν το «χύμα» – η κακόηχη λέξη είναι και μια μετάφραση του γερμανικού κινήματος fluxus, – που κυρίευσε τις γκαλερί. Στις ημέρες μας, – στην εποχή του «κλιν κατ» – το αρχηγικό παιχνίδι το καθοδηγεί ο ρεαλισμός, ο κλασικισμός, η αναγνωρίσιμη ζωγραφική: υψηλών προδιαγραφών νεοκλασικισμός για τη μεγαλοαστική τάξη (Αχ. Δρούγκας, Μ. Μακρουλάκης), «εικαστική φωτογραφία» για τις μικροαστικές μάζες που προβάλλουν τα περιοδικά λάιφ-στάιλ και πολλές γκαλερί του Ψυρή. Μεταξύ συλλεκτών, ο εξπρεσιονισμός είναι στα κάτω του – όπως και η συγγενής του, η τρισδιάστατη ζωγραφική, με τα περιβάλλοντα κ.λπ. – όσο κι αν εξακολουθεί να συνοδεύει ποσοστιαία πολλές άλλες τάσεις. Είδαμε, ήδη, αρκετές ευρηματικές μεταλλαγές εξπρεσιονιστών (Γ. Γκολφίνος, Γ. Κόττης, Τ. Μαντζαβίνος, Κ. Γεωργίου) προς πλέον αναγνωρίσιμες καταστάσεις. Και αντιμετωπίζουμε αυτές τις ημέρες την έκθεση ενός ακόμη λαμπρού ζωγράφου, το Γιάννη Τζερμιά («Μέδουσα»), ο οποίος υπό τον τίτλο «Κρόνος – Χρόνος» επιχειρεί να μετατρέψει το πάθος σε λογική, τις «κουνημένες» πινελιές σε συμβατικό λεξιλόγιο που ν’ αφηγείται ιστορίες.
Στην αίθουσα, αντικρίζουμε μεγάλους πίνακες, που στο μισό τους μοιάζουν με πολύχρωμες εκρήξεις ηφαιστείων και στο άλλο μισό εικονογραφούν ανθρώπινα μέλη. Οι τίτλοι είναι αρκετά φιλολογικοί, θεατρικοί ακριβέστερα, και παραπέμπουν στην αρχαιοελληνική μυθολογία: Μήδεια, Αίας, Φιλοκτήτης κ.α.
Έτσι μαζί με τα υπόλοιπα εκθέματα – μικροί ζωγραφισμένοι μουσαμάδες, δεμένοι σε πρωτόγονα βιβλία – ο ζωγράφος, επιχειρεί μια αναμέτρηση με μια πανίσχυρη διαχρονική, στερεότυπη θεματολογία, ενώ το εκφραστικό μέσον του δεν είναι γεννημένο για περιγραφές και φιλολογίες. Ας πούμε προκαταβολικά: Το εγχείρημα μοιάζει με τον Οδυσσέα που προσπαθεί να ξαναμαζέψει τους ανέμους του Αιόλου στον ασκό. Είναι τόλμημα θεϊκών προδιαγραφών και , καθώς γίνεται από θνητό, ερωτοτροπεί με το αδύνατο, το ηρωικό, το τραγικό. Ο Τζερμιάς διατηρεί έτσι το παράσημο του ακραιφνούς εξπρεσιονιστή, που νοιάζεται περισσότερο για τον ρομαντικό αγώνα και όχι για τα μετρητά της αναγνωρισιμότητας. Δυνατή ζωγραφική, καλό σκεπτικό, αλλά με οπτικό αποτέλεσμα δυσανάγνωστο και αρνητικό προς τις φιλολογικές στοχαστικές προθέσεις.