ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Ιανουάριος 1995
Εμμανουήλ Μαυρομάτης
Η Αποστολίδου είχε εκθέσει στην Μέδουσα το 1989 και είχε παρουσιάσει τότε μια σειρά από εργασίες σε λάδι και σε μικτή τεχνική που είχαν ενδιαφέρον από την πλευρά των υλικολογικών τους απασχολήσεων. Αλλά οι εργασίες αυτές, λόγω της τοπιογραφικής τους θεματολογίας και προέλευσης, είχαν εμφανώς συνδεθεί με συγκεκριμένες εικόνες. Αυτό περιόριζε την ελευθερία της ανάπτυξης από την πλευρά της ύλης τους, που ήταν και το κίνητρο.
Έκτοτε όμως είναι εμφανές ότι η Κατερίνα Αποστολίδου πραγματοποίησε ένα σημαντικό βήμα του οποίου ίσως και η ίδια να μην έχει ακόμα αντιμετωπίσει την ευρύτητα των συνεπειών: είναι η επιλογή της, να χρησιμοποιήσει το χώρο ως μια αλληλοεμπλοκή και ως μια αλληλουχία από άδειες δομές, τις οποίες οργανώνει στεγνά και αυστηρά με βάση μετάλλινα οικοδομικά πλέγματα και άδειες μορφές-χώρους από τσιμέντο στις διαπλοκές τους. Επίσης, η μονοχρωμία τους στο ίδιο το χρώμα της ύλης τους και η μη-καλλιγραφική τους επεξεργασία αποδίδουν την δυνατότητα ένταξης αυτών των εργασιών σε ένα οποιοδήποτε περιβάλλον, του οποίου θα ήταν ως οι νοητές επαναλήψεις του χώρου. Ένα επίτευγμα των κατασκευών της είναι η απλότητα των οργανώσεων, παρόλη την πολυπλοκότητα των ελασμάτων και ότι επίσης είναι εγκατεστημένες σε τυποποιημένα κινητά μεταλλικά πλαίσια, ώστε να αποφεύγεται ο χαρακτήρας του γλυπτού ή του βάθρου.
Η Αποστολίδου έχει σαφείς γλυπτικές ικανότητες που παρακολουθούμε στις γούρνες της-σακούλες στις οποίες μελετά το κρέμασμα του τσιμέντου και την οριακή ένταση που υποδύεται η μορφή όταν χρησιμοποιείται στο όριο της αντοχής της ύλης της. Επίσης, έχει δοκιμάσει σε ένα από τα γλυπτά της, την πρόταση της απόλυτης γυμνότητας της δομής, από την οποία έχει αφαιρέσει το διάλογο με το τσιμέντο. Πρόκειται για ενδιαφέρουσες εργασίες στο παρόν τους και στην προοπτική τους, για τις οποίες ελπίζουμε ότι η καλλιτέχνης θα μας δώσει την ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε στο μέλλον.