ΗΛΙΑΙΑ Ιανουάριος 2006

ΗΛΙΑΙΑ
Ιανουάριος 2006

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

Εμμανουήλ Μαυρομάτης

Η Τέχνη και το Χρήμα (ΙΙ)

Η ανάλυση της Μαρίας Δημητριάδη της Αίθουσας Τέχνης Μέδουσα.

1. Πώς επιβιώνει και πως ζει σήμερα μια Αίθουσα Τέχνης στην Ελλάδα και από που αντλεί τους πόρους κάλυψης των εξόδων της; Ποια ήταν τα αποτελέσματα και οι εμπειρίες σας ως προς αυτόν τον τομέα, τα τελευταία περίπου χρόνια;

Πουλώντας έργα είτε των μόνιμων συνεργατών είτε σε δευτερογενή αγορά, αρκεί τα έργα να άπτονται των ενδιαφερόντων της γραμμής της γκαλερί, άρα του κοινού (των πελατών) που έχει ήδη διαμορφώσει. Η Μέδουσα, τα τελευταία χρόνια, έχει μια συνεχή ανοδική πορεία είτε αυτό αφορά πωλήσεις έργων συνεργατών της είτε έργα δευτερογενούς αγοράς και αυτό πιστεύω ότι οφείλεται σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων να ασχοληθούν με την τέχνη καθώς και στη συνεχή προσπάθεια της γκαλερί τα τελευταία χρόνια, να προσελκύσει διεθνείς συλλέκτες.

2. Πώς μια Αίθουσα Τέχνης επιλέγει τους Έλληνες καλλιτέχνες που θα εκθέσει και ποιες ήταν – αν υπήρξαν – οι ενδεχόμενες διαφοροποιήσεις σας τα τελευταία δέκα χρόνια ως προς τις μέχρι τώρα επιλογές σας – για παράδειγμα λόγω του εμφανούς ανοίγματος της ελληνικής καλλιτεχνικής αγοράς, σε ξένους καλλιτέχνες;

Σύμφωνα με τις αισθητικές μου απόψεις οι οποίες διαμορφώθηκαν και συνεχίζουν να διαμορφώνονται προϊόντος του χρόνου από τη στιγμή που κρίνω για τον εαυτό μου ότι είμαι ένας άνθρωπος που έχει δικαίωμα να εξελίσσει τη σκέψη του και συνεπακόλουθα τη γνώμη του, ως προς την τέχνη μέσα στο χρόνο. Μέσα στο σκεπτικό της Μέδουσας υπάρχει και έχει απασχολήσει το άνοιγμα σε ξένους καλλιτέχνες, πλην όμως, επειδή θα ήθελα προς προβώ σε οποιαδήποτε ενέργεια, να είμαι σίγουρη για το που θα στοχεύσω και τι αποτελέσματα θα έχω, βρίσκομαι στη διαδικασία της μελέτης και της έρευνας. Γιατί δεν θα είχε για την Μέδουσα κανένα νόημα να εκθέσει έναν άγνωστο καλλιτέχνη από την Ουκρανία ή την Πορτογαλία στο ελληνικό κοινό και έκτοτε να μην μπορέσει να παρακολουθήσει την πορεία του ή να προωθήσει το έργο του. Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η γκαλερί δραστηριοποιείται στην Αθήνα και ότι ο προβληματισμός της βρίσκεται σε παραλληλία με τον προβληματισμό ορισμένων Ελλήνων καλλιτεχνών τους οποίους θα ήθελα να βοηθήσει να εκθέσουν την δουλειά τους στο εξωτερικό. Και αυτό, επειδή πιστεύω ότι σ’ αυτή τη χώρα υπάρχει ένα δυναμικό το οποίο αξίζει κάθε προσπάθεια. Συνεπώς, οι διαφοροποιήσεις έγκεινται σ’ αυτό το σημείο.

 

3. Με ποιες σκέψεις, με ποιες απόψεις, επιλέγετε τους νέους καλλιτέχνες που σχεδόν για πρώτη φορά παρουσιάζετε; (Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη “κριτήρια” γιατί είναι πολύ ισχυρή, προτιμώ κάτι απλούστερο). Έχουν παίξει ρόλο σ’ αυτές τις επιλογές σας, οι καλλιτεχνικές τάσεις που κατά καιρούς κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική σκηνή; Έχετε ή είχατε ίσως τη διάθεση να παρουσιάσετε εργασίες που να έρχονται σε αντίθεση με το κυρίαρχο ρεύμα;

Όπως έχω ήδη απαντήσει, η γκαλερί επιλέγει τους συνεργάτες της σύμφωνα με τις αισθητικές της απόψεις, οι οποίες εξυπακούεται ότι δεν αλλάζουν σύμφωνα με το κυρίαρχο ρεύμα, αλλά στοιχειοθετούνται από την εξέλιξη της ίδιας της ζωής μου, υπαινικτικότερα και μάλλον δυσδιάκριτα. Συνεπώς, αν και γνωρίζω ή προσπαθώ να γνωρίζω τις τάσεις στη διεθνή σκηνή, επισκεπτόμενη διεθνείς Bienalle και Foires, αλά και μελετώντας σε καθημερινή βάση, πληροφορούμενη μέσω περιοδικών, internet, βιβλίων, για ότι συμβαίνει, πρέπει να πω ότι εν τέλει, δεν επηρεάζομαι στις επιλογές μου νέων καλλιτεχνών από το τι συμβαίνει στην ευρωπαϊκή διεθνή σκηνή, αλλά από την πειθώ των έργων τους.

4.Ποιό είναι, ή ποιο θα ήταν το κίνητρο για σας, μιας συνεργασίας με ευρωπαϊκές ή αμερικανικές Αίθουσες Τέχνης ή με ξένους θεσμούς εν γένει, που είναι σχετικοί με την τέχνη; Είχατε ή έχετε εμπειρίες προς αυτή την κατεύθυνση;

Πρέπει να πειστώ ως προς τη σοβαρότητα της συνεργασίας η οποία θα αποτελέσει εχέγγυο, ώστε το κίνητρο για τη συνεργασία, που είναι όπως ήδη, έχω αναφέρει, η επιθυμία προώθησης των συνεργατών μου, μέσω ενός κάποιου επιπέδου, στο εξωτερικό, να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Η γκαλερί έχει ήδη αρκετές εμπειρίες τέτοιου τύπου, των οποίων τα αποτελέσματα την ενθαρρύνουν να συνεχίσει.
5. Τελευταία ερώτηση: Έχετε παρατηρήσει διαφοροποιήσεις στο προτεινόμενο στην Ελλάδα, προς έκθεση, έργο από τους Έλληνες καλλιτέχνες (προφανώς από τους πιο νέους), που να παρουσιάζει μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα από άλλοτε, στα κυρίαρχα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα; Έχετε προτάσεις για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετικό τρόπο αυτή η προσαρμοστικότητα – αν υπάρχει – και πώς σκέπτεστε ή φαντάζεστε την καλλιτεχνική λειτουργία σήμερα, από την ελληνική πλευρά, μέσα σε ευρωπαϊκά πλαίσια; Μπορεί να είναι ισότιμοι οι όροι της λειτουργίας ενός Έλληνα καλλιτέχνη, σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, με τους αντίστοιχους όρους ενός ευρωπαίου καλλιτέχνη από τις κεντρικές χώρες, ή κατά τη γνώμη σας αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό;

Ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης, η απάντησή μου είναι ναι, – παρατηρείται μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα από άλλοτε στα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα. Χωρίς να το κρίνω, πιστεύω ότι είναι φυσικό και αναμενόμενο σε εποχή αποθέωσης της πληροφορίας.

Πλην όμως οφείλω να απαντήσω ότι οι καλλιτέχνες οι οποίοι ενδιαφέρουν την Μέδουσα, είναι καλλιτέχνες που δεν θα μπορούσα να πω ότι χαρακτηρίζονται τόσο από την προσαρμοστικότητα στα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα, όσο από τη διήθηση μέσα από το φίλτρο του δικού τους πολιτισμού, των πληροφοριών και των ερεθισμάτων που λαμβάνουν, έτσι ώστε το έργο τους να αποτελεί μέρος αφενός του σύγχρονου προβληματισμού και αφετέρου, να αντανακλά τη δική τους υποκειμενικότητα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την παιδεία τους. Συνεπώς, εφόσον θεωρούμε ότι τα παραπάνω ισχύουν, κρίνουμε ότι η κάθε έκθεση στο εξωτερικό των έργων αυτών των καλλιτεχνών θα κινήσει το ενδιαφέρον επειδή θα είναι έκθεση που θα συμβάλλει και θα επεκτείνει τον διάλογο ως προς το σημερινό γίγνεσθαι και ταυτόχρονα, θα αντιπροσωπεύει τη χώρα μέσω προϊόντων καλλιτεχνικών τα οποία εδράζονται στον πολιτισμό της.
Στην ερώτησή σας, τέλος, ως προς την καλλιτεχνική λειτουργία, η απάντησή μου είναι ότι αυτή γίνεται μέσω εκθέσεων και συμμετοχών σε εκθέσεις. Δυστυχώς, η έλλειψη Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και θεσμικών κέντρων που σκοπό θα είχαν την προώθηση και την ενθάρρυνση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, μοιραία καθιστούν τη θέση ενός Έλληνα καλλιτέχνη σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ανισότιμη – και ως προς το αν αυτό είναι σημαντικό, κρίνω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη.