Ρόρρης: Ζωγραφική 1996-2003
Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Ν. Υόρκη, 5 Φεβρουαρίου – 5 Μαρτίου
του JONATHAN GOODMAN
15 Φεβρουαρίου 2004
Σε ένα σύντομο αλλά καίριο κείμενο καταλόγου, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, διευθύντρια της ελληνικής Εθνικής Πινακοθήκης, δηλώνει από την αρχή την άποψή της για τον άκρως ταλαντούχο Αθηναίο ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη, για τον οποίο λέει ότι “αντιπροσωπεύει ένα είδος ζωγράφου υπό εξαφάνιση”. Ωστόσο το κοινό του Ρόρρη δεν θα συμφωνήσει κατ’ ανάγκην —είναι περισσότερο θέμα του ποιος και τι τραβά την προσοχή παρά μια κατάσταση όπου η ρεαλιστική ζωγραφική φθίνει. Στην Αμερική, τουλάχιστον, η παράδοση του ρεαλισμού, αν και περνά δύσκολους καιρούς, επιβιώνει: με δεδομένη τη δημοκρατική μας αγάπη για τον πλουραλισμό στην τέχνη, επικρατεί η αίσθηση ότι αν οι όροι του παιχνιδιού είναι ισότιμοι σχεδόν κάθε στυλ, μεταξύ των οποίων και η παραδοσιακή παραστατικότητα, μπορεί να ακμάσει. Ίσως στην Ελλάδα τα πράγματα να είναι διαφορετικά: μπορεί να μην υπάρχει η ίδια αίσθηση των ευκαιριών, η επίγνωση των ανοιχτών συνθηκών που δεν θα υποστήριζαν μόνο την πρωτοπορία αλλά και ένα στυλ βασισμένο στη ζωγραφική παράδοση. Αν είναι έτσι, το καλό είναι ότι ο Ρόρρης είναι ένας καλλιτέχνης με ξεχωριστές ικανότητες και ύφος ο οποίος επιλέγει να ζωγραφίζει φίλους και συγγενείς έχοντας εξαιρετική επίγνωση της ιστορίας της τέχνης.
Ενώ όμως ο Ρόρρης είναι σαφώς ένας καλλιτέχνης με προσέγγιση που τον κατατάσσει σε μια μακρά παράδοση, έχει επιλέξει σχολαστικά ένα στυλ που τον συνδέει με πιο σύγχρονες μορφές, με ζωγράφους όπως ο Picasso, ο Balthus και ο Francis Bacon. Σήμερα, η δυσκολία για έναν καλλιτέχνη που υπηρετεί την παραστατικότητα έχει να κάνει με την ανεξαρτησία και την ιδιοσυγκρασία — πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης όπως ο Ρόρρης να εκσυγχρονίσει τα επιτεύγματα του παρελθόντος με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να απορριφθεί σαν ένας καλοπροαίρετος αλλά σκουριασμένος ακαδημαϊστής, προσηλωμένος σε ζητήματα που συζητούνται εδώ και αιώνες; Πιστεύω ότι για έναν τέτοιο ζωγράφο αυτό που μετρά είναι η ιδιαιτερότητα της εικόνας. Αν και ο Ρόρρης δεν επιδιώκει την εκκεντρικότητα —και τα έργα του δεν είναι αλλόκοτα— είναι γεγονός ότι παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα τόσο εντυπωσιακά έντονη ώστε να τον κάνει να ξεχωρίζει ως καλλιτέχνης του μέσου που επέλεξε. Η αισθητική του είναι όντως ιδιότυπη. Συχνά οι άνθρωποι στους πίνακες του Ρόρρη δείχνουν εκτός τόπου μέσα σε έναν πολύ μεγαλύτερο χώρο: δεν είναι τόσο το ότι δείχνουν μικροσκοπικοί αλλά το ότι φαίνονται να μην ταιριάζουν στο δωμάτιο ή στην καρέκλα τους—τόση είναι η άβολη αίσθηση που αποπνέουν οι χαρακτήρες του. Και μέσα στα μικρά δωμάτια όπου εκτυλίσσονται τα θέματά του, ο Ρόρρης αφήνεται σε αφαιρετικά περάσματα, που μπορεί να είναι ένας τοίχος του δωματίου ή η φαινομενικά περιττή ανάπτυξη ενός εφέ.
Με αυτό τον τρόπο λοιπόν οι πίνακες του Ρόρρη λειτουργούν πιο περίπλοκα απ’ ότι μια απλή αναπαράσταση: είναι ασκήσεις ύφους που καλύπτουν μια ευρύτερη γκάμα στοιχείων σε σχέση με ότι προηγήθηκε. Ασφαλώς, ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος στην τέχνη του οφείλεται στα καίρια ψυχολογικά προφίλ που παρουσιάζει με τα έργα του. Ο ίδιος έχει πει για τους ανθρώπους που ποζάρουν γι’ αυτόν, “Τα μοντέλα μου δεν είναι επαγγελματίες. Θέλω να γνωρίζω τη ζωή τους, την ιστορία, τα βάσανά τους. Δεν μ’ ενδιαφέρει ένα πρόσωπο χωρίς ιστορία.” Από αυτή την άποψη η γλώσσα του είναι συντηρητική, απόλυτα κατανοητή στα πλαίσια μιας ιστορικής ανάγνωσης. Από εκεί και πέρα όμως περιπλέκει αθόρυβα την κατάσταση – για παράδειγμα, διευρύνει τη μικρή σπουδή για ένα πορτρέτο ζωγραφίζοντας τον περίγυρο του δωματίου σε πάνελ που κατόπιν ενώνονται με τον πυρήνα του πίνακα, έτσι ώστε να μπορεί να δει κανείς πώς ο Ρόρρης ‘έχτισε’ τη σύνθεσή του. Η τακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα το άνοιγμα του πίνακα, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, οπότε το έργο μετατρέπεται σε ‘διατριβή’ που περιλαμβάνει τόσο το πρόσωπο όσο και τον χώρο γύρω από αυτό. Αυτές οι περιπλοκές μπορεί να οφείλονται στον Lucian Freud, έναν ζωγράφο που δεν αναφέρει η Λαμπράκη-Πλάκα μεταξύ των επιρροών του Ρόρρη (όπως κάνει π.χ. για τους El Greco, Velasquez και Rembrandt) αλλά που ενδέχεται να ενέπνευσε τη γενική αίσθηση ασφυξίας και κλειστοφοβίας που δίνει στη δουλειά του Ρόρρη τον αναπόφευκτα σύγχρονο αέρα της.
Η αυστηρότητα του Ρόρρη έχει και κάτι το βλοσυρό. Στη Σπουδή για πορτρέτο του Τάκη Πιτσελά (1997) ο πρωταγωνιστής, ντυμένος με τσαλακωμένο κοστούμι και γραβάτα, κάθεται σε μια καρέκλα αριστερά στο μέσο του πίνακα. Το δωμάτιο είναι φθαρμένο: η πλαστική επένδυση με το αραμπέσκ σχέδιο καλύπτει μόνο μερικά το δάπεδο, οι τοίχοι και η πόρτα είναι γεμάτα σημάδια. Η αθλιότητα του περίγυρου επιτείνει την ουσιαστική σοβαρότητα του πορτρέτου: η έκφραση στο πρόσωπο του Πιτσελά είναι τόσο έντονη και αποφασιστική ώστε ο θεατής αισθάνεται ότι εδώ μαρτυρείται μια κάποια αλήθεια. Ο πίνακας όμως δεν είναι απλό πορτρέτο αλλά και μια εξαιρετική σπουδή εσωτερικού χώρου, του οποίου οι υπόλευκοι τοίχοι και ο αφαιρετικός διάδρομος στο δεξί άκρο παραμένουν όμορφοι παρά τα σημάδια της φθοράς του χρόνου. Το έργο έχει επίσης να κάνει με το φως, που διαχέεται μέσα από την ατμόσφαιρα του γυμνού δωματίου. Μάλιστα, φέρνει στο νου την ευρύτερη παρατήρηση για τη δουλειά του Ρόρρη που κάνει ο ποιητής Γιάννης Κοντός στο σύντομο κείμενό του για έναν κατάλογο: “Βαθύτερα η ζωγραφική του Γιώργου Ρόρρη είναι θέμα φωτός. Φωτός σε όλες τις σκάλες του σκοτεινού και των εκπλήξεων.”
Το έργο, λοιπόν, αποτελείται από αντιθέσεις —φως και σκιά, οικειότητα και απόσταση. Στον πίνακα Η Μαργαρίτα Σκαρπαθίου σε σωμών καναπέ (2001) βλέπουμε μια γυναικεία φιγούρα με μπορντό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, καθισμένη σε έναν μικρό σωμών καναπέ στο κέντρο της εικόνας. Τριγύρω της υπάρχουν πάνελ που απεικονίζουν το δωμάτιο, καθώς ο Ρόρρης επεκτείνει τον πίνακα για να συμπεριλάβει περισσότερο από το εσωτερικό. Εδώ ο φωτισμός ταιριάζει με τα χλωμά χαρακτηριστικά της Σκαρπαθίου, που αντικρίζει χαμογελαστή τον θεατή. Πίσω και στα αριστερά της είναι ένας κενός τοίχος με πρόχειρες μαύρες γραμμές, ενώ στον τοίχο στα δεξιά της είναι κολλημένες κάτι ακαθόριστες εικόνες και δίπλα του ένα παράθυρο πάνω από έναν γκριζογάλανο καναπέ. Το φως σαρώνει τη σύνθεση με απόλυτη κυριαρχία, απομονώνοντας και τονίζοντας ταυτόχρονα την κεντρική μορφή. Η υποκειμενικότητα της απόδοσης διαμορφώνει ως ένα βαθμό τα συναισθήματά μας: βλέπουμε με αποστασιοποιημένο μάτι το πρόσωπο και το σώμα μιας γυναίκας σε ένα γυμνό αλλά κατάφωτο δωμάτιο. Ανάλογη αποστασιοποίηση χαρακτηρίζει την αντίδρασή μας στο έργο του 1998 Η Ίρις Κρητικού με κίτρινα παπούτσια, στο οποίο μια γυναίκα με σοβαρό πρόσωπο και εμπριμέ φόρεμα κάθεται στο βάθος ενός δωματίου, σε μικρή απόσταση από έναν παλιό καναπέ ντυμένον με μπλε ύφασμα. Ο Ρόρρης έχει εστιάσει την προσοχή του στο καφεγκρίζο δάπεδο, ενώ υπάρχει και ένα αφαιρετικό πέρασμα στο δεξιό άκρο του πίνακα, αλλά ο θεατής επικεντρώνεται στη βαριά έκφραση της Κρητικού, που ρίχνει πίσω της μια σκοτεινή σκιά.
Και στο πορτρέτο της Κρητικού το φως συνιστά θέμα: το σκούρο πάτωμα και ο τοίχος πίσω της φωτίζεται από μια λάμψη που πηγάζει μπροστά από το μοντέλο, της οποίας το ανοιχτόχρωμο δέρμα δημιουργεί τονική αντίθεση. Στις δύο προσωπογραφίες της αδελφής του, μια μικρή σπουδή και ένα μεγάλο εσωτερικό, ο Ρόρρης δείχνει να καταγράφει ένα ακόμη σοβαρό ή ακόμη και μελαγχολικό πρόσωπο. Το μεγάλο πορτρέτο (1999-2000) είναι ιδιαίτερα δυνατό: η αδελφή του καλλιτέχνη κάθεται σε μια καρέκλα με στρογγυλή ράχη, σε ένα δωμάτιο σε κακή κατάσταση –σπασμένο πάτωμα, γυμνά καλώδια, μια πόρτα που θέλει βάψιμο. Η ‘έξαλλη’ σκιά που ρίχνει έρχεται σε αντίθεση με τη σοβαρή έκφραση του προσώπου της. Η συναισθηματική στωικότητα αποτελεί καίριο χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του Ρόρρη ο οποίος, εκτός από εξαιρετικός δεξιοτέχνης, είναι ο κατ’ εξοχήν ζωγράφος ενός είδους στωικού πεσιμισμού, ταγμένος να διαβάζει τη θλίψη στις ζωές των ανθρώπων. Στην Αυτοπροσωπογραφία του (2003), που είναι ίσως το πιο περίπλοκο έργο της έκθεσης, ένα αισθησιακό γυμνό βρίσκεται ξαπλωμένο σε έναν μικρό κόκκινο καναπέ, με το φως να τονίζει τα στήθη και τους μηρούς της σε ένα κατά τα άλλα σκοτεινό έργο. Τον ίδιο τον καλλιτέχνη τον βλέπουμε στον καθρέφτη μιας ντουλάπας, μια δυσδιάκριτη παρουσία σαν φάντασμα που αντιπαρατίθεται στην ερωτική πραγματικότητα του γυμνού.
Στην Αυτοπροσωπογραφία βλέπουμε τον καλλιτέχνη απόμακρο, αποστασιοποιημένο, ενώ η γυμνή γυναίκα σηματοδοτεί πάθος και εγγύτητα. Θα έλεγε κανείς ότι ο Ρόρρης εκφράζει τόσο την ανωνυμία της τεχνικής όσο και τη βαθύτατα προσωπική φύση του θέματός του. Το φως λούζει τους λευκούς τοίχους του δωματίου: η τέχνη κάνει την παρουσία της αισθητή στις εικόνες που είναι κολλημένες στον έναν από τους τοίχους. Πρόκειται για έναν θαυμάσιο πίνακα που πλησιάζει την αλληγορία—τη συμβολική ανάγνωση της καλλιτεχνικής ζωής. Ο καλλιτέχνης είναι μια σκεφτική παρουσία που δεν την βλέπουμε καν άμεσα• το γυμνό, με τα ανοιχτά πόδια και το τρίχωμα του εφηβαίου, είναι η τέχνη που θέλγει σαν σειρήνα με τις ιδιαιτερότητές της. Η ζωγραφική εδώ δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα που απεικονίζει αλλά είναι και αυτοσκοπός, ένα είδος ρομαντικής ερμηνείας των ερωτικών δυνατοτήτων της ζωής. Με την αυτοπεποίθηση του καλού τεχνίτη, ο Ρόρρης μπορεί να αποδώσει τον εαυτό του με ευφάνταστο τρόπο από μακριά. Το μυστήριο με το οποίο καταπιάνεται, ωστόσο, δεν είναι μόνο αισθητικό, είναι μέρος της ίδιας της ζωής. Όπως το φως που βγαίνει από όλους αυτούς τους πίνακες, το αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κάτι που λέγεται πλάγια αντί να διατυπωθεί ρητά. Η οξυδέρκεια του Ρόρρη είναι τόση ώστε να διαβάζει τις ζωές των μοντέλων του συνεκδοχικά• η απαρέγκλιτη σιωπή και η μελαγχολία τους κάνουν την τέχνη αυτή πραγματικά αξέχαστη.
Athens Voice
11-17 Mαρτίου 2004
Κώστας Πηγάδας
Ο Γιώργος Ρόρρης στην Νέα Υόρκη
Μορφές με ταυτότητα
Ο ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης παρουσιάζει για πρώτη φορά τη δουλειά του στην Αμερική, στο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού της Ν. Υόρκης.
Είναι η πρώτη φορά που εκθέτεις αλλά και επισκέπτεσαι αυτή την πόλη. Τι είναι αυτό που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση; Γενικά η πόλη μου φάνηκε οικεία και γνώριμη, και αυτό ίσως γιατί λίγο πολύ η αμερικανική κουλτούρα έχει καταφέρει να μεταδοθεί σε όλη την υδρόγειο μέσω των ταινιών, της τηλεόρασης, των προϊόντων, την ιμπεριαλιστικής της πολιτική. Περπάτησα σε δρόμους, όπως στην Times Square και ένιωσα ότι τους έχω ξαναδεί. Αυτό πάντως που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι οι μοναδικές συλλογές του Frick Collection και του Metropolitan Museum. Συγκεκριμένα, το ότι βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Βελάσκεθ «Το πορτρέτο του Φιλίππου Δ’» ήταν πολύ σημαντικό για μένα.
Σε ενδιαφέρει ο τρόπος ζωής αυτής της πόλης, θα μπορούσες να δημιουργήσεις εκεί; Είναι μια τεράστια πόλη που σου μεταφέρει σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα της ανωνυμίας. Είναι σημαντικό στοιχείο για ένα δημιουργό να καταφέρνει να μένει ένας απαρατήρητος θεατής. Ένας συγγραφέας που θαυμάζω, ο Τόμας Πίντσον, για παράδειγμα, το έχει καταφέρει. Κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται, δεν εμφανίζεται πουθενά παρά μόνο κυκλοφορούν τα βιβλία του και γίνονται ανάρπαστα ενώ ο ίδιος παραμένει μυστήριο.
Τα πρόσωπα στα έργα σου μοιάζουν να ζουν σ’ αυτή την απομόνωση…Τα πρόσωπα που ζωγραφίζω είναι συγκεκριμένα, είναι φίλοι και γνωστοί, δεν είναι επαγγελματίες. Για να ζωγραφίσω πρέπει να γνωρίζω τη ζωή τους, την ιστορία τους. Ένα πρόσωπο χωρίς ιστορία δεν μ’ ενδιαφέρει. Έχουν όνομα και ταυτότητα. Σκοπός μου είναι να τα αποτυπώνω και να δημιουργώ εικόνες που να μένουν στη μνήμη του κόσμου. Η δουλειά μου ξεκινά με ρεαλιστικές προθέσεις, κάποια στιγμή όμως ο χώρος και ο χρόνος εξαφανίζονται. Θέλω να αφήσω τον θεατή ελεύθερο να φανταστεί και να αποφασίσει μόνος του τι λαμβάνει ο ίδιος από τη ζωγραφική μου.
Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που σε έχουν επηρεάσει; Από τους Αμερικανούς αγαπώ τον Χόπερ και από τους Ευρωπαίους τον Λούσιεν Φρόιντ, τον Μπέικον, τον Μπαλτίς. Είδα επίσης στο Whitney την έκθεση του Λουκά Σαμαρά και με συγκίνησε ιδιαίτερα. Θαυμάζω και σέβομαι την εμμονή του: το να επιμένει και να προσπαθεί σε όλη του τη ζωή να αποτυπώσει το πρόσωπό του αλλά και να το εξαϋλώσει, να το παραμορφώσει, να του προσδώσει μεταφυσικά στοιχεία.
CITY PRESS
30 Ιανουαρίου 2004
Ίρις Κρητικού
Αναπαράσταση ηθελημένης αιχμαλωσίας
«Ο Γιώργος Ρόρρης αντιπροσωπεύει ένα είδος ζωγράφου υπό εξαφάνιση» παρατηρεί η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στο – άκρως κολακευτικό για τον παλιό μαθητής της – κείμενο που συνοδεύει τον κατάλογο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. «Ευτυχώς στην Ελλάδα» συνεχίζει «έχουν απομείνει ακόμη αρκετοί oμότεχνοί του που θεραπεύουν με πείσμα το ίδιο ουτοπικό ιδανικό: είναι ο αλκοολικοί της τερεβινθίνης, οι οπαδοί μιας ζωγραφικής που μεταβάλλει τον “ίλιγγο του ορατού” σε ζώσα ύλη, ικανή να ξαναδώσει στη νεκρή εικόνα ζωή και διάρκεια, ικανή να παγιδεύσει μέσα στα πάθη της τα πάθη του ανθρώπου, του ζωγράφου και κατά προέκταση του μοντέλου και του θεατή». Σωστά ο λόγος της λοξοδρομεί και χρησιμοποιεί αρχικά τη λέξη «θύματα» αντί της λέξης «μοντέλα», αναφερόμενη σε όσους και όσες έχουν κατά καιρούς αποφασίσει να διαβούν το κατώφλι της οδού Τροφωνίου για να του ποζάρουν. Χρειάζεται πράγματι «αγάπη, υπομονή και πίστη» για να υπομείνεις τη δοκιμασία των δύο περίπου μηνών που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί μια μεγάλων διαστάσεων προσωπογραφία. Ρωτάς και ξαναρωτάς αν πέρασαν πια τα 45 λεπτά της πόζας, ενώ εξασκείσαι στην πατριδογνωσία των σανιδιών του πατώματος. Σε συμπαρασύρει, όμως, στην αίσια έκβαση της δοκιμασίας αυτής και ο ίδιος ο ζωγράφος. Την εποχή που αποφασίζει να ζωγραφίσει κάποιον, ο Ρόρρης ταυτίζεται με τον ίδιο και με τις σκέψεις του, τον προκαλεί στην πιο μύχια εξομολόγηση καθώς μετατρέπεται στον καθημερινό σύντροφο των ημερών και των ονείρων του. Γνωρίζει την ερωτική ζωή αλλά και κάθε τερτίπι της ενδυμασίας των νεαρών γυναικών, ενδιαφέρεται όμως γι’ αυτά μόνο όταν ζωγραφίζει νεαρές γυναίκες. Εξετάζει με το ίδιο ενδιαφέρον το λιπαρό κόκκινο ενός κραγιόν, τη λαμπερή αντανάκλαση μιας χρυσής αλυσιδίτσας στον αστράγαλο, και το ελαφρά τριμμένο σακάκι ή την παλιομοδίτικη γραβάτα ενός γερασμένου άντρα, φροντίζοντας τότε να μάθει τα πάντα για τις ενοχλήσεις υγείας ή τις πολιτικές προτιμήσεις του τελευταίου. «Δεν με ενδιαφέρει ένα πρόσωπο χωρίς ιστορία» εξομολογείται, και το εννοεί. Ανάλογα με το ποιον ζωγραφίζει , αλλάζουν τα έπιπλα και κάποιες από τις φωτογραφίες στους τοίχους και τη συρταροθήκη του εργαστηρίου, ποτέ όμως οι εικόνες που σχεδιάστηκαν από τους προσφιλείς του Μεγάλους της ζωγραφικής, τον Βελάσκεθ, τον Ρέμπραντ, τον Φρόιντ ή τον Μπέικον. Αλλάζει επίσης η μουσική – εντός των επιτρεπτών ορίων που προσδιορίζονται κυρίως από τις επιλογές του Τρίτου Προγράμματος και της Ράνιας Βισβάρδη – αλλά και οι προμήθειες στο ψυγείο και στο ντουλάπι της κουζίνας. Για άλλους ψήνει ελληνικό καφέ, και για άλλους ετοιμάζει γαλλικό. Από καιρό σε καιρό, εμφανίζονται και ωραία πορτοκάλια από το χωριό του.
Όσο πιο άνετα νιώθει το μοντέλο, τόσο πιο βαθύ εισχωρεί το αμείλικτο βλέμμα του ζωγράφου εντός του, ξαναπλάθοντας την ουσία του από την αρχή. Με τον Γιώργο μας δένει πια μια μεγάλη φιλία. Πάντοτε, όμως, θα φθονώ κάθε επόμενο μοντέλο που θα ετοιμάζεται να μοιραστεί μαζί του τόσες ώρες από το δούναι και το λαβείν μιας σπάνιας ζωγραφικής πράξης.
Ομογένεια
9 Φεβρουαρίου 2004
Νέα Υόρκη – Ρεβέκκα Παπαδοπούλου
“Πορτρέτα και Γυμνά” στην έκθεση έργων Γιώργου Ρόρρη
Πορτρέτα και Γυμνά, είναι ο τίτλος της έκθεσης ζωγραφικής, ενός από τους πλέον ταλαντούχους – όπως έχει χαρακτηριστεί – Έλληνες ζωγράφους της νεότερης γενιάς, του Γιώργου Ρόρρη, η οποία εγκαινιάστηκε το βράδυ της Πέμπτης στο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού στο Μανχάταν. Η έκθεση – που γίνεται δυνατή χάρη στην ευγενική χειρονομία συλλεκτών από την Ελλάδα, οι οποίοι δανείζουν τους πίνακες στο Ίδρυμα. Θα παραμείνει ανοιχτή έως τις 29 Φεβρουαρίου, Δευτέρα έως Παρασκευή, 9:30 πμ. – 6.00 μ.μ.
“Βλέπουμε πίνακες πορτρέτα ανθρώπων, φίλων επί το πλείστον, φίλων και γνωστών, τους οποίους ζωγράφισα μετά από παράκλησή μου και αποφάσισαν να συνεργαστούμε και ήρθαν και ποζάρανε για δύο, τρεις, τέσσερις ίσως και πέντε μήνες κάποιοι”, σημειώνει ο Γ. Ρόρρης, μιλώντας για τα έργα του, που εκτίθενται στην αίθουσα του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού.
“Προσπάθειά μου”, προσθέτει, είναι να τους ζωγραφίσω όσο το δυνατόν πιο πιστά, να είμαι όσο το δυνατόν πιο πιστός σε αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, ώστε αυτά τα πορτρέτα στο τέλος να είναι και πορτρέτα του κόσμου, δηλαδή της σύγχρονης Ελλάδας, της σύγχρονης Αθήνας. Αυτή είναι η φιλοδοξία μου, να ζωγραφίσω κάτι, ένα μικρό κομμάτι από την εποχή μου.
“Το χαρακτηριστικό των έργων είναι ότι θα ήθελαν πέρα από την εξωτερική πλευρά να μιλήσουν και για τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων, για την ψυχή τους”, συμπληρώνει.
Είναι η πρώτη φορά που έργα του παρουσιάζονται στο κοινό της Νέας Υόρκης, κάτι που ο ίδιος θεωρεί μεγάλη τιμή. Έχει προηγηθεί το Παρίσι, όπου και έχει ζήσει.
“Είναι ένας νέος ζωγράφος που ηλικία 36 χρονών πήρε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών ως ο καλύτερος νέος ζωγράφος. Έχει αναμφισβήτητα μεγάλο ταλέντο και όπως λεει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, η γενική διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης στην Αθήνα, είναι από αυτούς τους «αλκοολικούς με τις μπογιές ζωγράφους».Εξακολουθεί και ζωγραφίζει με την ίδια τεχνική των κλασικών ζωγράφων, και ομολογουμένως πετυχαίνει απίστευτες δημιουργίες”, δηλώνει για τον Γιώργο Ρόρρη η διευθύντρια του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Νέα Υόρκη, Αικατερίνη Μυριβήλη.
Αναφέρεται στην πρώτη της επαφή με έργα του Ρόρρη και στην πρόταση του Ιδρύματος να γίνει και μια πρώτη έκθεση στη Νέα Υόρκη.
“Τον είχα δει στην Αθήνα εδώ και πολλά χρόνια σε μια από τις πρώτες του εκθέσεις σε γκαλερί και είχα εντυπωσιαστεί από τότε”, σημειώνει η κ. Μυριβήλη. “Βεβαίως ο Μόραλης και ο Τέτσης λέγανε τα καλύτερα γι’ αυτόν, αλλά μου είχε εντυπωθεί η ζωγραφική του Ρόρρη και έτσι πέρυσι στις προτάσεις που έστειλα στην Αθήνα, ανάμεσα στους άλλους ήταν και ο Ρόρρης. Είχαμε την χαρά και την τύχη να τον έχουμε”, προσθέτει.
“Χαίρομαι γιατί δείχνουμε στη Νέα Υόρκη ένα ζωγράφο κλασσικής σχολής αλλά τέλειο και μέχρι στιγμής όσοι είδαν τα έργα του έμειναν ενθουσιασμένοι”, καταλήγει η κ. Μυριβήλη.
Τα πάθη του ανθρώπου και της ζωγραφικής
Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗ - ΠΛΑΚΑ
Ο Γιώργος Ρόρρης αντιπροσωπεύει ένα είδος ζωγράφου υπό εξαφάνιση. Ευτυχώς στην Ελλάδα έχουν απομείνει ακόμη αρκετοί ομότεχνοί του που θεραπεύουν με πείσμα το ίδιο ουτοπικό ιδανικό: είναι οι αλκοολικοί της τερεβινθίνης, οι οπαδοί μιας ζωγραφικής που μεταβάλλει τον "ίλιγγο του ορατού" σε ζώσα ύλη, ικανή να ξαναδώσει στη νεκρή εικόνα ζωή και διάρκεια, ικανή να παγιδεύσει μέσα στα πάθη της τα πάθη του ανθρώπου, του ζωγράφου και κατά προέκταση του μοντέλου και του θεατή. Ο Γιώργος Ρόρρης, μαθητής ακόμη στο εργαστήριο του Παναγιώτη Τέτση, μας αιφνιδίασε στα μέσα της δεκαετίας του '80 με τη διπλωματική του εργασία: εντυπωσιακοί καμβάδες καλυμμένοι από μεγάλα μονοχρωματικά πεδία σε υψηλή ζωγραφική τάση αιχμαλώτιζαν νεαρά κορίτσια, με απροσδόκητες αλλά όχι τυχαίες στάσεις, σε ασυνήθιστες συνθετικές σελιδώσεις. Ο νεαρός Ρόρρης είχε προδιαγράψει από τότε το ζωγραφικό του πεπρωμένο. Η πρώτη του έκθεση στη "Μέδουσα" το 1988 δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ρόρρης συγκέντρωσε τις ελπίδες των φιλότεχνων, που περίμεναν μια αναγέννηση της παλιάς καλής ζωγραφικής με σύγχρονο πρόσωπο.
Ακολούθησαν οι μεταπτυχιακές σπουδές του στο Παρίσι στη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον καλό ζωγράφο Leonardo Gremonini. Στις τεχνικές του Ρόρρη προστέθηκαν οι περιπέτειες του τυχαίου που χαρακτηρίζουν την ποιητική του παρισινού δασκάλου του. Οι επόμενες εκθέσεις του νέου καλλιτέχνη μαρτυρούν μια κρίση στις θεματικές επιλογές και στη χρωματική δεσπόζουσα των έργων του. Ενας γεννημένος ζωγράφος της μορφής δεν εξορίζει ποτέ τυχαία τον άνθρωπο από τις συνθέσεις του. Τα παρισινά έργα του Ρόρρη εξερευνούν τον ακατοίκητο και ζοφερό κόσμο του εργαστηρίου με ψυχρά και σκοτεινά χρώματα, που δεν μειώνουν σε τίποτε την πλούσια ποιότητα της γραφής. Η απουσία της ανθρώπινης μορφής συνεχίζεται και στις δειλές απόπειρες του καλλιτέχνη να εξερευνήσει το φυσικό του περιβάλλον, ίσα ίσα τον κήπο που περιβάλλει το εργαστήριό του στο χωριό της Λακωνίας, όπου συχνά καταφεύγει για να απομονωθεί και να ζωγραφίσει. Φύση οικεία, σχεδόν ψηλαφητή, όπου ο ήλιος διεισδύει παραβιάζοντας τα φυλλώματα. Οχι, ο Ρόρρης δεν είναι γεννημένος τοπογράφος. Το αποδεικνύει και η επόμενη έκθεσή του στην γκαλερί "Flak" στο Παρίσι το 1996 με το ρημαγμένο αστικό τοπίο που περιβάλλει το αθηναϊκό του εργαστήριο.
Ο Ρόρρης ξαναδένει το κόκκινο νήμα του ζωγραφικού του πεπρωμένου με αυτή την έκθεση στην γκαλερί "Μέδουσα". Επιστρέφει στον κλειστό οικείο χώρο του εργαστηρίου του, στον βιότοπό του. Εκεί επιλέγει και παγιδεύει τα θύματά του, τα μοντέλα του ήθελα να πω. Δεν τα ονόμασα, ωστόσο, τυχαία θύματα. Χρειάζεται αγάπη και υπομονή και πίστη για να υπομείνεις ως και πενήντα πόζες. "Τα μοντέλα μου δεν είναι επαγγελματίες", εξομολογείται ο Ρόρρης. "Θέλω να γνωρίζω τη ζωή τους, την ιστορία, τα βάσανά τους. Δεν μ' ενδιαφέρει ένα πρόσωπο χωρίς ιστορία". Κι όμως δεν πρόκειται για προσωπογραφίες, αλλά για φιγούρες μέσα στο χώρο. Είναι όμως μορφές με ταυτότητα. Πρόσωπο, συχνά βασανισμένο, και βλέμμα και στάση συμμετέχουν σε αυτή την εξομολόγηση.
Με όσα σας αφηγούμαι θα μπορούσα να υποθάλψω μια παρεξήγηση. Οτι το εκφραστικό πρόβλημα του Ρόρρη μετατοπίστηκε από τη γραφή στην περιγραφή. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: τα πάθη του ανθρώπου αποκαλύπτονται, υποβάλλονται μέσα από τα "πάθη" της ζωγραφικής ύλης. Ο Γιώργος Ρόρρης είχε καλούς δασκάλους, όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους άλλους, αυτούς που έχουν μετοικήσει στα Ηλύσια και στα μεγάλα μουσεία. Αν καλοκοιτάξουμε τους τοίχους του εργαστηρίου του, θα αναγνωρίσουμε τις μορφές που ενοικούν το φανταστικό του εικονοστάσιο: τον Γκρέκο, τον Βελάσκεθ, τον Ρέμπραντ, τον Πικάσο, τον Μπαλτίς και για τους χώρους τον Ντεγκά και τον Φράνσις Μπέικον, και από τους δικούς μας τον Πανταζή, τον Τσαρούχη, τον πρώιμο Μόραλη κ.ά. Ολοι τους, όχι τυχαία, ανήκουν στην ανθρωποκεντρική παράδοση.
Μέσα στο εργαστήριο, σε μια γωνιά, με μια πλάγια προοπτική φυγή, με τον ευρυγώνιο του βλέμματος, ποτέ της φωτογραφικής μηχανής, σε έναν χώρο βιωμένο, πολύπαθο, ιδωμένο εξ απόπτου, τα μοντέλα του Ρόρρη κάθονται -και πώς να στέκεσαι δύο μήνες;- περιμένοντας να τελειώσει η ζωγραφική τους "εξομολόγηση". Ο θεατής αισθάνεται πως εισχωρεί στο ζωγραφικό χώρο, πως βηματίζει κιόλας πάνω στα παλιά πιτσιλισμένα με μπογιές σανίδια του πατώματος. Το πρόσωπο, η μορφή, ο διάλογος με το φως. Το χρώμα, πλούσιο και μαζί εκλεπτυσμένο, κυκλοφορεί υποδόρια μέσα στα γκρίζα, για να υψωθεί ξαφνικά σε ένα ελεγχόμενο φωτεινό κρεσέντο, εκεί που το πράσινο, το κόκκινο, το κίτρινο συναντούν την απόλυτη καθαρότητά τους. Η πινελιά, αλλού ανάλαφρη, στη σκιά, αλλού πυκνή, με παστώματα και εντάσεις, στο φως, οι λαζούρες, επάλληλα στρώματα από το πυκνό στο αραιό: όλη η παλιά καλή μαγειρική μιας ζωγραφικής cordon bleu, που αφήνει στον ουρανίσκο μια γεύση από μέλι.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ, ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΕΙΣΤΟΙ ΧΩΡΟΙ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΟΡΡΗ Γιάννης Κοντός
Φεβρουάριος - Μάιος 2001
Τα κόκκινα, τα γκρίζα και οι ενδιάμεσες σκάλες και παραλλαγές του φωτός και σε επέκταση των χρωμάτων, δίνουν το στίγμα τους στα πορτρέτα του Ρόρρη. Και το όνομά του έχει χρώμα και ταχύτητα εικόνας. Τράπουλα είναι τα πρόσωπα του ζωγράφου και τραβάς και παίζεις, ως συνήθως χάνεις, αλλά κερδίζεις φαντασία, χρόνο και χρώμα.
Η γυναίκα στην ξύλινη πολυθρόνα με το εμπριμέ και τη μικρή θλίψη στα μάτια φωτίζεται από μέσα και από έξω. Το πάτωμα ταλαιπωρημένο από ξένα πόδια θέλει ξήλωμα, αλλά υπάρχει ακόμα. Πρέπει να είναι ατελιέ ζωγράφου. Εκπέμπει χρώματα και μυρωδιές. Αυτή κοιτάζει αλλού, στο πριν και στο μετά. Θέλω πολύ να μπω στη σκέψη της. Η άλλη γυναίκα με κόκκινη ζακέτα σε καναπέ με μπλεγμένα τα δάκτυλα κοιτάζει το δημιουργό της στα μάτια. Μαύρο φορά παντελόνι και μαύρο πουκάμισο. Το πάτωμα συμμετέχει σκοτεινό, λερωμένο με τα αποτυπώματα του ζωγράφου. Δύο μπουκάλια με υγρό συμπληρώνουν το σκηνικό. Μια όμορφη γυναίκα διαβάζει σε κόκκινο φόντο. Φορά γυαλιά ηλίου και φαντάζεται θάλασσα και φωνές. Αν δεν ήταν περίκλειστη θα έλεγε παραθαλάσσια τραγούδια. Εδώ τα χρώματα ψιθυρίζουν και αναπνέουν την ηρεμία, που πρόκειται όμως να εκραγεί. Ολα είναι λάδι σε μουσαμά. Εχουμε χρώματα, όμως μαρτυρούνται και ανιχνεύονται: όμπρα ψημένη, όμπρα ωμή, ώχρα, μπλε του κοβαλτίου, λευκό του τιτανίου, κόκκινο καδμείου, κίτρινο καδμείου, ούλτρα μαρίνα, κάρμινα, κ.ά. Κλειστοί οι χώροι της αποτυπώσεως του εικαστικού γεγονότος. Ολα τα πορτρέτα είναι γυναίκες, η ανδρική παρουσία υποδηλώνεται με κοφτές ανάσες και επίμονη αναμονή.
Νέο κορίτσι ξαπλωμένο στον καναπέ, φορά παντελόνι στο χρώμα του σάπιου μήλου και από τη μέση και πάνω γυμνή με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, κοιτάζει τοίχο και ταβάνι. Εδώ ο ζωγράφος είναι βίαιος και τα λάδια είναι σε μια δυναμική κίνηση. Το δωμάτιο έχει κάτι από σεισμό και εκχωματώσεις. Μαζί όμως μυρίζει καφέ και αναπόληση. Ο χρόνος είναι πανταχού παρόν και μετρά.
Ο ζωγράφος δουλεύει με διάφορες τεχνικές: πινέλο, σπάτουλες, πατσαβούρια, εφημερίδες τσαλακωμένες που τις βουτά στο χρώμα, το ανάποδο του πινέλου, καρφιά, τα δάχτυλα κ.ά. Υπάρχει και ένας άνδρας με ξεπλυμένη γραβάτα, κάθεται και κοιτάζει τα γεγονότα της ζωής, ταινία να περνά μπροστά από τα μάτια του. Κουστούμι φορά σκούρο, έχει σκούρα μάτια και πατημένα όνειρα. Προς το ανοιχτό καφέ είναι το περιβάλλον, προς την πλευρά της στενοχώριας. Αλλού μια παχιά γυναίκα σκέπτεται μέσα στο γκρίζο - καφέ. Αυτά τα κλειστά δωμάτια του ζωγράφου με τα διαφορετικά πρόσωπα, θέλουν ή προσπαθούν να πλησιάσουν το χρόνο αλλά χάνονται. Μα τα χρώματα όμως βρίσκουν δρόμους, ξεδιπλώνουν την ιστορία τους, μιλάνε με τη σιωπή. Μια νέα γυναίκα έως κορίτσι κοιμάται. Το πάτωμα κι οι τοίχοι με ανακατεμένα χρώματα. Το παράθυρο στομωμένο από ένα καφέ που κόβει κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οι τοίχοι κρύβουν βοή και καταστροφές. Ομως είναι στη θέση τους και κρατούν το σχήμα τους. Η Αντωνία κάθεται αφηρημένη σε κόκκινο φόντο. Από τη μέση και κάτω χάνεται. Εδώ ο τοίχος είναι σκηνικό θεάτρου. Βαθύτερα η ζωγραφική του Γιώργου Ρόρρη είναι θέμα φωτός. Φωτός σε όλες τις σκάλες του σκοτεινού και των εκπλήξεων, σαν να αναβοσβήνει ένα φως, όταν ένα παιδί παίζει με τον διακόπτη και τη ζωή μας.