ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
18 Δεκεμβρίου 1991
Μαρία Μαραγκού
Τι βλέπει ο Νάρκισσος;
«Η μορφή δεν είναι η γραμμή. Είναι ότι είναι μέσα από τη γραμμή»
Ντεγκά. Μετάφραση Γιάννη Παππά. Κείμενο για την τέχνη.
Στα έργα της πρόσφατης δουλειάς του ζωγράφου Τάσου Μαντζαβίνου (γκαλερί Μέδουσα) υπάρχει μια σκυφτή φιγούρα ανθρώπου (η καμπύλη της είναι ίδια με την καμπύλη του σώματος του σκύλου στην ίδια έκθεση), ο Νάρκισσος, ένα στίγμα στην άκρη ενός θαυμάσιου μπλε τοπίου.
Η φιγούρα δεν αφήνεται να κάνει ορατή την αναπαραγωγή της μορφής της. Ο Νάρκισσος, κοιτάζει, αναζητάει δίχως ωστόσο να καταφέρει να ναρκισσευτεί αφού δεν υπάρχει το νερό-καθρέφτης ώστε να δει ο ίδιος το είδωλό του.
Ο Μαντζαβίνος συνειδητά αφήνει τον Νάρκισσο ανικανοποίητο ή η συγκεκριμένη σύνθεση γίνεται για καθαρά πλαστικές ανάγκες του έργου.
Τι βλέπει ο Νάρκισσος;
Αν έχοντας την πρόθεση να ναρκισσευτεί, βλέπει μια τυφλή εικόνα, τότε μπορούμε να μιλούμε για ανατροπή του μύθου του ναρκισσεύεσθαι, δηλαδή καταστολή της αυταρέσκειας, του αυτοερωτικού στοιχείου το οποίο παράγει την επιθυμητή εικόνα. Τη συγκεκριμένη μορφή. Κι αυτή είναι μια εκδοχή που θαυμάσια ερμηνεύει τη σημασία της δουλειάς του Μαντζαβίνου, αυτή ακριβώς τη στιγμή.
Η ζωγραφική δεν είναι μόνο δουλειά των χεριών, ούτε μόνο του μυαλού αλλά συγκερασμός γόνιμος αυτών των δύο. Ο όποιος μη ναρκισσευόμενος καλλιτέχνης επιλέγει να μην επαναλάβει τα ήδη καταστημένα, αδρανοποιώντας έτσι το μυαλό του αλλά και ούτε να εφεύρει μη βιωμένα αδρανοποιώντας το ένστικτό του αλλά να βρεθεί εξαρτημένος από τις νέες συνθήκες του συγκερασμού σκέψης, ενστίκτου και τεχνικής αντιμετωπίζοντας αντί του ειδώλου του μια τυφλή εικόνα εντός της οποίας προσπαθεί να δει.
Αυτή τη στιγμή του Μαντζαβίνου δεν είναι ένα προχώρημα του ζωγράφου σε μια περισσότερο ώριμη διαδικασία, αλλά ένα είδος ανατροπής της προηγούμενης δουλειάς του με τα ίδια ισχυρά μέσα τα οποία κρατούν από το παρελθόν της το περιεχόμενο.
Ο χώρος μεταλλάσσει τις βίαιες κάθετες σε καμπύλες οριζόντιες, η φιγούρα αποκτά το πραγματικό της μέγεθος μέσα στη φύση, ενώ ο λόγος είναι τόσο πυκνός ώστε τα φωτισμένα ξανοίγματα να έρχονται σαν σιωπές απαραίτητες (Μιλάμε για το Νάρκισσο, το κορυφαίο έργο κατά τη γνώμη μας της δουλειάς του Μ. και για αποσπάσματα των άλλων έργων του.
Το πέρασμα του Μαντζαβίνου από ένα χειμαρρώδη εξπρεσιονισμό σε μια χυμώδη ζωγραφική δεν είναι ωστόσο εκείνο που ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη δουλειά και που εξακολουθεί να εντάσσει τον καλλιτέχνη στους περισσότερο ενδιαφέροντες της γενιάς του.
Νομίζω πως το ξεχωριστό σημείο είναι ότι ο Μαντζαβίνος μεταβάλλει την έπαρση σε ταπεινότητα, κάνει την ύλη του πολύτιμη διατρέχοντας το έργο με ψυχισμό.
Τι θέλω να πω; Ότι ο Μαντζαβίνος ξεπερνά πολλές επικαιρικές αγωνίες ώστε η προσωπική του έκφραση να γίνεται πολιτισμική καταγραφή η οποία φέρει τη δική του συγκεκριμένη υπογραφή, είναι όμως η συνέχεια μιας πολύ παλιάς υπόθεσης που αφορά την αλήθεια των ολίγων, μη ναρκισσευόμενων με την τέχνη
ΑΥΓΗ
10 Δεκεμβρίου 1991
Χρύσα Κακατσάκη
«Ο εξόριστος άνθρωπος»
Η έμφαση στις αξίες της καθαρής ζωγραφικής, ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης τελάρου και φιγούρας και η πλήρης επικράτηση του τοπίου και της φύσης είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της πέμπτης ατομικής έκθεσης του Τάσου Μαντζαβίνου που παρουσιάζεται στη γκαλερί «Μέδουσα».
Οι πλαστικές αξίες της ζωγραφικής καθορίζονται από τη χρήση των μέσων και τη χειραγώγηση των υλικών, για να καταλήξουν σε μια προσωπική γραφή που δύσκολα εντάσσεται σε καλλιτεχνικό ρεύμα ή ιστορική σχολή. Τα σκοτεινά χρώματα διατηρούν κάτι από την εξπρεσιονιστική ένταση των Νεοαγρίων χωρίς όμως να φθάνουν στο σημείο του χρωματικού παροξυσμού. Το λάδι πυκνό και παστώδες χρησιμοποιείται πότε σε μια πινελιά, παρορμητική, και πότε διαχεόμενη και αφομοιούμενη από τη ζωγραφική επιφάνεια.
Η εναλλαγή τμημάτων που προεξέχουν και άλλων που έχου7ν καταστεί λεία από τη διαδικασία της επεξεργασίας παραπέμπει στις εναλλαγές των όγκων ή των στοιχείων της φύσης που είναι και το κεντρικό απεικονιζόμενο θέμα.
Σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά είναι η θέση και ο ρόλος της φιγούρας. Με μια απόδοση σχηματική, που θυμίζει βραχογραφίες σπηλαίων, οι μορφές μοιάζουν απομονωμένες, ξένες, εξόριστες, σαν του πρωτόπλαστους που έφυγαν από τον παράδεισο με δικό τους φταίξιμο.
Η φύση περισσότερο υποβάλλεται παρά επιβάλλεται. Ανιχνεύεται και εντοπίζεται περισσότερο η αξία της ουσίας της παρά η ακρίβεια της λεπτομέρειας. Κυριαρχεί περισσότερο η υποκειμενικότητα της αίσθησης παρά η αντικειμενικότητα της πιστότητας.
Όσο δε για την άποψη που απορρέει από τη σχέση φιγούρας και τοπίου, θα ήταν υπεραπλουστευμένη και παρακινδυνευμένη η ερμηνεία της «επιστροφής στη φύση». Η κατάδειξη όμως της θέσης της ανθρώπινης ύπαρξης σε σχέση με τις διαστάσεις του σύμπαντος, μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την ταπεινότητά μας και να νιώσουμε τη γεύση της πικρής αλήθειας, ότι δεν είμαστε οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού.