ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ
Ελισάβετ Πλέσσα
Οι δομές του αόρατου
Στα έργα της Έλλης Κουτσουκέλλη οι όψεις του εξωτερικού κόσμου αποτελούν πάντα ζωγραφικές αφορμές προς μια εσωτερική απόδοση της πραγματικότητας. Τα μεγάλα μελάνια σε χαρτί που παρουσιάζονται εδώ μπορεί να γεννήθηκαν από τη γοητεία που άσκησαν στις εικόνες της οι ναοί της Ιταλίας και τα κάστρα του Αιγαίου. Όμως ο λόγος της ύπαρξής τους απέχει πολύ από μια αφαιρετική και οπωσδήποτε βαθιά προσωπική ζωγραφική αποτύπωση ιστορικών αρχιτεκτονημάτων. Στα μεγάλα σπηλαιώδη τοπία που προηγήθηκαν των έργων αυτών, κάρβουνο και σινική μελάνη περιγράφουν ατέρμονες χειρονομιακές διαδρομές, οι οποίες σχηματίζουν δίνες και στοές γραμμών, ίχνη μιας ακατάπαυστης «αυτόματης» γραφής σε συνεχή ροή – τοπία νοητικά. Αν στις εικόνες εκείνες ξεδιπλώνεται στο χαρτί ένα σχέδιο σε αέναη κίνηση, στα τωρινά μελάνια μοιάζει να αποτυπώνεται η πολύπλοκη στιβαρότητα ενός χρόνου σταματημένου, όπου στο λευκό του χαρτιού ακούγεται η σιωπή του χιονιού.
Η Κουτσουκέλλη δημιουργεί εδώ συνθέσεις απόλυτες, που συχνά φέρνουν στον νου την ένταση του στοιχειώδους μιας ξυλογραφίας. Πηγαίνει με τόλμη, απευθείας, στο χαρτί της για να χτίσει τα κτίριά της με ρυθμικά επαναλαμβανόμενες σκαλωσιές πτυχώσεων και γραμμώσεων του μελανιού, που τις πραγματοποιεί με φαρδιά και μικρότερα πινέλα, σπάτουλες, μαχαίρια και κάθε είδους οδοντωτά εργαλεία. Οι κόλλες που αναμειγνύει παράγουν διάφορες τονικότητες του μαύρου μέχρι τις περιοχές όπου το μελάνι, σε πάστες συμπαγείς, υποδύεται το λάδι. Αν τα έργα αυτά φέρουν το βάρος της ζωγραφικότητας, αυτό δεν οφείλεται σε μια αυθαίρετη προσομοίωση του υλικού τους. Τα χαλάσματά τους στέκονται γυμνά πάνω στο μοναδικό τους φόντο, το ανελέητο άσπρο του χαρτιού, που διαπερνά σαν φως τους σκοτεινούς σκελετούς των ναών και των σπιτιών και τους εξαϋλώνει δημιουργώντας εξωτερικούς-εσωτερικούς χώρους. Στα διάτρητα κτίριά της η Κουτσουκέλλη διακρίνει την ευκαιρία να προβάλει την παράξενη δύναμη μιας φθαρμένης, και γ’ αυτό πολύτιμης, ομορφιάς, ταυτίζοντας το περιεχόμενο με τη φόρμα των εικόνων της.
Το μελάνι κυριαρχεί στα έργα αυτά όσο και το κενό των επιφανειών τους, σε ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο άδειο και το πλήρες, σε αυτό που είναι και σε αυτό που δεν είναι. Μέσα από τις συμπεριφορές του υλικού της, το οποίο η Κουτσουκέλλη διευθύνει σε συμφωνίες από περάσματα, σταξίματα, εκρήξεις, αραιώσεις και πυκνώσεις, σχηματίζονται μαύρες ζώνες που διαβρώνονται από διαφάνειες, σαν περσίδες που μοιάζει να σκιάζουν τον σκοτεινό ήλιο του μελανιού. Προκύπτουν έτσι έργα που λειτουργούν από πολύ κοντά αλλά και από πολύ μακριά, γιατί κάθε λεπτομέρειά τους συνιστά ένα αυτόνομο έργο μέσα στο έργο, προσεγγίζοντας την αφαίρεση με τρόπο οργανικό.
Η Έλλη Κουτσουκέλλη έχει ζωγραφίσει τα κτίριά της με την αισθητική του μεγαλειώδους, αποδίδοντας τη μνήμη της πρώτης φοράς που τα αντίκρισε. Οι αποσπασματικές όψεις των ερειπωμένων θόλων και αψίδων μοιάζει να ξεχειλίζουν από τα χαρτιά της με μια μνημειακότητα που όμως δεν οφείλεται στο μεγάλο μέγεθός τους. Σε κάποια από τις συνθέσεις της Κουτσουκέλλη το διάφανο κουφάρι μιας πύλης στέκεται στο μέσο της ερημιάς του χαρτιού και κάτω δεξιά μια κηλίδα από μελάνι θυμίζει πως από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Εντοπίζοντας τα πληγωμένα απομεινάρια παλιών κτιρίων στις διαρθρώσεις ενός πολυσήμαντου μελανιού που εντέλει διεκδικεί την εξουσία του χρόνου, τα έργα αυτά περνούν από την αφαιρετική αναπαράσταση μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας στην άχρονη απόδοση μιας εσωτερικής θέασης του κόσμου. Μέσα από τις δομές του αόρατου. Κι από τα χαλάσματα της ύλης, τα σπαράγματα εικόνων του νου.
Ελισάβετ Πλέσσα
Οι δομές του αόρατου
Στα έργα της Έλλης Κουτσουκέλλη οι όψεις του εξωτερικού κόσμου αποτελούν πάντα ζωγραφικές αφορμές προς μια εσωτερική απόδοση της πραγματικότητας. Τα μεγάλα μελάνια σε χαρτί που παρουσιάζονται εδώ μπορεί να γεννήθηκαν από τη γοητεία που άσκησαν στις εικόνες της οι ναοί της Ιταλίας και τα κάστρα του Αιγαίου. Όμως ο λόγος της ύπαρξής τους απέχει πολύ από μια αφαιρετική και οπωσδήποτε βαθιά προσωπική ζωγραφική αποτύπωση ιστορικών αρχιτεκτονημάτων. Στα μεγάλα σπηλαιώδη τοπία που προηγήθηκαν των έργων αυτών, κάρβουνο και σινική μελάνη περιγράφουν ατέρμονες χειρονομιακές διαδρομές, οι οποίες σχηματίζουν δίνες και στοές γραμμών, ίχνη μιας ακατάπαυστης «αυτόματης» γραφής σε συνεχή ροή – τοπία νοητικά. Αν στις εικόνες εκείνες ξεδιπλώνεται στο χαρτί ένα σχέδιο σε αέναη κίνηση, στα τωρινά μελάνια μοιάζει να αποτυπώνεται η πολύπλοκη στιβαρότητα ενός χρόνου σταματημένου, όπου στο λευκό του χαρτιού ακούγεται η σιωπή του χιονιού.
Η Κουτσουκέλλη δημιουργεί εδώ συνθέσεις απόλυτες, που συχνά φέρνουν στον νου την ένταση του στοιχειώδους μιας ξυλογραφίας. Πηγαίνει με τόλμη, απευθείας, στο χαρτί της για να χτίσει τα κτίριά της με ρυθμικά επαναλαμβανόμενες σκαλωσιές πτυχώσεων και γραμμώσεων του μελανιού, που τις πραγματοποιεί με φαρδιά και μικρότερα πινέλα, σπάτουλες, μαχαίρια και κάθε είδους οδοντωτά εργαλεία. Οι κόλλες που αναμειγνύει παράγουν διάφορες τονικότητες του μαύρου μέχρι τις περιοχές όπου το μελάνι, σε πάστες συμπαγείς, υποδύεται το λάδι. Αν τα έργα αυτά φέρουν το βάρος της ζωγραφικότητας, αυτό δεν οφείλεται σε μια αυθαίρετη προσομοίωση του υλικού τους. Τα χαλάσματά τους στέκονται γυμνά πάνω στο μοναδικό τους φόντο, το ανελέητο άσπρο του χαρτιού, που διαπερνά σαν φως τους σκοτεινούς σκελετούς των ναών και των σπιτιών και τους εξαϋλώνει δημιουργώντας εξωτερικούς-εσωτερικούς χώρους. Στα διάτρητα κτίριά της η Κουτσουκέλλη διακρίνει την ευκαιρία να προβάλει την παράξενη δύναμη μιας φθαρμένης, και γ’ αυτό πολύτιμης, ομορφιάς, ταυτίζοντας το περιεχόμενο με τη φόρμα των εικόνων της.
Το μελάνι κυριαρχεί στα έργα αυτά όσο και το κενό των επιφανειών τους, σε ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο άδειο και το πλήρες, σε αυτό που είναι και σε αυτό που δεν είναι. Μέσα από τις συμπεριφορές του υλικού της, το οποίο η Κουτσουκέλλη διευθύνει σε συμφωνίες από περάσματα, σταξίματα, εκρήξεις, αραιώσεις και πυκνώσεις, σχηματίζονται μαύρες ζώνες που διαβρώνονται από διαφάνειες, σαν περσίδες που μοιάζει να σκιάζουν τον σκοτεινό ήλιο του μελανιού. Προκύπτουν έτσι έργα που λειτουργούν από πολύ κοντά αλλά και από πολύ μακριά, γιατί κάθε λεπτομέρειά τους συνιστά ένα αυτόνομο έργο μέσα στο έργο, προσεγγίζοντας την αφαίρεση με τρόπο οργανικό.
Η Έλλη Κουτσουκέλλη έχει ζωγραφίσει τα κτίριά της με την αισθητική του μεγαλειώδους, αποδίδοντας τη μνήμη της πρώτης φοράς που τα αντίκρισε. Οι αποσπασματικές όψεις των ερειπωμένων θόλων και αψίδων μοιάζει να ξεχειλίζουν από τα χαρτιά της με μια μνημειακότητα που όμως δεν οφείλεται στο μεγάλο μέγεθός τους. Σε κάποια από τις συνθέσεις της Κουτσουκέλλη το διάφανο κουφάρι μιας πύλης στέκεται στο μέσο της ερημιάς του χαρτιού και κάτω δεξιά μια κηλίδα από μελάνι θυμίζει πως από εκεί ξεκίνησαν όλα.
Εντοπίζοντας τα πληγωμένα απομεινάρια παλιών κτιρίων στις διαρθρώσεις ενός πολυσήμαντου μελανιού που εντέλει διεκδικεί την εξουσία του χρόνου, τα έργα αυτά περνούν από την αφαιρετική αναπαράσταση μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας στην άχρονη απόδοση μιας εσωτερικής θέασης του κόσμου. Μέσα από τις δομές του αόρατου. Κι από τα χαλάσματα της ύλης, τα σπαράγματα εικόνων του νου.