ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ
24 Νοεμβρίου 1993
Ολγα Μπατή
Έργα που προκαλούν «ειδική συμετοχή»
Πολλές φορές στη διάρκεια μιας έκθεσης εγκαινιάζεται συγχρόνως κι ένα πείραμα επικοινωνίας ανάμεσα στον θεατή και τον δημιουργό. Μια ειδική εικαστική πρόκληση προς ένα χώρο που δεν είναι συνηθισμένος να προβληματίζεται παρά μόνον να δέχεται ότι του προσφέρεται. Καλό ή κακό.
Η διαφορά με τη λειτουργία των έργων που παρουσιάζεται στις εκθέσεις που αναφέραμε είναι η εξής: ότι διατυπώνουν κάποιες νέες έννοιες, ή έστω προσφέρουν κάποιο ειδικό ερέθισμά μέσα από το οποίο ο θεατής ανακαλύπτει το σκοπό της τέχνης. Τον προβληματισμό που μπορεί να θέσει, το αισθητικό παιχνίδι που προκαλεί, τα αισθητικά χρέη που προσπαθεί να ξεπληρώσει. Πίσω από τα φαινόμενα, πίσω από τις φόρμες των συγκεκριμένων έργων, παραμονεύει κάποιο όνειρο, ή ακόμα και κάποιος εφιάλτης. Και έτσι «υπάρχουν» αυτά τα έργα. Υπάρχουν μη όντας αδιάφορα και κοινότοπα. Και επιπλέον προκαλώντας τη συγκίνηση με έναν τρόπο ιδιαίτερο.
Φυσικά δεν είναι δυνατόν παρατηρώντας κανείς την εικόνα να πιάσει από την πρώτη στιγμή τους συμβολισμούς και την ποίηση, το μύθο και τον εφιάλτη. Γιατί ακριβώς εκεί υπάρχει το πείραμα. Στο σημείο που η πρόκληση δεν σχηματοποι9είται από την αρχή, αλλά απλώς αιωρείται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της γκαλερί στο χώρο γύρω από το δημιούργημα. Αιωρείται και μένει στον θεατή να την εντοπίσει και να τη μετασχηματίσει σε συγκίνηση.
Θα τα καταφέρει άραγε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο μέσα από τη δουλειά του Δημήτρη Τράγκα στην «Μέδουσα+1».
Ο Δημήτρης Τράγκας είναι ένας καλλιτέχνης που μέσα από το μοναδικό και λίαν ασυνήθιστο έργο του διατυπώνει την αυτοκαταστροφή της τέχνης. Καιει τα υλικά του, τα καταστρέφει και μετά την καταστροφή ανασυνθέτει τα κατεστραμμένα κομμάτια. Σ’ ένα έντονο έργο από χαρτόνι και αποκαίδια, από μαυρισμένες επιφάνειες και χώμα και καπνό. Το γλυπτό του, αν κανείς το δει σαν γλυπτό, ή κατασκευή του, αν κανείς την ονομάσει έτσι, έχει κάτι από την ουσία της λάβας, από την ουσία του θανάτου.
Πολλοί ίσως δουν την κατασκευή αυτή σαν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι όμως που μπορεί να αλλάξει για μια ακόμη φορά την αντίληψη για το τι είναι τέχνη. Και να θυμίσει στο θεατή αυτό που έλεγε ο Μαρσέλ Ντισάν, ότι: «όλα επιτρέπονται στην τέχνη αν πίσω απ’ αυτή υπάρχει ψυχή».
Επιτρέπεται ακόμα και ένα έργο τόσο ασυνήθιστο και αμφισβητούμενο όσο το γλυπτό του Τράγκα.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 1993
Μαρία Μαραγκού
Απειλή και απειλούμενοι
Τα μνημεία απειλής του καιρού μας μάλλον δεν διαφέρουν από εκείνα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οι άνθρωποι στη διάρκεια ενός πραγματικού πολέμου. Ο πόλεμος κατοικεί στον «οίκο» τω περισσότερο ευαισθητοποιημένων ατόμων, με όσα θετικά και αρνητικά δηλώνει ο ψυχισμός του είδους, είτε τον έχουν βιώσει οι ίδιοι, είτε οι κεραίες τους μπορούν να τον εντοπίσουν σε εγγύς ή μακρινούς τόπους ή μέσα από μνήμες άλλων. Ο ρημαγμός δεν μένει μόνο στα ερείπια ούτε τελειώνει με την όποια αναστήλωση.
Το είδαμε καλά στη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Αλσεμ Κίφερ πριν από δύο χρόνια στο Βερολίνο (και δεν θα το ξεχάσουμε μέσα από ένα τέτοιο έργο), το ζήσαμε τώρα στην Αθήνα με την έκθεση του Δημήτρη Τράγκα στη «Μέδουσα+1». Για τον θεό, δεν κάνω παραλληλισμό δουλειάς, μέσων καλλιτεχνών και αποτελέσματος, ανάμεσα σ’ ένα μείζονα της παγκόσμιας τέχνης του καιρού μας και τον δικό μας Δημήτρη Τράγκα, καθόλου ελάσσονος σημασίας, αλλά οπωσδήποτε στην αρχή ακόμη της διαδρομής του. Η απελπισία ωστόσο που έρχεται τόσο ρεαλιστικά (αναφέρομαι στα πρόσφατα έργα του Κίφερ) από την καταστροφή ή μάλλον το αίσθημά της, το εισέπραξα μέσα από μια κοινή μυρωδιά ,με εκείνη που έχει το «δωμάτιο» του Τράγκα αν μπεις μέσα και αφεθείς να είσαι μόνος στους πισσωμένους τοίχους.
Ξεκινώ από αυτό το κερδισμένο αίσθημα, που μετρά κατ’ αρχήν το ενδιαφέρον που έχει να ζήσει κανείς ένα έργο και να του μείνει κάτι α[‘ αυτό ή να το προσπεράσει.
Από εκεί κι ύστερα, δεν βρισκόμαστε ενώπιον της ανακάλυψης της πυρίτιδας αλλά στη δουλειά ενός ανθρώπου που θέλει να μας κάνει κοινωνούς του προσωπικού του τρόμου και που το πετυχαίνει με γνωστά μέσα, στα οποία έχει βάλει προσωπικό μόχθο και σκέψη. Επιπλέον, είναι και συνεπής σε σχέση μ την προηγούμενη δουλειά του, της οποίας εξέλιξη είναι η τωρινή.
Ο Τράγκας, για να κυριολεκτούμε, θα πούμε ότι βγαίνει στον χώρο με ένα απειλητικό φαλλικό σύμβολο, ένα αιωρούμενο γλυπτό καμωμένο από υαλοβάμβακες, πίσσα και πισσόχαρτο που ο ίδιος το ονομάζει {«Ζέπελιν».
Τα μέσα του είναι τα ίδια με εκείνα του παρελθόντος του. Από τα μαύρα τελάρα στα οποία δούλευε τον κόσμο του και που τα λέγαμε δυσδιάστατα, επειδή περιοριζόταν σ’ ένα πλαίσιο, τώρα αφήνεται σε ένα τρισδιάστατο σχήμα. Ουσιαστικά, χώρο έκανε και στο παρελθόν, ενώ αν ξεχάσει κανείς το αιωρούμενο «Ζέπελιν» και μείνει στους τοίχους που δημιουργεί στην Μέδουσα+1 θα βρεθεί κοντά στα παλιά τελάρα του Τράγκα, που αποκτούν τώρα την ψευδαίσθηση της προοπτικής.
Η εικόνα της απειλής να έχουμε ωστόσο πάντα κατά νου ότι η οποιαδήποτε εικόνα δεν αντιστοιχεί πάντα με το αίσθημα που δημιουργεί, κορυφώνεται με τις συρματόβεργες που εγκλείουν τον χώρο και το «{Ζέπελιν» αφήνοντας έξω τον θεατή ή για όποιον μπει μέσα (μην το κάνετε σώνει και καλά αν δεν είστε εθισμένοι σε μηχανουργεία ή γιαπιά) αφήνοντας έξω τη σιγουριά του υπαρκτού κόσμου, του κέντρου της Αθήνας, τουλάχιστον, μια και το Σεράγεβο δεν απέχει και πάρα πολύ από τον τόπο μας και τη ζωή μας.
Για να καταλήξουμε, η παρουσία του έργου του Δημήτρη Τράγκα αντιστοιχεί σε μια ουσιαστική στιγμή του καλλιτέχνη, όπου η εικόνα του έργου δεν προδίδεται από το αίσθημα του περιεχομένου της, αποδίδοντας συμπερασματικά ότι ήρθε από ανάγκη, στην οποία μετείχαν εξίσου η σκέψη και το σώμα, αφού ο Τράγκας δούλεψε ο ίδιος με τα χέρια του αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι που έστησε για να το κερδίσει,.