ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
4 Ιουνίου 1998
Μαρία Μαραγκού
Ας δούμε την έκθεση του Γιάννη Δημητράκη στην γκαλερί «Μέδουσα». Καλή έκθεση. Ο Δημητράκης παίρνει ανθρωπόμορφες φόρμες και κυρίως φόρμες αερικών, της κόβει και τις βάζει να αιωρούνται στο χώρο.
Η σημερινή δουλειά του είναι απόλυτα συνεπής με το παρελθόν του. Οι ίδιες φόρμες που βλέπαμε δουλεμένα με πενάκι στα επίτοιχα έργα του Γιάννη, τώρα ζωντανεύουν αιωρούμενες στο χώρο. Ο καλλιτέχνης παραθέτει την κομμένη ανοξείδωτη φόρμα και το υπόλειμμα της λαμαρίνας, το οποίο σχηματίζει την ίδια ακριβώς φόρμα με το κενό.
Παράλληλα ο Δημητράκης δουλεύει ελάχιστα την πέτρα. Ουσιαστικά, η παρέμβαση βρίσκεται στην επιλογή. Ευαίσθητη δουλειά, η οποία κατοχυρώνεται στη λογική (ή την ποίηση, αν θέλετε) του πλήρους και του κενού και της σχέσης τους με το πραγματικό σώμα του έργου και το είδωλό του, στο θέατρο σκιών και τη συμβολή του κεριού.
ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ
30 Μαΐου 1998
Έργα από Μέταλλο – Βότσαλο – Φως εκθέτει στη Μέδουσα ο Γιάννης Δημητράκης. «Τα Πέτρινα φανάρια»
Έχω παρακολουθήσει από χρόνια την επίμονη και συστηματική δουλειά του Γιάννη Δημητράκη, κυρίως στην αίθουσα της «Μέδουσα» και της «Μέδουσα +1», μια αίθουσα ιδιαίτερα δυναμική που μας λείπει πολύ. Γι’ αυτό και μια από τις «Ασκήσεις ακριβείας» και το λογοπαικτικό «Πράσσειν άλογα» ως τα τωρινά «Τα Πέτρινα φανάρια» πιστεύουμε ότι έχει κανείς την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια πορεία προς τη σταδιακή απελευθέρωση μέσων και τρόπων. Τα «Πέτρινα φανάρια» από μέταλλο – βότσαλο – φως είναι η τελευταία πρόκληση στη δουλειά του Γ. Δημητράκη, μια δουλειά όπου η φαντασία συναντάει τη συνθετική ικανότητα και το σχέδιο, το θέατρο σκιών τον Matisse και οι «ποδηλάτες» τους «χορευτές».
Τα βότσαλα, λειασμένα από το νερό και το χρόνο, παίζουν το δικό τους ρόλο σε αυτό το τρίπτυχο, όπου το φως καλείται να συμπράξει και το μέταλλο, ανοξείδωτη λαμαρίνα τριών χιλιοστών να κοπεί με ακτίνα λέιζερ.
«Έκοψα τρείς ανοξείδωτους ποδηλάτες, τους έβαλα να παίζουν με τα φώτα του αλογόνου και τις σκιές τους», γράφει ο ίδιος στο μικρό καλλιτεχνικό ενημερωτικό από τις «Εκδόσεις Μπιλιέτο». Το φως γεμίζει αυτά τα «κενά» στα σώματα των έργων και τα συμπληρώνει ανάλογα με τις σκιές τους. Το έργο τέχνης είναι μια φόρμα «quel’histoire passé son temps a’ remplir”, έχει γράψει ο Roland Bathes.
Ανεξάρτητα από το πόσο η Ιστορία ασχολείται να συμπληρώσει ένα έργο τέχνης, μέσα από μια σύγχρονη σημειωτική προσέγγιση το έργο τέχνης προτείνεται ως «ένα κείμενο που προσαρμόζεται από τους συγκεκριμένους παραλήπτες του, ώστε να πληρεί πολλούς διαφορετικούς επικοινωνιακούς σκοπούς σε διαφορετικές ιστορίες ή ψυχολογικές περιστάσεις, χωρίς ποτέ να παραμελείται εντελώς ο υποκείμενος κανόνας, ο οποίος το συγκρότησε» (U.Eco, Θεωρία Σημειωτικής – Θεωρία παραγωγής Σημείων – Το αισθητικό κείμενο, εκδόσεις «Γνώση», 1988, σελ. 425, σημείωση 1). Έτσι, το «Παραμύθι» του Γ. Δημητράκη δεν θα μείνει χωρίς όνομα, γιατί μπορεί να έχει περισσότερα από ένα. Όσα μπορεί να προβάλει η δική μας ματιά, η δική μας μυθοπλαστική φαντασία και ανάγκη με ότι βασικό μας προσφέρει η συγκεκριμένη δουλειά και ο καλλιτέχνης σε μια έκθεση που αξίζει τον κόπο.