Την Πέμπτη 15 Aπριλίου στις 8 το βράδυ η στις 8 το βράδυ η Μαρία Δημητριάδη θα παρουσιάσει στην Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης την τελευταία δουλειά του Βασίλειου Μιχαήλ. Μπορεί ο χώρος να ποθεί; Στο σύντομο κείμενό του σχετικά με τονaaa
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ
Bijections – Ο χώρος ως σχέση
Μία αμφισήμαντη λειτουργία περιγράφει στα μαθηματικά την ισοδυναμία δύο λειτουργικών χώρων. Και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε για κάθε στοιχείο σε έναν χώρο Χ να αντιστοιχεί αντιστρεπτά ένα ακριβώς σε αυτό ανάλογο στοιχείο στον λειτουργικό χώρο Υ. Μία λειτουργία ισοδυναμίας, όπως ακριβώς και μία λειτουργία σχετικότητας, της οποίας η ιδιότητα του χώρου προκύπτει από τη σχετική περιγραφή της: οι λειτουργίες κερδίζουν χώρο επειδή έρχονται μεταξύ τους σε επαφή. Η αμφισήμαντη λειτουργία έχει – όχι τυχαία – μεγάλη ομοιότητα με τον ορισμό της εικόνας του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν στο «Tractatus» που δημοσιεύτηκε το 1921: «2.12 Η εικόνα είναι ένα μοντέλο της πραγματικότητας», γράφει εκεί. Αυτή η φράση μας κάνει να σκεφτούμε αμέσως τους ζωγράφους της Aναγέννησης και τις κεντρικo-προοπτικές εικόνες τους, τον Άλμπρεχτ Ντύρερ και την «μικρή του πύλη», αυτό το βοηθητικό μέσο, με το οποίο υποσχέθηκε να φέρει κατά μήκος αόρατων γραμμών τον πραγματικό χώρο στο χαρτί. Εάν αυτή η εικόνα γίνει αντιληπτή ως μοντέλο, δηλαδή ως πρότυπο, όχι μόνο ως απομίμηση ή αντίγραφο της πραγματικότητας, τίθεται το ερώτημα πώς αυτά τα δύο έρχονται μεταξύ τους σε επαφή. Και πιο συγκεκριμένα, το πώς ακριβώς είναι αυτή η σχέση του μοντέλου και της πραγματικότητας μεταξύ τους, σχολιάζει ο Βίτγκενσταϊν: «2.13 Στα αντικείμενα αντιστοιχούν στην εικόνα τα στοιχεία της εικόνας. 2.131 Τα στοιχεία της εικόνας αντικαθιστούν στην εικόνα τα αντικείμενα. 2.14 Η εικόνα υφίσταται στο ότι τα στοιχεία της συμπεριφέρονται μεταξύ τους με έναν ορισμένο τρόπο.» Στη φιλοσοφία του Βίτγκενσταϊν η έννοια «εικόνα» έχει ιδιαίτερη θέση: είναι ταυτόχρονα περιεχόμενο της παρουσίασης όπως και παρουσίαση. Δεν σκεφτόμαστε σε εικόνες, αλλά σε δημιουργήματα, δηλαδή σε συνθέσεις από πραγματικά γεγονότα και τις μορφές τους. Στη μορφή εξέλιξης γεγονός-εικόνα-σκέψη-φράση, η πραγματικότητα δημιουργείται ως μία κίνηση της δημιουργίας της επαφής. Τι όμως παριστάνει τον κινητήρα αυτής της σχέσης; Ποιο είναι το κίνητρο της κίνησης;
Υπό την έννοια των αντιστάσεων, τα αντικείμενα προκαλούν κίνηση επειδή είναι εμπόδια. Ακριβώς για αυτό ελκύουν, προκαλούν να κινηθούμε προς αυτά, κατά πάνω τους, να τρέξουμε κατά πάνω τους. Έτσι δημιουργείται, συγκριτικά με τον χώρο, ο οποίος εκτίθεται με μία θερμική κάμερα γύρω από ένα αντικείμενο ως «αύρα», γύρω από την αντίσταση ένας χώρος δράσης από την σχέση μεταξύ του αντικειμένου που προκαλεί αντίσταση και του υποκειμένου που συμπεριφέρεται ως προς αυτό. Τα αντικείμενα είναι παρόντα ως πράγματα μόνο υλικά. Εκδηλώνονται ως ακίνητα, κατά συνέπεια χωρίς ψυχή. Ακριβώς εδώ, ο Βίτγκενσταϊν συμπληρώνει με τη φράση: «2.14 Η εικόνα υφίσταται στο ότι τα στοιχεία της συμπεριφέρονται μεταξύ τους με έναν ορισμένο τρόπο.» Η σχέση των αντικειμένων μεταξύ τους είναι απαραίτητη για να δημιουργηθεί μία εικόνα του κόσμου. Δεν μπορεί να έχει κανείς εικόνες χωρίς κόπο και χωρίς να ξεπεραστεί η αντίσταση. Και ως προς την αντίληψη είναι ήδη κοινωνικά κωδικοποιημένες, διαμορφωμένες υπερατομικά και ιστορικά. Στη συνάντηση με το αντικείμενο, ένα άτομο τοποθετείται ως παρατηρητής, ως αυτός που συναντά και σχετίζεται ταυτόχρονα με άλλα. Η ίδια η αντίδραση στα πράγματα ανήκει σε αυτόν τον χώρο σχέσεων, στον οποίο σύμφωνα με τον Βίτγκενσταϊν, εγκαθίστανται αντιλήψεις του κόσμου, που μπορούν να λεχθούν. Εφόσον τα αντικείμενα γίνονται αντιληπτά μόνο αφού τους δοθεί όνομα, αυτό σημαίνει γίνονται μέρος της συνείδησης, εξαρτώνται τα ίδια μέσω της σχέσης τους με την εικόνα. Και πάλι ο Βίτγκενσταϊν: «2.022 Είναι προφανές ότι ακόμα και ένας κόσμος, τον οποίο σκεφτόμαστε τελείως διαφορετικά από τον πραγματικό, πρέπει να έχει κάτι – μια μορφή – κοινό με τον πραγματικό. 2.023 Αυτή η σταθερή μορφή αποτελείται ακριβώς από αυτά τα αντικείμενα.» Εάν τα αντικείμενα διαμορφώνουν ως σταθερή μορφή την ουσία του κόσμου, τότε το έργο στα αντικείμενα είναι ένα έργο στην μορφή του κόσμου. Δηλαδή όχι στον ίδιο τον κόσμο και ούτε επίσης στα αντικείμενά του, αλλά σε αυτό που γίνεται δυνατό από την δημιουργία σχέσης. Μία εικόνα δεν δείχνει ποτέ την ίδια της τη λειτουργία παρουσίασης. Κάθε εικονικό έργο πρέπει να μεσολαβεί, εκθέτει μία παράκαμψη, για να καταλήξουμε στον εαυτό μας. Αυτή η παράκαμψη είναι ο χώρος του έργου. Ο τρόπος του είναι η δημιουργία σχέσης. Η εικόνα και ο χώρος δεν είναι ξεχωριστές μεταξύ τους λειτουργίες. Εμπλέκονται μεταξύ τους. Και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αλληλοεξαρτώνται όχι σε μία σχέση αιτίας-επίδρασης αλλά σε μία σχέση-σχέσης. Εκ νέου τίθεται το ερώτημα, ποιο είναι το κίνητρο αυτής της σχέσης, πώς τίθεται σε λειτουργία και εάν δεν γίνεται ίσως η ίδια η πράξη στον ίδιο βαθμό κίνητρο όπως και αφορμή για μία συσχέτιση χώρου-εικόνας. Εάν δεν αλληλοεξαρτώνται και προβάλλονται σε έναν κύκλο που προκαλεί ίλιγγο, το αντικείμενο, ο χώρος, η εικόνα και αυτός που αντιλαμβάνεται –κατανεμημένα διακριτά σε ξεχωριστούς λειτουργικούς χώρους. «Σχεδόν όλα τα αντικείμενα που έχουν δημιουργηθεί από τον άνθρωπο είναι κατά κάποιον τρόπο εικόνες-αντικείμενα. φέρουν λανθάνουσες σημασίες, όχι μόνο γνωστικές, αλλά και βουλητικές και συναισθηματικές-συγκινησιακές: οι εικόνες-αντικείμενα είναι σχεδόν οργανισμοί ή τουλάχιστον μικροοργανισμοί, οι οποίοι ξαναζωντανεύουν στο υποκείμενο και μπορούν να εξελιχθούν. Ο γάλλος φιλόσοφος Gilbert Simondon δεν σκέφτεται στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 την εικόνα και το αντικείμενο εκτός των πράξεων, οι οποίες τους χορηγούν έναν τόπο στο γεγονός της αντίληψης και συνεπώς της ύπαρξης. Κάθε πράξη έχει προκαθοριστεί από εικόνες και αντικείμενα, από εικόνες-αντικείμενα.
Στον σχετικό χώρο του αντικειμένου του Βίτγκενσταϊν παρατίθεται εδώ μία βασική, μία εκ γενετής σχέση αντικειμένου-εικόνας. Μία σχέση με την συναισθηματική έννοια, η οποία απονέμει εκάστοτε με την εγκατάστασή της στα αντικείμενα όπως και στις εικόνες το σθένος τους και το δικαίωμα να εισέλθουν στην ακτίνα προσοχής του μεμονωμένου ατόμου, να επιδρούν χωροδιαμορφωτικά. Ο χώρος και η αντίστοιχη εικόνα του δημιουργούνται στη μεταβολή, εννοώντας τη φυσική μεταβολή όπως ακριβώς και τη μεταφορική έκφραση, τη μεταβολή της (γλωσσικής, εικονικής) μορφής. Ο Georges Bataille περιγράφει το 1930 «πως ο χώρος, μπροστά στα μάτια μας, ευπρεπώς στραμμένα αλλού, διακόπτει με την προδιαγεγραμμένη συνέχεια. Έχοντας οπωσδήποτε σκοπό να διακόψει με την κλασσική φιλοσοφία κατηγοριών, ο Bataille συνδέει τον χώρο με τρεις λειτουργίες: το σώμα, τον πόθο του (την φυσική, συναισθηματική, ψυχική του κίνηση) και την ισχυρογνωμοσύνη του χώρου. Εκθέτοντάς τον κατά τέτοιο τρόπο, σαν να ερχόταν ενώπιόν μας ως πρόσωπο, ο Bataille θέτει την ίδια προηγουμένως διατυπωμένη στροφή των ματιών ως μορφή του χώρου στην εικόνα. Στην ποιητική μεταφορική έκφραση στρέφει κυριολεκτικά τα μάτια, θέτει τον χώρο σημασίας σε κίνηση. Η αντίληψη του χώρου ως σχέση μεταξύ υποκειμένου, εικόνας και πόθου αποτελεί μία πρόκληση για καινούριο γλυπτό, για καλλιτεχνικό έργο με το αντικείμενο. Λύεται από τον σχηματισμό του, που αναλογίζεται το σώμα και την μορφή του, συνάπτει σχέσεις στον χώρο με την εικόνα, τη γλώσσα, τις λειτουργίες ως προς το αντικείμενο. Πράγματι βρίσκουμε αυτήν την εποχή σε πολλούς καλλιτεχνικούς χώρους μία πρόκληση για δημιουργία σχέσης, για σχέση με τα αντικείμενα, τα οποία συγκεντρώνονται από τους καλλιτέχνες. Διαφορετικά απ’ ότι παλαιότερα, όταν το γλυπτό αφοσιωνόταν ολοκληρωτικά στον προβληματισμό της μορφής στο χώρο και της παρουσίας της, το θέμα τώρα είναι, να έρθουμε σε επαφή, να βρούμε τον εαυτό μας στο ένα ή άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός σχηματισμού. Η απάντηση στο ερώτημα, τι μας φέρνει σε επαφή, είναι η ίδια η σχέση. Το ότι την σκεφτόμαστε σε μία αμφισήμαντα συγκροτημένη δομή του χώρου είναι μία ακαταμάχητη προσφορά.
Γ. Εμίλ Σέννεβαλντ, Παρίσι τον Μάρτιο 2010
Bijections – Ο χώρος ως σχέση
Μία αμφισήμαντη λειτουργία περιγράφει στα μαθηματικά την ισοδυναμία δύο λειτουργικών χώρων. Και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε για κάθε στοιχείο σε έναν χώρο Χ να αντιστοιχεί αντιστρεπτά ένα ακριβώς σε αυτό ανάλογο στοιχείο στον λειτουργικό χώρο Υ. Μία λειτουργία ισοδυναμίας, όπως ακριβώς και μία λειτουργία σχετικότητας, της οποίας η ιδιότητα του χώρου προκύπτει από τη σχετική περιγραφή της: οι λειτουργίες κερδίζουν χώρο επειδή έρχονται μεταξύ τους σε επαφή. Η αμφισήμαντη λειτουργία έχει – όχι τυχαία – μεγάλη ομοιότητα με τον ορισμό της εικόνας του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν στο «Tractatus» που δημοσιεύτηκε το 1921: «2.12 Η εικόνα είναι ένα μοντέλο της πραγματικότητας», γράφει εκεί. Αυτή η φράση μας κάνει να σκεφτούμε αμέσως τους ζωγράφους της Aναγέννησης και τις κεντρικo-προοπτικές εικόνες τους, τον Άλμπρεχτ Ντύρερ και την «μικρή του πύλη», αυτό το βοηθητικό μέσο, με το οποίο υποσχέθηκε να φέρει κατά μήκος αόρατων γραμμών τον πραγματικό χώρο στο χαρτί. Εάν αυτή η εικόνα γίνει αντιληπτή ως μοντέλο, δηλαδή ως πρότυπο, όχι μόνο ως απομίμηση ή αντίγραφο της πραγματικότητας, τίθεται το ερώτημα πώς αυτά τα δύο έρχονται μεταξύ τους σε επαφή. Και πιο συγκεκριμένα, το πώς ακριβώς είναι αυτή η σχέση του μοντέλου και της πραγματικότητας μεταξύ τους, σχολιάζει ο Βίτγκενσταϊν: «2.13 Στα αντικείμενα αντιστοιχούν στην εικόνα τα στοιχεία της εικόνας. 2.131 Τα στοιχεία της εικόνας αντικαθιστούν στην εικόνα τα αντικείμενα. 2.14 Η εικόνα υφίσταται στο ότι τα στοιχεία της συμπεριφέρονται μεταξύ τους με έναν ορισμένο τρόπο.» Στη φιλοσοφία του Βίτγκενσταϊν η έννοια «εικόνα» έχει ιδιαίτερη θέση: είναι ταυτόχρονα περιεχόμενο της παρουσίασης όπως και παρουσίαση. Δεν σκεφτόμαστε σε εικόνες, αλλά σε δημιουργήματα, δηλαδή σε συνθέσεις από πραγματικά γεγονότα και τις μορφές τους. Στη μορφή εξέλιξης γεγονός-εικόνα-σκέψη-φράση, η πραγματικότητα δημιουργείται ως μία κίνηση της δημιουργίας της επαφής. Τι όμως παριστάνει τον κινητήρα αυτής της σχέσης; Ποιο είναι το κίνητρο της κίνησης;
Υπό την έννοια των αντιστάσεων, τα αντικείμενα προκαλούν κίνηση επειδή είναι εμπόδια. Ακριβώς για αυτό ελκύουν, προκαλούν να κινηθούμε προς αυτά, κατά πάνω τους, να τρέξουμε κατά πάνω τους. Έτσι δημιουργείται, συγκριτικά με τον χώρο, ο οποίος εκτίθεται με μία θερμική κάμερα γύρω από ένα αντικείμενο ως «αύρα», γύρω από την αντίσταση ένας χώρος δράσης από την σχέση μεταξύ του αντικειμένου που προκαλεί αντίσταση και του υποκειμένου που συμπεριφέρεται ως προς αυτό. Τα αντικείμενα είναι παρόντα ως πράγματα μόνο υλικά. Εκδηλώνονται ως ακίνητα, κατά συνέπεια χωρίς ψυχή. Ακριβώς εδώ, ο Βίτγκενσταϊν συμπληρώνει με τη φράση: «2.14 Η εικόνα υφίσταται στο ότι τα στοιχεία της συμπεριφέρονται μεταξύ τους με έναν ορισμένο τρόπο.» Η σχέση των αντικειμένων μεταξύ τους είναι απαραίτητη για να δημιουργηθεί μία εικόνα του κόσμου. Δεν μπορεί να έχει κανείς εικόνες χωρίς κόπο και χωρίς να ξεπεραστεί η αντίσταση. Και ως προς την αντίληψη είναι ήδη κοινωνικά κωδικοποιημένες, διαμορφωμένες υπερατομικά και ιστορικά. Στη συνάντηση με το αντικείμενο, ένα άτομο τοποθετείται ως παρατηρητής, ως αυτός που συναντά και σχετίζεται ταυτόχρονα με άλλα. Η ίδια η αντίδραση στα πράγματα ανήκει σε αυτόν τον χώρο σχέσεων, στον οποίο σύμφωνα με τον Βίτγκενσταϊν, εγκαθίστανται αντιλήψεις του κόσμου, που μπορούν να λεχθούν. Εφόσον τα αντικείμενα γίνονται αντιληπτά μόνο αφού τους δοθεί όνομα, αυτό σημαίνει γίνονται μέρος της συνείδησης, εξαρτώνται τα ίδια μέσω της σχέσης τους με την εικόνα. Και πάλι ο Βίτγκενσταϊν: «2.022 Είναι προφανές ότι ακόμα και ένας κόσμος, τον οποίο σκεφτόμαστε τελείως διαφορετικά από τον πραγματικό, πρέπει να έχει κάτι – μια μορφή – κοινό με τον πραγματικό. 2.023 Αυτή η σταθερή μορφή αποτελείται ακριβώς από αυτά τα αντικείμενα.» Εάν τα αντικείμενα διαμορφώνουν ως σταθερή μορφή την ουσία του κόσμου, τότε το έργο στα αντικείμενα είναι ένα έργο στην μορφή του κόσμου. Δηλαδή όχι στον ίδιο τον κόσμο και ούτε επίσης στα αντικείμενά του, αλλά σε αυτό που γίνεται δυνατό από την δημιουργία σχέσης. Μία εικόνα δεν δείχνει ποτέ την ίδια της τη λειτουργία παρουσίασης. Κάθε εικονικό έργο πρέπει να μεσολαβεί, εκθέτει μία παράκαμψη, για να καταλήξουμε στον εαυτό μας. Αυτή η παράκαμψη είναι ο χώρος του έργου. Ο τρόπος του είναι η δημιουργία σχέσης. Η εικόνα και ο χώρος δεν είναι ξεχωριστές μεταξύ τους λειτουργίες. Εμπλέκονται μεταξύ τους. Και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αλληλοεξαρτώνται όχι σε μία σχέση αιτίας-επίδρασης αλλά σε μία σχέση-σχέσης. Εκ νέου τίθεται το ερώτημα, ποιο είναι το κίνητρο αυτής της σχέσης, πώς τίθεται σε λειτουργία και εάν δεν γίνεται ίσως η ίδια η πράξη στον ίδιο βαθμό κίνητρο όπως και αφορμή για μία συσχέτιση χώρου-εικόνας. Εάν δεν αλληλοεξαρτώνται και προβάλλονται σε έναν κύκλο που προκαλεί ίλιγγο, το αντικείμενο, ο χώρος, η εικόνα και αυτός που αντιλαμβάνεται –κατανεμημένα διακριτά σε ξεχωριστούς λειτουργικούς χώρους. «Σχεδόν όλα τα αντικείμενα που έχουν δημιουργηθεί από τον άνθρωπο είναι κατά κάποιον τρόπο εικόνες-αντικείμενα. φέρουν λανθάνουσες σημασίες, όχι μόνο γνωστικές, αλλά και βουλητικές και συναισθηματικές-συγκινησιακές: οι εικόνες-αντικείμενα είναι σχεδόν οργανισμοί ή τουλάχιστον μικροοργανισμοί, οι οποίοι ξαναζωντανεύουν στο υποκείμενο και μπορούν να εξελιχθούν. Ο γάλλος φιλόσοφος Gilbert Simondon δεν σκέφτεται στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 την εικόνα και το αντικείμενο εκτός των πράξεων, οι οποίες τους χορηγούν έναν τόπο στο γεγονός της αντίληψης και συνεπώς της ύπαρξης. Κάθε πράξη έχει προκαθοριστεί από εικόνες και αντικείμενα, από εικόνες-αντικείμενα.
Στον σχετικό χώρο του αντικειμένου του Βίτγκενσταϊν παρατίθεται εδώ μία βασική, μία εκ γενετής σχέση αντικειμένου-εικόνας. Μία σχέση με την συναισθηματική έννοια, η οποία απονέμει εκάστοτε με την εγκατάστασή της στα αντικείμενα όπως και στις εικόνες το σθένος τους και το δικαίωμα να εισέλθουν στην ακτίνα προσοχής του μεμονωμένου ατόμου, να επιδρούν χωροδιαμορφωτικά. Ο χώρος και η αντίστοιχη εικόνα του δημιουργούνται στη μεταβολή, εννοώντας τη φυσική μεταβολή όπως ακριβώς και τη μεταφορική έκφραση, τη μεταβολή της (γλωσσικής, εικονικής) μορφής. Ο Georges Bataille περιγράφει το 1930 «πως ο χώρος, μπροστά στα μάτια μας, ευπρεπώς στραμμένα αλλού, διακόπτει με την προδιαγεγραμμένη συνέχεια. Έχοντας οπωσδήποτε σκοπό να διακόψει με την κλασσική φιλοσοφία κατηγοριών, ο Bataille συνδέει τον χώρο με τρεις λειτουργίες: το σώμα, τον πόθο του (την φυσική, συναισθηματική, ψυχική του κίνηση) και την ισχυρογνωμοσύνη του χώρου. Εκθέτοντάς τον κατά τέτοιο τρόπο, σαν να ερχόταν ενώπιόν μας ως πρόσωπο, ο Bataille θέτει την ίδια προηγουμένως διατυπωμένη στροφή των ματιών ως μορφή του χώρου στην εικόνα. Στην ποιητική μεταφορική έκφραση στρέφει κυριολεκτικά τα μάτια, θέτει τον χώρο σημασίας σε κίνηση. Η αντίληψη του χώρου ως σχέση μεταξύ υποκειμένου, εικόνας και πόθου αποτελεί μία πρόκληση για καινούριο γλυπτό, για καλλιτεχνικό έργο με το αντικείμενο. Λύεται από τον σχηματισμό του, που αναλογίζεται το σώμα και την μορφή του, συνάπτει σχέσεις στον χώρο με την εικόνα, τη γλώσσα, τις λειτουργίες ως προς το αντικείμενο. Πράγματι βρίσκουμε αυτήν την εποχή σε πολλούς καλλιτεχνικούς χώρους μία πρόκληση για δημιουργία σχέσης, για σχέση με τα αντικείμενα, τα οποία συγκεντρώνονται από τους καλλιτέχνες. Διαφορετικά απ’ ότι παλαιότερα, όταν το γλυπτό αφοσιωνόταν ολοκληρωτικά στον προβληματισμό της μορφής στο χώρο και της παρουσίας της, το θέμα τώρα είναι, να έρθουμε σε επαφή, να βρούμε τον εαυτό μας στο ένα ή άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός σχηματισμού. Η απάντηση στο ερώτημα, τι μας φέρνει σε επαφή, είναι η ίδια η σχέση. Το ότι την σκεφτόμαστε σε μία αμφισήμαντα συγκροτημένη δομή του χώρου είναι μία ακαταμάχητη προσφορά.
Γ. Εμίλ Σέννεβαλντ, Παρίσι τον Μάρτιο 2010