ΕΙΚΟΝΕΣ
2 Οκτωβρίου 1985
Μαρία Κοτζαμάνη
Κραυγή ευαισθησίας – Χάρολντ Στιβενσον
Αν έπρεπε να περιγράψω κάποιο σύγχρονό μου ξένο με το στίχο του Καβάφη “Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός…” αυτόν το μέχρι υπερβολής ευγενικό κι ευαίσθητο ζωγράφο απ’ τη μακρινή Οκλαχόμα θα διάλεγα ανάμεσα σε χίλιους, χωρίς κανένα δισταγμό, γράφει για το Αμερικανό ζωγράφο Harold Stevenson ο Κώστας Ταχτσής, προλογίζοντας τον κατάλογο της τωρινής έκθεσης του καλλιτέχνη, στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα. Η εύστοχη παρατήρηση του Ταχτσή σηματολογεί κυρίως το ήθος του καλλιτέχνη, αλλά και ένα κοινό, θα λέγαμε, συγκινησιακό υπέδαφος, ευαισθησίας, μια κοινή ψυχική ενδοχώρα ανάμεσα στο ζωγράφο και τον Αλεξανδρινό ποιητή.
Θέτοντας σαν βάση της δουλειάς του το «γεγονός» της ύπαρξής του, ο Stevenson επεκτείνει τα όρια της υποκειμενικότητας ως τις ακρότατες συνέπειες της αυτογνωσίας. Διχασμένος ανάμεσα στη φιλάρεσκη, ναρκισιστική αυτάρκεια και τη βασανιστική, φιλοσοφική ενδοστρέφεια, αναζητά συνεχώς την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι.
Οι επιλογές από την αρχέγονη περιοχή μιας επίκτητης ιστορικής μνήμης, μπλεγμένες οργανικά με τα αμερικάνικα βιώματα και την έμπρακτη εμπειρία της προσωπικής ζωής αποτελούν την πρώτη ύλη με την οποία ο καλλιτέχνης επιχειρεί την τολμηρή αυτή υπαρξιακή κατάδυση, αγγίζοντας το πρόβλημα της ηθικής και της μεταφυσικής της. Η αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση της πραγματικότητας μέσα από την ιστορία, αναιρεί την έννοια του χρόνου προεκτείνοντας το γενόμενο μέσα στο τετελεσμένο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους μιας προσέγγισης που νομιμοποιεί ποιητικά την πλαστική της εικόνας. Γιατί η σύλληψη της εικόνας στη δουλειά του Stevenson είναι πράγματι γλυπτικά «πλασμένη».
Η ζωγραφική επιστρατεύεται για να αναπαραστήσει τη γλυπτική, να δώσει μια μνημειακή αίσθηση στην εφημερότητα των συναισθημάτων, να περάσει το καθημερινό στη νεκρική αιωνιότητά του. Οι αλλεπάλληλες αυτές μεταπλάσεις της ζωγραφικής μέσα από την ποίηση και τη γλυπτική εντείνουν την ιδιαιτερότητα μιας ειδικής ατμόσφαιρας, που στην παλιότερη κυρίως δουλειά την είχε παρουσιάσει ο καλλιτέχνης το 1973 στην Αθήνα, λειτουργούσε έμμεσα και υπαινικτικά, απελευθερώνοντας έννοιες από το περιχαρακωμένο τους νόημα. Στη διαδρομή της πορείας του, ο ιδεολογικός προβληματισμός και ο χώρος των εμπνεύσεών του δεν άλλαξαν κατευθύνσεις, άλλαξε όμως ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τώρα ο καλλιτέχνης το υλικό της φαντασίας του: Η αγάπη της αρχαιότητας έγινε ειδωλολατρία. Η ψύχραιμη έκφραση της αποστασιοποιημένης γραφής του έδωσε τη θέση της σε μια εντυπωσιακή εκφραστική δεξιοτεχνία. Μπολιάζοντας τη ζωγραφική του με τον εξπρεσιονισμό, ο καλλιτέχνης επικαιροποιεί, βέβαια, το παρελθόν της δουλειάς του, αλλά βρίσκεται έξω από το κλίμα της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Από την ιδιάζουσα εκείνη ατμόσφαιρα που τόσο καταλυτικά εισχωρεί στον αρχαίο κόσμο των αγαλμάτων, για να μιλήσει με τη σιωπή, να αιφνιδιάσει με το ήδη γνωστό, να επισημάνει την αμφισημία των συναισθημάτων, να συλλάβει τη στιγμή μέσα στο χρόνο που παρέρχεται – ο χώρος του Stevenson ήταν ενδοσκοπικός, η γραφή του συνειρμική και ελλειπτική, ήταν ικανή να σηκώσει διάφορα συγκινησιακά και συναισθηματικά φορτία. Η μετέπειτα στροφή του καλλιτέχνη (ακολουθώντας άλλες διαδρομές, παγανιστικές, ελληνιστικές κλπ.) δεν έγινε βέβαια αβασάνιστα. Τα ακρωτηριασμένα αγάλματα με τις βίαια επιζωγραφισμένες επεμβάσεις, οι περίπλοκες οργανικές λειτουργίες που θυμίζουν απομιμήσεις ταπετσαρίας ή φθηνού μάρμαρου, το κραυγαλέο γούστο σίγουρα επισημαίνουν την παρακμή μιας εποχής που οι αρχαίοι θεοί εγκατέλειψαν τους ναούς για να γίνουν στολίδια στα σπίτια. Μήπως είναι κι αυτό μια κραυγή διαμαρτυρίας από έναν καλλιτέχνη που κάποτε «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός».
ΕΝΑ
3 Οκτωβρίου 1985
Νίκος Σταθούλης
ΧΑΡΟΛΝΤ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ
«Ερωτική Γκουέρνικα»
Γνώρισε την Ελλάδα το 1959 και την πρώτη νύχτα, για ώρες ολόκληρες, την πέρασε στην Ακρόπολη. Ήταν μια νύχτα με πανσέληνο όταν ανακάλυπτε την ελληνική μαγεία. Ο Χάρολντ Στήβενσον από τότε επισκέφτηκε πολλές φορές την Ελλάδα, αφού μέσα στα έργα του κρύβεται έντονη η αναζήτηση του αρχαιοελληνικού κόσμου.
Η τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα συνέπεσε με τα εγκαίνια της έκθεσής του, που εγκαινιάστηκε στις 30 Σεπτεμβρίου στην γκαλερί «Μέδουσα», την οποία διευθύνει η Μαρία Δημητριάδη.
«Ο Χάρολντ Στήβενσον στην Αθήνα», είναι ο τίτλος της έκθεσης, και δεν θα μπορούσε να ήταν κανένας άλλος… Η επίσκεψη του Στήβενσον στην Αθήνα που ανακηρύχτηκε «Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης», είναι ένα από τα σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα της νέας εικαστικής σεζόν.
Ο Καλλιτέχνης, έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό, όταν πριν από δώδεκα χρόνια, το 1973 ο Αλέξανδρος Ιόλας είχε παρουσιάσει τη δουλειά του στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στην Οκλαχόμα το 1929. Το 1949 πρωτοπαρουσιάζεται με δουλειά του στην γκαλερί του Ιόλα στη Νέα Υόρκη. Το 1959 εγκαθίσταται στο Παρίσι κι έρχεται σε επαφή με τη γαλλική πρωτοπορία, χωρίς όμως να ενστερνίζεται απόλυτα τις θέσεις της. Το 1962 θα εντυπωσιάσει το γαλλικό κοινό με την έκθεσή του “Sensual Fantastic”, που θα γίνει στην γκαλερί της Ίρις Κλαιρ. Από τότε εκθέτει στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες του κόσμου: Βενετία, Λονδίνο, Λος Αντζελες, Βρυξέλλες, Κολωνία, Ρώμη,,,
Θέματα του Στήβενσον ο «τσαλακωμένος ανδρισμός, ο ψυχικός ευνουχισμός του άνδρα και η ανάγκη θεοποίησης της βίας για επιβεβαίωση του χαμένου ανδρισμού. Στα έργα του συλλαμβάνει κανείς τον αρσενικό ερωτισμό που συνταιριάζει με τη βία και το θάνατο.. Τα παιδικά χρόνια του καλλιτέχνη κι ο τόπος που μεγάλωσε, το Λινταμπελ της Οκλαχόμα, όπου κυριαρχεί πάντα ο μύθος του κάουμποι, αφήνουν τη σφραγίδα τους πάνω του. Και ο Στήβενσον βρίσκεται στην ανάγκη να πλάσει τη δική του ιστορία, να μελετήσεις τους αρχαίους πολιτισμούς. Θα αδράξει στοιχεία από αυτούς, και περισσότερο από τον αρχαιοελληνικό, θα ψάξει να βγει το Μέγα Αλέξανδρο, θα μελετήσει τον παγανιστικό κόσμο και θα στήσει το δικό του «Βωμό της Ειρήνης», έργο το οποίο οι κορυφαίοι κριτικοί τέχνης θα ονομάσουν «Γκουέρνικα της Αμερικής».
Ζωγραφίζει πολεμιστές, αρχαία αγάλματα σε ασελγείς στάσεις δίπλα σε τεράστιους μαρμάρινους φαλλούς κα με το χρωστήρα του φορτίζει τα έργα με όλον εκείνο τον ανικανοποίητο ερωτισμού που συναντήσει κανείς κα μέσα στην ελληνορωμαϊκή τέχνη. Μόνο που μέσα στα έργα του |Στήβενσον υπάρχει ο θάνατος, ο πόλεμος και η βία, που ασελγούν πάνω στα σώματα χιλιάδων ανώνυμων παιδιών του όποιου Βιετνάμ.
Ήταν περασμένες επτά, και ο Χάρολντ Στήβενσον ανάμεσα σε δύο τεράστιες ελληνικές μαρμάρινες κολόνες, ανεβασμένες πάνω σε συνθέσεις από μεγάλες πέτρες, μάρμαρα, γρανίτες από τον κάθε πολιτισμό, ανεβασμένος πάνω σε ένα μικρό βωμό ειρήνης, και εκείνος η ζωντανή τους φωνής.
Ένα μεταξένιο γυαλιστερό μπουφάν, με εκατοντάδες πιέτες γύρω από τους ώμους και τη μέση, ένδυμα αρχαϊκό και μεγαλοπρεπές, από αυτά που σχεδιάζει αποκλειστικά γι’ αυτόν ο Μεγκέλ Φερέρας, κυμάτιζε στη φορά του ανέμου, καθώς θυμόταν ο καλλιτέχνης την πρώτη και τη δεύτερή του γέννηση:
«Γεννήθηκα στην καρδιά της Αμερικής,, σε μια μικρή κοινότητα, το Άινταμπελ, κοντά στο Λιτλ Ρίβερ της Οκλαχόμα. Στα βόρια της Άινταμπελ αρχίζουν τα όρη Καιαμίτσι, στα νότια απλώνεται το Τέξας.
Ήταν το 1959 όταν για πρώτη φορά ερχόμουν με πλοίο από τη Βενετία στην Ελλάδα, μαζί με τον Αλέξανδρο Ιόλα. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα συναντηθήκαμε με το Γιάννη Τσαρούχη και κανονίσαμε την πρώτη νυχτιά να πάμε πάνω στην Ακρόπολη, μαζί με ένα πολύ ωραίο Ελληνόπουλο, που ήταν ο ξεναγός.
Ήμασταν μόνοι μας στον Παρθενώνα για αρκετές ώρες. Κάποια στιγμή έφτασα στο Συμπόσιο, πολύ αργότερα από τον Αλκιβιάδη, και ήταν νύχτα με πανσέληνο, κι ήταν η «ελληνική μαγεία», εκεί επάνω στην Ακρόπολη στον Παρθενώνα, κι ήταν αυτό που πάντα έβρισκα και βρίσκω μέσα στα έργα μου, μέσα στη δουλειά μου: ένα είδος μυθοποιίας»
Η μετουσίωσή σας λοιπόν στην Ακρόπολη, η δεύτερη γέννησή σας και τα έργα σας τα συμπαντικά, που είναι γεμάτα από αρχαιοελληνικό πνεύμα.
Και είναι τόσο απλό… Κοιτάζω τον κόσμο. Είμαι φιλήδονος και είμαι εγκεφαλικός. Είμαι πολύ κακός τουρίστας και ξέρω να βλέπω τους ανθρώπους. Κοιτάζω τα μάτια, τα χείλη, τις μύτες, τα χέρια και τα πόδια των ανθρώπων… αυτή είναι η Ακρόπολη.
Δηλαδή τι εννοείτε; Ξέρετε, ο Έλληνας αντιμετωπίζει με μια περίεργη και υπέρμετρη ευαισθησία τον Παρθενώνα..
Θα σας πω μια ιστορία. Υπάρχει μια κόπια του Παρθενώνα στο Τένεσσυ, ακριβώς όπως είναι ο Παρθενώνας. Τον Παρθενώνα αυτό τον έκαναν άνθρωποι και μηχανικοί. Τον Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών τον έφτιαξαν θεοί. Βλέπεις αμέσως τη διαφορά. Και σ’ ένα κομμάτι πέτρας που έχει απομείνει, βλέπει κανείς πάνω της τον Παρθενώνα τελειωμένο. Όπως τον βλέπεις στην Αμερική.
Αυτό είναι το συναίσθημα που σας κυρίευσε τη φεγγαρόφωτη νύχτα του 1959.
Είδα τον Παρθενώνα, όπως τον είδε η Ισιδώρα Ντάνκαν, όπως τον είδε ο Λόρδος Βύρων… Ποτέ δεν είδα τον Παρθενώνα τουριστικά ή, έστω, όπως τον βλέπουν οι αρχαιολόγοι… Ο Παρθενώνας είναι πνεύμα, είναι τρόπος ζωής… βλέπω το Φειδία να κάνει τις τελευταίες λεπτομέρειες στα αγάλματα, τον Περικλή να μαζεύει τα λεφτά για να τον κτίσει, βλέπω τις Καρυάτιδες..
Κι ο πόλεμος, η βία, οι έφηβοι, τα αγάλματα, τα ακρωτηριασμένα πέτρινα πέη, ο ερωτισμός που ξεχειλίζει στο έργο σας;
‘Όλα τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους σήμερα, μπορούν να λυθούν μέσω της ηδονής. Η βία, ο πόλεμος, η φρίκη του όποιου Βιετνάμ υπάρχει γιατί λείπει από τον άνθρωπο ο ανάλογος ερωτισμός…
Ο Χάρολντ Στήβενσον λεει πως «όλα αυτά οφείλονται στο σπάραγμα του “ψυχικά ευνουχισμένου” άντρα και στην αδυναμία του να καταφύγει στη βία για να επιβεβαιώσει το χαμένο του ανδρισμό». Ακόμη, λέει πως «οι Αμερικανοί είναι αιχμάλωτοι του μύθου τους, του μύθου του κάουμποι», κι ακόμη ότι «στην Αμερική οι άνθρωποι συγχέουν τη βία με το θάρρος». Κάθε νίκη είναι γι’ αυτούς και «μια επιβεβαίωση του ανδρισμού τους, κάθε τους ήττα, κι ένας ευνουχισμός».
Κάπου θα σταματήσει να μιλά.. μόνο σκέφτεται… ποζάρει τώρα δίπλα στο έργο του, ο Τάσος τον φωτογραφίζει και φαίνεται να λέει ότι «ο πόλεμος είναι, μεταξύ άλλων,, αποτέλεσμα ψυχοσεξουαλικού ευνουχισμού, αποτέλεσμα ανδρισμού που ουρλιάζει», και μέσα από το ίδιο το έργο του βγαίνει μια κραυγή, που μας αποκαλύπτει πράγματα που δεν υποπτευόμαστε για τους εαυτούς μας ή πράγματα που ξέρουμε και που αρνιόμαστε να παραδεχτούμε.
Όταν ο Χάρολντ Στήβενσον ζωγραφίζει έναν αρχαίο πολεμιστή που στο πρόσωπό του διαφαίνεται η φρίκη του σύγχρονου πολέμου, αγάλματα που ασελγούν πάνω σε συμπολεμιστές τους, κι έναν πολεμιστή που στηρίζει τα χέρια του στη βάση ενός πελώριου ακρωτηριασμένου μαρμάρινου φαλλού και παραδίπλα ένα σπασμένο άγαλμα που ασελγεί κι αυτό… ο Θάνατος… είναι ποιος άλλος από το μύθο του ήρωα, «του εν πολέμοις πεσόντος», που έρχεται να ασελγήσει επάνω στα κορμιά κείνων που τον πίστεψαν κι έπεσαν στο όνομά του»;
Κάθε φορά που θέλει να υμνήσει τον πολεμιστή, κατά βάθος ζωγραφίζει έναν κάουμπόι ή έναν ταυρομάχο, όπως τον Ελ Κόρντομπες, που διάλεξε το 1964 να ζωγραφίσει. Ο ζωγράφος κι ο ταυρομάχος συναντήθηκαν με τον ακόλουθο τρόπο: ο Στήβενσον γνώρισε το νομπελίστα Clair Rabe, ο οποός γνώριζε τον ποιητή Eurique Bavari, που είχε σπίτι στην Κόρντοβα, και ήταν φίλος του Ελ Κόρντομπες, του ταυρομάχου. Έτσι πήγαν στην Κόρντοβα. Ο Στήβενσν και ο Ελ Koρντομπες γνωρίστηκαν , και η δουλειά για το πορτρέτο άρχισε.. Δύο μέρες αργότερα, ο Ελ Κόρντομπες είχε ταυρομαχία και αφιέρωτσε τον πρώτο του ταύρο στον Στήβενσν μετά το θάνατο του ταύρου, έδωσε στον καλλιτέχνη το αυτί που είχε κρατήσει. Ένας εκστατικός Στήβενσον χτυπούσε τα δάχτυλά του, ψάχνοντας την έκφραση που ταίριαζε: «Meravilioso!!!” (Θαυμάσια), είπε τελικά.
Κι όταν ο Ελ Κόρντομπες κινηματογραφικός αστέρας πια που είχε συνηθήσει να βλέπει τον εαυτό του σε γιγαντιαίες αφίσες μπροστά στο σινεμά, έβλεπε το ολοκληρωμένο πορτρέτο του, θα έψαχνε κι αυτός για την επαρκή λέξη να το επαινέσει: «Monumental!!!» (μνημειώδες!)
Η ζωγραφική του Harold Stevenson ή μια βόλτα στην οδό Αθηνάς
Ο Harold Stevenson, είναι ένας αμαρτωλός. Και για να μην παρεξηγηθώ οφείλω να συμπληρώσω πως είναι αμαρτωλός επειδή η ίδια η ζωγραφική είναι τέτοια. Αλλά πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Ξέρω καλούς ζωγράφους που στο βάθος μπορεί να ήταν καλύτεροι τραπεζικοί υπάλληλοι ή διοικητές επιχειρήσεων. Ο Harold όμως δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά αυτό: ζωγράφος. Με όλα τα υπέρ και τα κατά, τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες. Ο Harold έχει μια παθιασμένη σχέση με τη ζωγραφική του, ένα ερωτικό δεσμό σχεδόν υπαρξιακό.
Ζωγραφίζει ζώντας τους πίνακές του, υπάρχοντας μέσα σ’ αυτούς, θεωρώντας τους κατευθείαν προεκτάσεις των φαντασιώσεών του. Ο Stevenson, ένας ζωγράφος της αμερικανικής avant garde, γνώρισε την Ελλάδα σαν ένας άλλος λόρδος Βύρων. Ήρθε να πάθει γι αυτήν και να την κερδίσει απόλυτα. Συνάντησε τους αρχαίους Έλληνες, κάνοντας συντροφιά με τους νέους. Ερεύνησε μέσα από το παρελθόν το παρόν του τόπου αυτού χωρίς ρομαντικές εξάρσεις ή εξωπραγματικές μεγεθύνσεις. Έψαξε να βρει ταυτίσεις της προσωπικής του μυθολογίας με τη μυθολογία του συγκεκριμένου χώρου. Ο Stevenson, ασχολείται περισσότερο από δέκα χρόνια με διαδρομές σε διάφορους πολιτισμούς, σε ιδιαίτερες, θα λέγαμε χρονικές κηλίδες της ιστορίας. «Σε αναζήτηση του Μ. Αλεξάνδρου», ο «Βωμός της Ειρήνης», Ο «παγανιστικός κόσμος». Τα ταξίδια αυτά περισσότερο από επιστροφές φυγής, μοιάζουνε με εξερευνήσεις που αποκαλύπτουν πόσο άγνωστο είναι το θεωρούμενο, ως γνωστό, πόσο ανοίκειο το οικείο.
Σε τούτες τις περιπλανήσεις εστιάζει το ενδιαφέρον του σε μοναχικές φιγούρες, σε ωραία σώματα που αντιστέκονται στο χρόνο, σε πρόσωπα που ζούνε συνεχώς περνώντας από τη μια ταυτότητα στην άλλη εις αιώνας αιώνων. Το όραμά του είναι ένα ερωτικό όραμα. Πιστεύει πως πίσω από τη φλούδα του κόσμου το μόνο που υφίσταται είναι ο έρωτας, μοχλός των πάντων. Για να αποδοθεί το όραμα αυτό, στο εικαστικό του λεξιλόγια ενσωματώνονται εικόνες χλιδής και μυστηριακής ατμόσφαιρας και προβάλλονται σιωπηλές οι μορφές του μύθου. Ερωτικά σαρκωμένοι στέκουνε δίπλα μας ο Διόνυσος, ο Απόλλων, η Πανδώρα, ο Αντίνοος, ο Πάρις, η Αφροδίτης, ο Ερμής, η Ελένη, ο Παν, Αμαζόνες, Καρυάτιδες, Κούροι, έφηβοι αθλητές μοιάζουν να δραπετεύουν από τα χρωματιστά χαρτιά και να τρέχουν αλαφιασμένοι στους αστραφτερούς δρόμους της Ν. Υόρκης, του Παρισιού, της Αθήνας. Ο Harold πέρασε από τον «Μ. Αλέξανδρο» και την Ara Pacis στον «Παγανιστικό Κόσμο», μια σειρά πινάκων που συγχρόνως συνιστούν και μια άλλη ερμηνεία της αρχαιότητας. Τα έργα εδώ αναδύουν τρυφηλή ηδυπάθεια και δεν τα χαρακτηρίζει η βιαιότητα του «Βωμού της Ειρήνης», όπου ακρωτηριασμένα σώματα βρίσκονται σε ένα σύμπλεγμα ζωής και θανάτου. Τώρα κυριαρχεί ένας χαρακτήρας περισυλλογής και μέτρου. Ο κόσμος αναδεικνύεται λαμπρός και μονοδιάστατος ενώ ο Stevenson,Αλεξανδρινός ως προς την αντίληψη της ζωής, ζωγραφίζει το τώρα έχοντας απόλυτη αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων. Ερευνά την υγιή έκφραση και στα πιο ασεβή θέματα και έρχεται στην Αθήνα για να δώσει και να πάρει. Φέρνει τη δική του παγανιστική πανοπλία, την προσωπική του ερμηνεία για την αρχαία Ελλάδα και τη ν καθημερινή ζωή των ανθρώπων της. Απ’ την άλλη πλευρά αποκομίζει το ζωντανό σφυγμό μιας πόλης γεμάτης έντασης, ενός τόπου όλο αντιφάσεις. Με τον χρωστήρα του, οι ιππείς του Παρθενώνα ξεπεζεύουν από τη ζωοφόρο και χάνονται στα στενά της οδού Αθηνάς δανείζοντας τα πρόσωπά τους στους διάφορους μικροπωλητές ή στους εραστές της περιοχής. Όλα είναι ένα τελικά και αυτός ο κόσμος μπορεί να περπατηθεί από την αρχή.
Να τι μας προτείνει με το έργο του ο Harold Stevenson.
Μάνος Στεφανίδης
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΑΡΟΛΝΤ ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ
Απ’ τις πάμπολλες επισκέψεις μου στην Ολυμπία, μόνο δύο έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου: η πρώτη, την Καθαρά Δευτέρα του 53, κι άλλη μια, που πιθανό ν’ αποδειχτεί κι η τελευταία, όταν, είκοσι χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 73, πετάχτηκα εκεί για λίγες ώρες παρέα με τον Χάρολντ Στήβενσον.
Την πρώτη φορά περνούσα ακόμα την περίοδο της έντονης αντίδρασης στο σύνδρομο της προγονολατρείας. Τα αρχαία ερείπια με άφηναν λίγο-πολύ αδιάφορο. Περισσότερη εντύπωση μου έκανε θυμάμαι το τοπίο, οι χιλιάδες ανεμώνες που φύτρωναν παντού. Ύστερα λοιπόν από μια μάλλον βιαστική περιδιάβαση στο χώρο της ΄Αλτεως, βγήκα έξω και, καθώς το Μουσείο ήταν κλειστό, κάθισα σε μια πέτρα και για κάμποση ώρα, βάλθηκα να χαζεύω δύο-τρεις ωραίους έφηβους που πέταγαν χαρταετούς.
Το απομεσήμερο που φτάσαμε εκεί με τον Χάρολντ είχε βρέξει, η γη ήταν νοτισμένη, το τοπίο μελαγχολικό, και δεν υπήρχαν βέβαια τώρα οι ανεμώνες να σπάσουν τη μονοτονία του βαθύ πράσινου των πεύκων και του κυρίαρχου γκρι των ερειπίων. Κι ωστόσο ο Χάρολντ κοίταξε γύρω του εκστατικά σαν να ξαναβρισκόταν σε ένα χώρο που είχε γνωρίσει πολύ καλά σε μια προηγούμενη ζωή. Έβγαζε μικρά επιφωνήματα θαυμασμού6 – στο στάδιο, στο εργαστήριο του Φειδία, μπροστά στους τεράστιους σπόνδυλους του ναού του Δία. Κι αυτό που τη στιγμή εκείνη δεν τον έφταναν τα λόγια να εκφράσει, το εξέφραζε μ’ ολόκληρο το σώμα του, με χορευτικές κινήσεις και χειρονομίες. Κι ύστερα, στο Μουσείο, στάθηκε ώρα πολύ αμίλητος, με τις παλάμες του στα μάγουλα, μπροστά, όχι, όχι στον ωραίο μα γλυκερό Ερμή, αλλά στ’ ανάγλυφα απ’ τα αετώματα και τις μετόπες του ναού, πολύ πιο κοντά στην πηγή της τέχνης και της έμπνευσής του. Στο δρόμο της επιστροφής, μας περίμενε αλίμονο η σύγχρονη πραγματικότητα με ένα απ’ τα πιο ειδεχθή της πρόσωπα. Λίγο πριν φτάσουμε στον Πύργο, μια Μαζεράττι μας προσπέρασε με ταχύτητα αστραπής. Δεν πρόλαβα ν’ αποτελειώσω την φράση «ή που θα σκοτωθεί ο τρελός ή που κάποιον θα σκοτώσει», κι εκτυλίχτηκε καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα η φοβερή σκηνή: η Μαζεράττι έκανε ένα απότομο ζιγκ-ζαγκ, χτύπησε ένα αγόρι που περπατούσε πλάι στο μουλάρι του, ανέπτυξε ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα, κι εξαφανίστηκε στη στροφή του δρόμου. Στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν ώσπου να φτάσουμε στον τόπο του εγκλήματος, μια μαυροφορεμένη, μεσόκοπη γυναίκα που ως εκείνη τη στιγμή προπορευόταν, είχε τρέξει πίσω, ήταν σκυμμένη κιόλας πάνω απ’ το παιδί, του ανασήκωσε το κεφάλι, δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει – είχε ξαναδεί το θάνατο, τον γνώριζε – το ξανακούμπησε λοιπόν απαλά στο χώμα, κι άρχισε να χτυπάει σταυρωτά το στήθος της: «Σε σκότωσαν παιδάκι μου, γιόκα μου σε σκοτώσανε…» Κοιτούσαμε άφωνοι – το νεκρό αγόρι, τη γυναίκα που χτυπιόταν, το μουλάρι ου κοίταζε κι αυτό τη σκηνή με κάτι ανάμεσα στη λύπη και την απορία. Και δεν είχαμε προλάβει τουλάχιστον να πάρουμε τον αριθμό του αυτοκινήτου. Θα το περιγράφαμε βέβαια στη Χωροφυλακή του Πύργου, μα τι ωφελούσε πια; Το ωραίο χωριατόπαιδο δεν θα ξαναγυρνούσε στη ζωή.
Έμοιαζε τώρα, και για μένα, αλλά προ πάντων για τον Χάρολντ, με ένα απ’ τα τόσα αρχαία αγάλματα που σπάσαμε αλόγιστα, και που αυτός ο Αμερικανός τώρα τους εμφυσάει νέα ζωή βάζοντάς τα με τέχνη μα και με στοργή στους πίνακές του. Γιατί, αν έπρεπε να περιγράψω κάποιον σύγχρονό μου ξένο με το στίχο του Καβάφη – «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο,Ελληνικός» - αυτόν τον μέχρι υπερβολής ευγενικό άνθρωπο και ευαίσθητο ζωγράφο από τη μακρινή Οκλαχόμα θα διάλεγα ανάμεσα σε χίλιους χωρίς κανέναν δισταγμό.
Κώστας Ταχτσής