ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1995
Μαρία Μαραγκού
Εμμένοντας στη ζωγραφική
Υπάρχουν χίλιοι λόγοι που μπορούν να μας οδηγούν ασφαλώς στη σκέψη πως η ζωγραφική, η καθαρή ζωγραφική έχει πεθάνει και παράλληλα άλλοι τόσοι να πιστοποιούν πως είναι φρέσκια και ζωντανή, παρά την ηλικία της.
Έτσι κι αλλιώς, το όποιο δόγμα είναι υποχρεωμένο να υποχωρεί σ’ όποιον έχει καθαρή τη σκέψη, άσχετα με τις βαθύτερες προτιμήσεις. Που και πάλι δεν ευδοκιμούν για πολύ όποια κι αν είναι η επιχειρηματολογία που προσπαθεί να πείσει.
Δύο εκθέσεις σε κεντρικές γκαλερί, από νέες, αλλά όχι πρωτοεμφανιζόμενες ζωγράφους, δηλώνουν την εμμονή στη ζωγραφική και στο προσωπικό και κοπιώδες ψάξιμο μιας έκφρασης με παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα, μετά την εμπειρία της παρατήρησης των έργων του μοντερνισμού.
Κάνουν ζωγραφική με την πρόθεση παράλληλα να ορίσουν χώρο εντός και εκτός τελάρου.
Η Ζούνη (Γκαλερί Μέδουσα +1) περισσότερο εξωστρεφής, προχωρεί στη μεγέθυνση του κυκλικού ή καμπύλου οργανισμού, του πρωταρχικού κυττάρου που επιθυμεί να δει μέσα στον κόσμο του τελάρου κι από εκεί στον μεγαλύτερο.
Δουλεύοντας πάνω στο ξύλο, υλικό με τη δική του ζωή και το δικό του χρώμα, που η Ζούνη σέβεται αφήνοντάς το ελεύθερο από τη δικής της επέμβαση του χρώματος ν’ αποκαλύπτεται κατά διαστήματα, άρα να δημιουργεί φόρμα και να υπάρχει, σαν χρωματιστή αξία, αλλά και σαν σχέση κενού και πλήρους.
Ένα άλλο θέμα που ενδιαφέρει τη Ζούνη και που μοιράζεται μαζί της ο θεατής, είναι η σχέση του εντός-εκτός, του μέσα-έξω που υπάρχει στο έργο και που δηλώνεται καθαρά στην επέμβαση που η ίδια κάνει σ’ έναν εξωτερικό τοίχο που γίνεται ορατός από το παράθυρο, όπως τοποθετεί ένα σχέδιο. Ένα τοπίο χώρου μέσα στο χώρο.
Έφη Στρούζα
Οι εικόνες στο έργο της Ελένης Ζούνη γεννιούνται σαν τα ομοιώματα των ρυθμών μιας υπαρκτής αλλά αόρατης ζωής, που ενυπάρχει τόσο στη φυσική δομή του ανθρώπου όσο και σε αυτήν του Σύμπαντος. Για την Ζούνη, κύριο ζητούμενο στη ζωγραφική είναι η μεταμόρφωση της φόρμας σε αναπαράσταση ζωής. Οι δυσδιάστατες επιφάνειες, όπου ωοειδή, σπειροειδή και γραμμικά σχήματα εμφανίζονται ως οι πρωταγωνιστές μιας εικαστικής παράστασης, δεν χρησιμεύουν παρά σαν ένα διάφραγμα, ένα πρόσχημα για να οριοθετείται, κάθε τόσο και η εναλλακτική απόσταση, απ’ όπου αυτή η άμορφη ζωή μπορεί να θεωρηθεί.
Το θέμα της αλλαγής, στο σημερινό έργο της Ελένης Ζούνη, φαίνεται στην ουσία να αναφέρεται στις εκάστοτε διαφορετικές αποστάσεις από μια σταθερή αλλά αόρατη κατάσταση που είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινές είναι και οι αλλαγές, που συμβαίνουν στον αισθητό, ορατό περιβάλλον, μέσα στη ροή της ιστορίας. Με την πεποίθηση εδραιωμένη στην αναζήτηση της ουσίας που εμπεριέχει κάθε πράξη, η Ελένη Ζούνη επιλέγει να προσεγγίσει την τέχνη ως το κατ’ εξοχήν όργανο μεταφοράς των πρωτογενών μορφών λόγου και γραφής στο πεδίο της δημιουργίας. Έτσι η ζωγραφική πράξη γίνεται η περιοχή της διανοητικής δράσης, όπου η καταγραφή του στοιχειώδους ποιεί το αίνιγμα. Υποδηλώνει παρά δηλώνει. Διατρέχει το χώρο παρά τον κατοικεί. Μέσα στο εικαστικό της ταξίδι, η Ε.Ζ. διατηρεί τη σιωπή παρά τη θορυβώδη περιγραφή. Παράγει έναν κόσμο ξένο, θελημένα απομακρυσμένο από κάθε οικεία αναφορά. Με εμμονή, εδώ και πέντε περίπου χρόνια, αποκαλύπτει ότι η μοναχικότητα κάθε πρωτογενούς μορφής είναι και μια παροδική στιγμή στο χρόνο. Ο πρωταρχικός χώρος της νόησης γεννά ακατάπαυστα. Οι μονάδες, που ταξιδεύουν πάνω στις επιφάνειες των τελάρων της, εμβλήματα μιας πρωτογενούς γραφής και μορφής, είναι κύτταρα ζωής. Φαίνεται να εγκυμονούν την μεταλλαγή της μορφής τους και αιωρούνται σαν προάγγελοι της ατέρμονης αναπαραγωγής της ζωής για χάρη της ίδιας της ζωής. Η οντολογική τους σημασία δεν έχει κάποιο εκλογικευμένο σημείο αναφοράς, ούτε είναι προϊόντα ενός υπερρεαλιστικού λεξιλογίου του αντικειμενικού κόσμου. Υπάρχουν ως αίνιγμα, όπως υπήρχαν και χθες εδώ και χιλιετηρίδες.
Από την πλευρά της σύγχρονης αισθητικής θεωρίας, σωρεία ερωτημάτων τίθενται σήμερα σχετικά με την απώλεια των αινιγματικών κωδίκων επικοινωνίας μέσα στον κοινωνικό μας χώρο. Έντονα αμφισβητείται η ισχύ της μυθογραφίας με συγγραφέα τον καλλιτέχνη της σύγχρονης ζωής. Ζούμε σε μιας εποχή, όπου ο λόγος της τέχνης διατυπώνεται όλο και πιο σαρκαστικά σ’ ένα εκθαμβωτικό κρεσέντο. Πολλαπλές μορφές έκφρασης εσκεμμένα καταργούν τη μυθοποιητική δυνατότητα της καλλιτεχνικής πράξης, υπογραμμίζοντας με ακραία παθητικότητα την ταυτοσημία στους κώδικες συμπεριφοράς μεταξύ της κοινωνικής πολιτικής και της καλλιτεχνικής παραγωγής. Ο καλλιτέχνης, ανήμπορος να συναγωνιστεί τους πολλαπλούς και εφήμερους μύθους – που σωρηδόν κατασκευάζονται από τον κοινωνικό του χώρο, με κύριο στόχο την εξάρτηση του ατόμου από έναν υπερμεγέθη μηχανισμό παραγωγής υλικών παραδείσων και κολάσεων – συχνά εξωθείται να αγνοήσει και συνειδητά διασκελίζει κάθε λόγο, που φαίνεται να απορρέει από τις πρωταρχικές εμπειρίες, αυτές που δεν φέρουν τυποποιημένη εικόνα, αλλά απλά αποτυπώνονται με ποικίλους τρόπους πάνω στις αισθήσεις από την άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση με τη φύση και τις θεμελιώδεις κοινωνικές δομές. Και ακόμη, είναι δυνατόν η τέχνη που παράγεται την εποχή της τεχνοκρατικής κυριαρχίας, του προγραμματισμένου παγκόσμιου γίγνεσθαι να γίνει ο διαμεσολαβητής για τη μεταφορά της ευαισθησίας στον τόπο των αναλλοίωτων και σταθερών αξιών, αυτών που ακόμη κυοφορούνται μέσα στις πρωτόγονες μορφές και συμπεριφορές του ανθρώπινου πολιτισμού; Από δεκαετίες πια, αυτή η δυνατότητα έχει επανειλημμένα αμφισβητηθεί. Με πόνο και έκδηλη νοσταλγία για τους χαμένους παράδεισους, ο άνθρωπος της διανόησης, της τέχνης, της ποίησης διερευνά και αρθρώνει αυτήν την αδυναμία, ενώ ταυτόχρονα, δεν παύει, με αγωνία να ανασκαλεύει κάθε ίχνος, κάθε εύρημα μιας χαμένης πραγματικότητας.
Ο σημερινός άνθρωπος, διαμορφωμένος από την τεχνολογική πρόοδο σαν ο δυνητικός παντοκράτορας της γνώσης, όλο και απομακρύνεται από την εμπειρία του άγνωρου. Κι όμως, παρ’ όλο αυτό το φαινομενικά αγεφύρωτο χάσμα δεν μπορεί να καταργηθεί, ούτε ποτέ θα καταργηθεί η έμφυτη ανάγκη του ατόμου για την εμπειρία του απέραντου και αινιγματικού. Συνεχίζει να αναζητά να ζήσει την εμπειρία του πρωταρχικού, έστω και με επίγνωση ότι τώρα πια πρόκειται για μια συλλογή μόνο νοθευμένων αναμνήσεων, αλήθεια που με απέριττη ειλικρίνεια και βαθιά νοημοσύνη κατέθεσε στους «Θλιβερούς Τροπικούς» ο μεγάλος ερευνητής του ανθρώπινου πολιτισμού, ο Claude Levi-Strauss. Απέναντι στα υπερμεγέθη, πρωτογενή κύτταρα της μυθογραφίας της Ελένης Ζούνη, σχεδιασμένα με μελάνια πάνω σε ξύλο, που εκτοπίζουν κάθε μορφή φυσικού χώρου, που μπορεί να τα περιβάλλει και γίνονται τα ίδια ο χώρος της απορίας και του αινίγματος, αντίκρυ στις ροές των χρωμάτων πάνω στην ξύλινη επιφάνεια, που ακολουθούν τη φυσική υφή του ξύλου, αναγνωρίζουμε το νοητικό και φυσικό κόσμο του καλλιτέχνη να συμπλέουν σε ισορροπία. Το ταξίδι της Ελένης Ζούνη πάνω στα ξύλινα τελάρα της, με οδηγό την απορία, ξανοίγεται στο χώρο του απέραντου και υπόσχεται την ανακάλυψη της μακρινής πηγής της προέλευσης. Σα συνοδευτικό τραγούδισμα αυτού του ταξιδιού, θα μπορούσε να ακουστεί ένα απόσπασμα από το μεγάλο έργο του διορατικού ερευνητή, που λεει: «Ταξίδια, μαγικά σεντούκια με απατηλές υποσχέσεις δεν θα παραδώσετε ποτέ τους θησαυρούς σας ανέπαφους. Ένας πολιτισμός σε συνεχή αύξηση και ένταση τάραξε για πάντα τη σιωπή των θαλασσών. Τα αρώματα των τροπικών και η πρωτόγονη χάρη των ανθρώπινων υπάρξεων έχουν φθαρεί σε μια υπόθεση με αμφίβολα αποτελέσματα, που νεκρώνει τις επιθυμίες μας και μας καταδικάζει στη συλλογή μόνο νοθευμένων αναμνήσεων» (C.L-S., «Θλιβεροί Τροπικοί», Κεφ IV «Η Αναζήτηση της Δύναμης»), ενώ παρακάτω διασταυρώνεται με τις σκέψεις του Σατωμπριάν για τον άνθρωπο που «φέρει μέσα του έναν κόσμο σύνθετο απ’ όλα όσα είδε και αγάπησε και στα οποία επιστρέφει αδιάκοπα, ενώ ταυτόχρονα διατρέψει και φαίνεται να κατοικεί έναν ξένο κόσμο» (Ταξίδια στην Ιταλία, 11/12).
Σε μια ατέρμονη διασταύρωση πολλών και πολλαπλών, σύντομων και διαρκών ταξιδιών, με προορισμό τα αρχικά σημεία εκκίνησης μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, συμπλέει και η σκέψη της Ελένης Ζούνη. Μέσα στις «Αλλαγές» αναγνωρίζουμε αυτόν τον ξένο κόσμο, που ισότιμα ανήκει σ’ ένα άπιαστο παρελθόν και σ’ ένα ασύλληπτο μέλλον, ενώ, ταυτόχρονα, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο χώρο των στοχασμών και των βαθύτερων επιθυμιών, σε κάθε ξέχωρη ιστορική εποχή, αποτελεί και το παρόν μας.. Ένα παρόν, που στο έργο της, συμπυκνώνει τα πάντα στο Ένα. Είναι θέμα επιλογής απόστασης; Η Ελένη Ζούνη δίνει μια πειστική απάντηση. Ως πραγματικός καλλιτέχνης, καταφέρνει να βιώνει το παρόν μέσα από τη «χαμένη ελευθερία» επιλογής των αποστάσεων.