ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
30 Μαΐου 1994
Μαρία Μαραγκού
Η ευγένεια του χαρακτικού
Πριν από λίγους μήνες είχαμε δει τη δουλειά των αποφοίτων του Β’ Εργαστηρίου Χαρακτικής της Α.Σ.Κ.Τ. στο κτίριο Κωστή Παλαμά. Δουλειά 12 χρόνων, όσων δηλαδή διδάσκει εκεί ο καθηγητής Θανάσης Εξαρχόπουλος.
Αυτό τον καιρό βλέπουμε μια έκθεση έργων του ίδιου στη «Μέδουσα+1» και σχεδόν αιτιολογούμε γιατί το Β’ Εργαστήριο και οι νέοι καλλιτέχνες που αποφοίτησαν ανάμεσα στο 1982 και το 1994 είχαν τόσο ενδιαφέρον.
Ωστόσο, αν και πολλά έχουν αλλάξει από τα χρόνια που ταύτιζαν το χαράκτη – ζωγράφο μ’ ένα χειρώνακτα – δίχως απαραίτητα να του χρεώνουν τη γέννηση μιας ιδέας – που στηριζόταν εξ ολοκλήρου στις τεχνικές μεθόδους, ακόμη και σήμερα το χαρακτικό δεν έχει την ίδια αποδοχή με το ζωγραφικό έργο.
Οι συλλέκτες μας σπάνια του δίνουν την προσοχή που χρειάζεται, εκτός κι αν πρόκειται για εξειδικευμένες συλλογές, οι δημόσιοι χώροι όπου εκτίθεται η τέχνη το ξεχωρίζουν, αν πρόκειται να το παρουσιάσουν.
Αλλά και οι ίδιοι οι χαράκτες όταν μιλούν για το έργο τους, τις περισσότερες φορές εξηγούν τα «ανεξήγητα» για τον πολύ κόσμο, δίχως ν’ αναφέρονται στην ιδέα που δημιουργεί τη σύνθεση στη μήτρα, το κύριο υλικό πάνω στο οποίο επεμβαίνει το χέρι και το μυαλό.
Τελικά ένα έργο τέχνης είναι ή δεν είναι, μας πιάνει ή δεν μας πιάνει, μας συγκινεί ή μας αφήνει αδιάφορους. Στο αμέσως επόμενο στάδιο μπορούμε να αιτιολογήσουμε το πώς και το γιατί. Κι ένα έργο δεν είναι έργο αν δεν κινητοποιεί το θεατή – δεν μιλάμε βέβαια για τους επηρμένους θεατές που μπορούν και οι ίδιοι να το ‘καναν, είχαν την ίδια ιδέα αλλά δεν τους περίσσευε χρόνος για την κατασκευή. Θυμηθείτε τον ηθοποιό Αλέξη Μινωτή, που σε βαθύ γήρας και ωριμότητα, έλεγε δημόσια πως η αδιαφορία του θεατή στη διάρκεια μιας παράστασης, οφείλεται στην προσωπικότητα εκείνων που βρίσκονται στη σκηνή.
Κι εμείς μπορεί και να κουραστήκαμε κάποτε από τη χαρακτική (εκείνο το τέλος της ευλογημένης δεκαετίας του ’70 όπου μπήκε στο χορό του μεταδικτατορικού αντιστασιακού οίστρου και η χαρακτική, χέρι, χέρι με τη δογματική Αριστερά, της έχει της ευθύνες της) με την επανάληψη της ίδιας αφήγησης, της φόρμας του περιστεριού και της φιγούρας με τα υψωμένα χέρια. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια, να παρακολουθήσουμε τον Μιχάλη Αρφαρά ή την Τόνια Νικολαΐδη (ονόματα που μου ‘ρχονται αυθόρμητα όταν σκέφτομαι τη χαρακτική) αλλά και να νιώσουμε βαθιά, πως η τέχνη είναι μία. ¨Ότι άλλο ο καλλιτέχνης χαράκτης κι άλλο ο χαράκτης παραγωγός – όπως άλλο ο καλλιτέχνης ζωγράφος και ο ζωγράφος παραγωγός, βεβαίως.
Βιβλία και εικόνες, λοιπόν, εκθέτει ο Θανάσης Εξαρχόπουλος, δάσκαλος και καλλιτέχνης.
Ιχνογραφήματα της στιγμής, τα λέει ο ίδιος και πρώτες ιδέες που στη συνέχεια επεξεργάζονται. Λέξεις- σήματα, φράσεις – ίχνη, παράγραφοι-ιερογλυφικά. Και έργα επίτοιχα, διαδρομές σκέψης που επαναλαμβάνονται σε 16 χαρακτικά αντίτυπα το ένα δίπλα ή κάτω από το άλλο. Πραγματικά, το τελευταίο πράγμα που μ’ ενδιαφέρει είναι με τι εργαλεία χάραξε τη μήτρα ο καλλιτέχνης και πώς τύπωσε. Χάρηκα μόνο, που αισθάνθηκα, έτσι τουλάχιστον πιστεύω, το ποίημα που είχε σαν ιδέα όταν χάραζε τη «Φιλάρεσκη» και το κέφι που βγήκε σε λεπτό χιούμορ στις «Πεοθήκες».